Βλέμμα ποιητή στις Φωνές

Ο ποιητής και πανεπιστημιακός Γιώργος Παναγιωτίδης προσεγγίσει τις Φωνές (Δεκέμβριος 2012)

ΡΟΥΒΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ (2011). Φωνές. Αθήνα: Γαβριηλίδης

30/12/2012
Η ποίηση των Φωνών

Του Γιώργου Παναγιωτίδη

«Είσαι ό,τι δεν φανταζόμουν πως υπάρχει μέσα μου. Ακούγοντας τις φωνές, τις φωνές, τις φωνές, ορίζω ξανά την αλήθεια – αυτήν που πίστευα μόνο με τα δάχτυλα και τον νου».

O Βασίλης Ρούβαλης με τις Φωνές, μια σύνθεση που δομείται σε αντιστοιχία με την αρχιτεκτονική του κρητικού αναγεννησιακού θεάτρου, επιχειρεί λοιπόν για τέταρτη φορά, μ’ ένα ποιητικό βιβλίο, το επίμονο, παράξενο, μετέωρο ταξίδι στη ζώσα ιστορία της Ελληνικής και Ιταλικής Μεσογείου, φέρνει στο παρόν σπαράγματα και οσμές μιας ελιτίστικης, κομψής, αστικής Αναγέννησης, επιδαψιλεύει στο παρελθόν έναν ωχρό, ήπιο μοντερνισμό και μαζί μ’ αυτά καθηλώνει το χρόνο. Ταξιδιώτης του χρόνου ο ποιητής δεν βρίσκεται σε κανέναν χρόνο και ταυτόχρονα, με μία ιδιαίτερα κομψή κι ευγενική γλώσσα που σέβεται και φροντίζει αυτά που λέει, βρίσκεται και στο παρελθόν και στο μέλλον.

Η δομή: πρόλογος, τέσσερα μέρη-λόγοι (ως οι τέσσερις πράξεις ενός θεατρικού έργου) με τρία παρεμβαλλόμενα ιντερμέδια (ως μουσικά διαλείμματα ανάμεσα στις πράξεις-λόγους) και επίλογος. Σημειώνω μια σειρά από εξαιρετικές υπονομεύσεις. Ο πρόλογος, τα ιντερμέδια και ο επίλογος που θα περίμενε κανείς να υπακούουν μορφικά σε κλασσικές ποιητικές φόρμες είναι αντιθέτως πεζόμορφα κείμενα, παρ’ όλα αυτά, ασφυκτικής ποιητικότητας, παρότι αφηγηματικά και καθαρής επικοινωνιακής αμεσότητας. Τα ιντερμέδια ειδικότερα που θα έπρεπε, αν υπακούσουμε στη δομή του κρητικού αναγεννησιακού θεάτρου, να είναι μικρά και θεαματικά επεισόδια δίχως θεματική συνάφεια με την υπόθεση του κυρίως έργου, στο οποίο και παρεμβάλλονται για ανακουφιστικούς λόγους, εδώ δεν μοιάζουν να έχουν καμιάν ανεξαρτησία υπόθεσης και ο ρόλος δεν είναι καθόλου ανακουφιστικός αφού κυρίως αυτά εμπεριέχουν τη θεατρική δράση, το δράμα και την ώριμη αναζήτηση. Τα μέρη της πρόζας, του θεατρικού λόγου κατά τη δομική συνθήκη, έχουν ποιητική μορφή κι ενώ θα έπρεπε να είναι εναργή στα νοήματά τους και πρόσφορα στην μεγαλόφωνη αναγνωστική τους απόδοση, αν απαιτούσαν τη θεατρική σύμβαση, εντούτοις χάρη στην ασθματική, σχεδόν ρυθμική παράθεση λέξεων, σημασιών και εικόνων, χάρη στην κατακερματισμένη αισθητική τους, γίνονται κρυπτικά, σκοτεινιάζουν μαγικά και ενέχουν όλες τις ιδιότητες ενός συνειρμού, ενός εσωτερικού μονόλογου. Μετά τον επίλογο, μετά το τέλος όπως θα το ανέμενε κανείς, τη σύνθεση συμπληρώνουν απρόσμενα τρία παροράματα, σα να επρόκειτο για διορθώσεις λαθών από αβλεψία δηλαδή της σύνθεσης που προηγείται, τρία εικαστικά, λυρικά και στο χαστικά πεζόμορφα κείμενα. Το ότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται αντίστοιχα σε τρία έργα, τριών σημαντικών ζωγράφων από την ύστερη βυζαντινή περίοδο, το «Θείον Πάθος» του Γεώργιου Κλόντζα, το «Παιδί που ανάβει ένα κερί» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και την «Αποβίβαση της Αικατερίνα Κορνάρο στη Βενετία» του Αντώνιου Βασιλάκη, είναι πληροφορίες που έπονται και αναφέρονται στις «Σημειώσεις» του τέλους του βιβλίου. Ενώ λοιπόν αρχικά θα υποστήριζε κανείς πως έχουμε να κάνουμε με μιαν αυστηρή και ίσως ακόμα και συντηρητική αρχιτεκτονική δομή, εντέλει όλες αυτές οι υπονομεύσεις αποδεικνύονται παιγνιώδεις, γόνιμοι πειραματισμοί και οι «Φωνές» μοιάζουν τελικά με πολύτιμο παλίμψηστο, με κείμενο που πέραν των δικό του αρετών, έχει την ιδιότητα να αναδύει, κάθε φορά που διαβάζεται, κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από τα προηγούμενα κείμενα, από τα κείμενα του παρελθόντος και του μέλλοντος.

«Οι ίδιοι ήχοι της νύχτας ανοίγουν τα παράθυρα σαν προφήτες. Τα πουλιά πετούν χαμηλά, σε σχηματισμούς πάνω από τις στέγες. Σ’ αυτά τα βήματα η νοσταλγία περιέχει την αναμονή, την ομορφιά απροσδιόριστη, τη γενναιοδωρία. Οι προσόψεις των σπιτιών είναι μάρτυρες της ιστορίας».

Δεν είναι οι σκέψεις του ποιητή οι Φωνές αλλά οι δικές μας σκέψεις, αυτές που επίσης κάναμε και θα κάνουμε, οι σκέψεις των ανθρώπων του παρελθόντος και του μέλλοντος που περιγράφουν το παρελθόν και το μέλλον και που το σκέφτονται, το στοχάζονται δηλαδή, το διαλέγονται, το απευθύνουν και του απευθύνονται, το εικονίζουν και το σκηνοθετούν. Και μιλώ για παρελθόν και μέλλον γιατί στις Φωνές υπάρχει ώσμωση αυτών των δύο, γιατί η τέχνη δεν είναι μόνο αναπόληση ή μόδα, παράδοση ή αβανγκάρντ αλλά είναι ένα ενιαίο αδιαίρετο ζωντανό σύνολο όλων αυτών των επιμέρους αισθητικών. Ταξιδεύοντας σε τόπους ταξιδεύουμε σε χρόνους και ταξιδεύοντας στη γλώσσα ταξιδεύουμε σε τόπους. Από το μικρό βυζαντινό ναό, την Αγια-Σοφιά στην κορυφή του κάστρου της Κορώνης έως τη Via dell’Amore που διασχίζει τα χωριά Manarola και Riomaggiore της Τοσκάνης αντηχούν οι φωνές, τα βήματα, η νοσταλγία, η μαρτυρία, η μνήμη και «κάθε βήμα είναι συγκίνηση είτε φανέρωμα, πρώτη εικόνα που θα επιβιώσει στο χρόνο». Δεν είναι το ταξίδι του ποιητή στην ιστορία οι «Φωνές» αλλά το δικό μας ταξίδι στους δικούς μας τόπους και χρόνους, στη δική μας γλώσσα και ιστορία εφόσον επιτρέψουμε στη θάλασσα, στα πλοία, στα τοπία, στα σπίτια, στους δρόμους, στις στέγες, στους ποιητές και στους ζωγράφους, στις λέξεις και στις εικόνες που ήταν, είναι και θα είναι πάντα εδώ, να μας στεγάζουν όσο είμαστε παρόντες.