Μπελαούρη, Ζέτα. (2023). Εκκρίσεις – κατά πάθος. Αθήνα: Εκδόσεις 24 Γράμματα
«Ξαφνικά είδα τις λέξεις μου πνιγμένες/ κουφάρια μεσοπέλαγα/ τα βούλιαζε αγρίμι σιωπή/ ξέπλενε πληγές απ’ τις κραυγές τους/ κι ανάβλυζε άρωμα/ σβησμένο κερί // ένα κόστος… ένα κάποιο κόστος… // Φωνάξτε με τη σειρά… ακουγόταν το σύνθημα του προβολέα».
Ο παραινετικός τρόπος της συγγραφέα -ώστε να προσεγγίσει κάποιος τον μικρόκοσμο της ποιητικής της- είναι παράδοξος. Περιέχει προκλήσεις, ξαφνιάσματα. Ειδικά, στην περίπτωση αυτή, όπου πρόκειται για τη δεύτερη εισόδιο συλλογή, τη δεύτερη και ουσιώδη δοκιμασία στο δύσκολο ειδολογικό πλαίσιο που επέλεξε.
Η δεύτερη θεματική ενότητα (που φέρει τον συμβολικό, νοηματοδοτημένο τίτλο «Δακρυγόνα») αποτελεί το κύριο σημείο δημιουργικής αιχμής της Μπελαούρη. Η ανθρώπινη οντότητα, η υπαρξιακή μονάδα ως περιοχή ύφανσης ενός στοχασμού διατυπωμένου μέσα από τη βλεμματική παρατήρηση του κόσμου, γίνεται κομβικής σημασίας.
«Έκανε τη συμφωνία στα γρήγορα./ Με μάτια χαμηλωμένα, καταπατημένα. Λες κρυβόταν/ απ’ τον διαβήτη του ουρανού. // Έδωσαν τα χέρια. Με λόγο; Χωρίς;/ Σ’ ένα κλάσμα οι μνήμες του γίναν σκόνη./ Ούτε λόγος για παρενέργειες./ Μιλιά! // Όπως αρμόζει/ σ’ έναν θάνατο διαρκείας».
Στα είκοσι πέντε ποιήματα της ενότητας παρατίθεται συγκεκριμένη η οπτική απέναντι στα φαινόμενα της ζωής. Η αφήγηση περιέχει «επεισόδια» που καταγράφει ένα παρατηρητικό βλέμμα, που αποτελούν βιώματα ωσάν άμεσα και καθοριστικά. Ο τόνος αλλάζει ανά συνθήκη – άλλοτε καταγγελτικός ή επιβεβαιωτικός της πραγματικότητας, άλλοτε ήπιος και ενίοτε τρυφερός. Μερικές φορές, το υπαρξιακό κάτοπτρο της αφηγήτριας περιέχει τα στίγματα -που φέρει κάποιος, τα γνωρίζει, άρα τα περιγράφει- της εμπειρίας των πραγμάτων, δηλαδή του χρόνου. Η αγωνία της στιγμής, η εικόνα της παρακμής, το ζήτημα των γεγονότων με τον εσωτερικό τους αντίκτυπο, παρατάσσονται και προτείνονται στον αναγνώστη. Το «υπέρ» ανάμεσα στα τίποτε που αξιώνουν τα πάντα οι λίγοι και το «έναντι» στα δεδομένα και παραδεδεγμένα που προκρίνουν εμφατικά οι πολλοί μέσα στο πλήθος, συναποτελούν ένα νοηματοδοτημένο δίπολο. Είναι η ακκίδα της ποιήτριας, η παρακαταθήκη του λόγου της. Ενδεικτικά εδώ, δύο αποσπάσματα από τα «Δακρυγόνα»:
«Η φωνή μου έρχεται απ’ την εξοχή/ μπαίνει απ’ το παράθυρο/ ποτάμι/ -λέξεις νερό, αγέρας πέτρα/ και την/ κίτρινη στρογγυλάδα της μέρας./ Κορίτσι // Στο δωμάτιο/ γδύνεται η νεκρή μες τη φωτογραφία της/ -είπες “η γιαγιά ακούει τώρα τραγούδια”/ Όλο το σπίτι χορός. // Κορίτσια // Εκείνη στράγγιξε/ μαράθηκε ύστερα ολοσχερώς […]».
&
«[…] Δεν ήταν άλλοι στο σπίτι./ Μονάχοι είμαστε./ Το ραδιόφωνο/ Η τηλεόραση./ Εμείς. // Κλείσαμε το ραδιόφωνο/ ασφαλίσαμε το σπίτι/ βάλαμε δύο καρέκλες/ να φυλάνε το βορεινό παράθυρο./ Περιμέναμε./ Με τις μάσκες οξυγόνου/ το κουμπί ΟΝ/ μιας επίσημης περιπέτειας/ και τα παυσίπονα. // Για παν ενδεχόμενον».
Οι άλλες δύο θεματικές ενότητες του βιβλίου (τα «Σιελογόνα» και τα «Ζουμιά και άλλα ελιξήρια») συναποτελούν μια διαφορετική θεώρηση της Μπελαούρη στην τρέχουσα άποψη για το τι εστί έρωτας βιωμένος στη σάρκα και στον νου, για το πώς δύναται να διαγνωστεί η φθορά στο βλέμμα του σύγχρονου ανθρώπου, για τα δίπολα που βασανίζουν το θυμικό ενώπιον του χρόνου.
«Ο γρίφος ετούτος θα μας καταπιεί/ Δίχως άλλο/ έτσι είναι η ζωή… // -Πώς δηλαδή; // -Διάλογος με την πιθανότητα».
Ο έμπειρος δέκτης του ποιητικού λόγου θα διαπιστώσει άμεσα την ορμητική πρόθεση της αφήγησης μέσα από την εκφραστική διατύπωση ή τη στοιχειοθεσία του σκηνικού˙ μέσα σ’ αυτό περιέχεται η αυτοσυνειδησία του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο χωρίς δισταγμό αφηγείται τις αναρωτήσεις του εσώτερου κόσμου του είτε επιδίδεται σε μικρές αποκαλυπτικές εκφάνσεις ερωτικών κύκλων, ολοκληρωμένων ή κατεστραμμένων.
Ο συνδυασμός αυτών των επιλογών αναπτύσσεται ανάμεσα στους στίχους, καταλήγοντας σε μια ιδιαίτερη περίπλεξη. Η στοχαστική διατύπωση σε συνάρτηση με την εικονοποιία και την απλότητα της καθημερινής γλώσσας αποδίδουν ένα επιδιωκώμενο μοντέλο διαχείρισης του ποιητικού λόγου. Για την Μπελαούρη γίνεται σαφές το σπινθίρισμα που οφείλει το ποίημα να εκκολάπτει. Ενίοτε τολμηρή η εκφορά του λόγου της, με διάσπαρτες «πένες» θεατρικού μονολόγου και συνακόλουθα ξαφνιάσματα στην ένταση: η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναμειγνύεται με τη δευτεροπρόσωπη, ο ενικός με τον πληθυντικό, οι κλητικές προσφωνήσεις με τις αναρωτήσεις.
Συνολικά, αυτά είναι τα κομμάτια από τις ψηφίδες της, που συσσωματώνονται σε αυτή τη δεύτερη εκδοτική έξοδο. Με εμφανή την πρόθεση εξωτερίκευσης της αγωνίας να προσδιοριστεί «ένας χώρος» επαρκούς μετάπλασης του προσωπικού credo για την ποίηση, ως καλλιτεχνία κι ως ψυχοπνευματική ανταπόκριση. Άλλωστε, σε αυτήν την παράμετρο, όπου η ποίηση ως όχημα έκφρασης είναι αδιαμφισβήτητη κι επιδραστική, φαίνεται πως επιδιώκει τα επόμενα βήματά της η Μπελαούρη – να στηρίξει και να υποστηρίξει τη φωνή της, να διαφοροποιηθεί από την πληθώρα ποιητικών προτάσεων (στο τριγύρω περιβάλλον των ultra εξωστρεφών νεοεμφανιζόμενων) στοχεύοντας στην εξέλιξη της ποιητικής της. Οι Εκκρίσεις αποτελούν, το σημαντικότερο, μια γόνιμη εντύπωση αναμονής.
::
Τζανετάκης, Γιάννης. (2023). Μετά από μένα. Αθήνα: Πόλις
«Το χρώμα αυτό/ το ρόδινο// του ουρανού πώς μοιάζει// σαν να με συλλογίζεται/ κάτι από το παρελθόν// ηδύ μαζί κι επώδυνο».
Ο σολωμικός απόηχος φθάνει στο τωρινό παρόν της ελληνικής ποίησης ως ανακουφιστική εκδοχή μιας ευρύτερης ανάγκης για επαναπροσδιορισμό της λυρικής ουσίας. Η έμπειρη προσέγγιση του Τζανετάκη δεν απορρέει από την εκζήτηση της έσχατης τάσης για συναγωγή βιαστικών «τρόπων διαχείρισης» του ποιητικού γίγνεσθαι μέσα από αγγλοσαξονικές κι άλλες φόρμες σε ψηφιακό περιβάλλον. Ούτε φαίνεται ότι τον αφορά ο μοντερνιστικός διασκελισμός, λιγότερο ή περισσότερο, των αισθητικών διακυβευμάτων, ούτε συμμερίζεται την προσπάθεια πολλών, ειδικά των νεοεισερχόμενων, για την ασφαλή νηνεμία ενός δεδομένου εκφραστικού credo.
Με τις άλλες εννέα προηγούμενες συλλογές του (από τις Μούμιες στην Πανσέληνο, 1978, έως τη Θαμπή πατίνα, 2017) ο ποιητής φέρει στους στίχους του την αίσθηση μιας χαμηλής ορατότητας συνθήκης του κόσμου, αλλά και μιας σαφούς πραγματικότητας, πεφρασμένης διακριτά, συμπαγούς με λόγο σύντομο, λιτό. Διαπραγματεύεται τη θέση της οντότητας σε τοπία βιωματικά πάντοτε, ενώ παρατηρεί τη διαδρομή, σχολιάζει το ρεαλιστικό πηλίκον του χρόνου και αναπολεί συγκινησιακά το Εγώ (το δικό του όσο και το έτερο). Ο Τζανετάκης δεν φείδεται μικρών, λεπτομερών αναφορών σ’ ό,τι λειτουργεί αποκαλυπτικά σε αυτοβιογραφικό πλαίσιο – είναι οι διάσπαρτες μνήμες, οι κοντινές και οι μακρινές, είναι φωτοσκιάσεις από εμπειρίες της ζωής, είναι η συνάρμοση συναισθηματικών κύκλων από πρόσωπα και καταστάσεις:
«Το ρόπτρο μιας οικίας/ ακατοίκητης// κάθε Αγιαννιού τ’ απόβραδο// όπως παλιά λες κι έρχονται/ οι συγγενείς επίσκεψη/ -με δώρα με φοντάν-// με πεθυμιά χαρμόσυνα/ τη θύρα κρούει μόνο του» (ποίημα «Λες κι έρχονται», σ. 30).
Αυτές οι παρατηρήσεις βρίσκονται σε παραλληλισμό με τις παλαιότερες γραφές του Τζανετάκη, αλλά κυρίως με τις δύο τελευταίες εκδοτικές εξόδους του (οι οποίες σημασιοδοτούν μια περίοδο ανασύνταξης και, τελικά, παγίωσης της εμπεδωμένης δημιουργικής στιγμής του, δεδομένου ότι από το 1998 έως το 2023 καταλογογραφούνται μόλις τρεις σύλλογες στο ενεργητικό του). Κοινό σημείο σε αμφότερες, η εμφανής πρόθεση κατάθεσης μιας ευαίσθητης ματιάς στον εαυτό και στο σύμπαν. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια συνδήλωση θετικής απόφανσης, δηλαδή μέσω κάποιου πρίσματος ικανοποίησης για τις διαδρομές των ηλικιών που διένυσε το ποιητικό υποκείμενο. Όχι, οι στίχοι καταγράφουν την έγνοια της φθοράς, τις απουσίες αγαπημένων, τον αποκλεισμό από εμφατικά δεδομένα της ζωής, τη δήλωση υποταγής στις ημερολογιακές αναδρομές του νοός:
«Το γαμπριάτικο σακάκι μου/ στο βάθος της ντουλάπας// σε θήκη φυλαγμένο// ανοίγω λίγο τι να δω/ -η καρδιά μου πεταρίζει-// στο πέτο αποκάτω/ έχει κρυφτεί/ ω του θαύματος// -το πιάνω το χαϊδεύω-// ζεστό ακόμα/ ολόασπρο/ ένα σπυράκι ρύζι// από ποιο χέρι άραγε/ τι δάχτυλα ριγμένο» (ποίημα «Γαμπριάτικο», σ. 22).
Επιμένοντας στις προθέσεις του ποιητή, στις συνδηλώσεις αναστοχασμού που μετέρχεται τόσο στη Θαμπή πατίνα όσο και στο προκείμενο βιβλίο, είναι αξιοσημείωτη η ικανότητα να πλάθει ολιγόλεκτους συνειρμούς και εικονοποιητικούς συμβολισμούς, να νοηματοδοτεί υποβλητικά την ανάμνηση ως σημείο αναφοράς στην υπαρξιακή θλίψη, να θεματοποιεί τη λεπτομέρεια του βλέμματος. Δεν πρόκειται σαφώς ούτε για «εύκολη» καταγραφή νοσταλγικών τόνων μα ούτ’ επίσης για αυθυποβολή –με τρόπο καρυωτακικό– απέναντι στα φαινόμενα του βίου:
«Της πόλης μου παιδιά/ αύριο όταν θα κάθεστε/ ιδρωμένα// στου Αϊ-Νικόλα τα σκαλιά/ θέλω να ξέρετε/ κι εγώ κάποτε υπήρξα// απ’ τα στενά// ο ίδιος αέρας/στέγνωνε// το Ατθίς μου τα μαλλιά// και ψάχνοντας ανάσα/ -άλλη από εσάς-// θα ‘μαι εκεί/ εκεί// μετά από μένα». (ποίημα «Θα ‘μαι εκεί», σ. 46).
Σχολιαστικά, ο σεμνός τρόπος του Τζανετάκη, όπως απαιτείται από έναν συγγραφέα με πλήρη επίγνωση του δημιουργικού διασκελισμού στην τέχνη του, αναδύεται επιπλέον ανάμεσα στις ρυθμοτονικές επιλογές του, στην καλλιεργημένη εντύπωση της ανάσας που διαπερνά τον χωροχρόνο της αφήγησης. Πρόκειται για «οφειλές», ή άλλιώς για «συνηχήσεις» του γράφοντος, έναντι του δομικού δεκαπεντασύλλαβου, των καβαφικών ψιθυρισμάτων, της ανώνυμης φωνής από τα τραγουδίσματα των μοιρολογιών. Κι ακόμη, επιλέγει ευδόκιμα μιαν αφήγηση η οποία μοιράζεται σε τρία μέρη. Το εύρημα έγκειται στον ψυχισμό του αφηγητή της συλλογής, στη συνειδητοποιημένη οντότητα που αναγνωρίζει τα χαρίσματα της νεανικής παντογνωσίας, της επίγνωσης στα επόμενα βήματα του προσωπικού χρόνου, στην οδυνηρή οικονομία του ορισμένου -φυσικού ή βεβιασμένου- τέλους. Αυτές οι συναρτήσεις, άλλωστε, ορίζουν τα τρία κεφάλαια του βιβλίου (Με πάνω τους το χνούδι – Άδεια ακρογιάλια – Δίχως εσένα), με κοινό παρονομαστή την ήπια, χαμηλόφωνη στοχαστική προσέγγιση του ποιητή:
«Δεν ήταν γλυκοχάραμα/ – και πια ποτέ δεν θα ‘ναι» (ποίημα «Δεν ήταν», σ. 55).
::
Διονυσοπούλου, Σοφία. (2023). Νάρκισσος Αντινάρκισσος. Αθήνα: Το Ροδακιό
«Πού βρίσκομαι;/ Γιατί μου ψιθυρίζει η ιτιά;/ Ποιος είμαι, ποιος;/ Βουίζει το κεφάλι μου βουίζει/ Σαν αποικία μυρμηγκιών/ Αρπαχτικά και γλαροπούλια κρώζουν/ Και οι πυγολαμπίδες με θαμπώνουν/ Πάρτε το φως σας Μη […]».
Χείμαρρος που μετατρέπεται σε ποταμό, φράση τη φράση, ο λόγος και η σκέψη, το αποτύπωμά τους, ανάμεσα στους στίχους της Διονυσοπούλου… Η ποίησή της φαίνεται στην ωριμότερη έκφανσή της σε αυτή τη συλλογή, μολονότι έχει δώσει νωρίτερα τα διαπιστευτήρια της συγγραφικής ταυτότητάς της. Από το 2017 εκδόθηκαν ακόμη τρεις συλλογές (Ψυχές στην ερημιά του, Σε ονομάζω Χιουρρέμ, Θυρίδα 1821 – άπαντα στις Εκδόσεις Το Ροδακιό), μέσω των οποίων η ποιήτρια οροθετεί την ποιητική της: ο τρόπος εκφοράς όσο και οι απαιτήσεις της από τον αναγνώστη περιέχουν τη φιλοδοξία απομάκρυνσης από το μετασεφερικό ιδίωμα, ήτοι τον επιμελή συντηρητικό μοντερνισμό ποιητών από την καθοριστική «Γενιά του ’70» έως την απήχηση που εξακολουθεί να βρίσκει σε αρκετούς από τους επιγόνους τους. Η φωνή της είναι μεταμοντέρνα, σύγχρονη στην εκζήτηση των επιλεγμένων θεμάτων της, είν’ ανατρεπτική, απρόβλεπτη για τον ανυποψίαστο ακόλουθο του συνειρμού της:
«Νάρκη/ να πέσω σε χειμερία νάρκη/ Μέχρι ν’ αφανιστεί αυτός ο κόσμος/ να χάσω το κορμί μου μες στο χρόνο/ να ξεχάσω πώς είναι να υπάρχω/ Σαν φίδι να κουλουριαστώ Να ξαποστάσω/ να καλπάσουν σαν άτια οι καιροί/ Κι αν ποτέ η ελπιδα φανεί/ ας ξυπνήσω μες στις παπαρούνες/ ας ακούσω ξανά τις κουρούνες/ μα ώς τότε νάρκη/ και γύρω μου ένα ναρκοπέδιο να με φυλάει/ από τους νεκρόφιλους κι από τους τυμβωρύχους/ Υδρόφιλη ιτιά μου σκέπασέ με […]» (σ. 19).
Η συνθετική πρόθεση της Διονυσοπούλου είναι πρόδηλη. Το διακύβευμα βρίσκει την ευρηματική του διάσταση σε κάθε μία από τέσσερις καταθέσεις της. Στο πεζοποιητικό κείμενο Ψυχές στην ερημιά του, για παράδειγμα, δοκιμάζεται στην αναζήτηση του υπαρξιακού ερωτήματος χάρη στην επίκληση του έτερου Εγώ, του άλλου. Κατόπιν, στη σύνθεση Σε ονομάζω Χιουρρέμ συνθέτει ένα φορτισμένο φόντο ιστορικό στο οποίο διαμείβεται μια έκρυθμη ερωτική ιστορία ενώ στη Θυρίδα 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας μεταμορφώνεται σ’ αντικατοπτρισμό μιας οπτικής ψυχοκοινωνικής του αφηγητή απευθυνόμενου στη στρεβλή διαχρονία της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτό που παρατηρείται σε όλες τις συγγραφικές καταθέσης της είναι η στόχευση για δοκιμή των ορίων στη συγκινησιακή διατύπωση, η πρόθεση δημιουργίας μιας θεματολογικής πρωτοτυπίας αλλά και η συνάρτηση με νόρμες του θεατρικού λόγου. Η Διονυσοπούλου γνωρίζει τη γλώσσα, σε διαβαθμισμένα επίπεδα. Δημιουργεί «τερτίπια», διανοητικά παιχνιδίσματα με τη μαγιά των λέξεων, των λεκτικών σχημάτων, των παύσεων και την αφήγηση που διακοπτόμενη απογειώνεται σε έτερα νοηματικά πεδία και προσγειώνεται σε στοχαστικά σύνολα. Συνοπτικά σημειώνοντας, ετούτα τα προσδιοριστικά στοιχεία είναι καταφανή επίσης στην τελευταία εργασία της. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό στον Νάρκισσο Αντινάρκισσο αποτελεί η ευχέρεια που διαθέτει –με απόλυτες ισορροπίες και εναρμονίσεις– στη χρήση της ιδιότυπης, προσωπικής «εργαλειοθήκης» της, μέσω της οποίας εκτονώνεται καταλυτικά η δύναμη της ποιητικής συνείδησής της. Ετούτο το τελευταίο αποδεικνύεται το πιο γοητευτικό δεδομένο στην προσέγγιση του μικροσύμπαντός της˙ είναι εκείνο που την τοποθετεί σ’ ένα σημαίνον περιθώριο ενδιαφέροντος, συγκρινόμενη με τους πλείστους δημιουργούς στο πεδίο της νεοελληνικής ποίησης των τελευταίων χρόνων.
«ΕΚ ΡΗΞΗ/ ΑΥΤΟ ΕΙΝΕΚΡΗΞΗ/ Θα σπάσω Θα τεμαχίσω Θα κατακερματίσω/ Τα λατρεμένο είδωλό μου/ Να δούμε τότε τι θα προσκυνάτε/ Τίποτα ρέπλικες; Μπορεί./ Μα εγώ δε θα ‘μαι κει/ ΕΓΩ – ΝΑΙ/ ΤΟ ΛΕΩ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΞΑΝΑΠΩ/ ΕΓΩ ΕΓΩ ΕΓΩ/ Με κάνατε και θεωρία/ Όπου κάθε τυχάρπαστος λιμοκοντόρος/ Μπαίνει ευθύς σε μια ψυχρή κατηγορία […]» (σελ. 27).
Η Διονυσοπούλου καταφέρνει να στοιχειοθετήσει ένα στέρεο, δομημένο ποιητικό πλέγμα, απ’ όπου μπορεί κανείς ν’ αντλήσει την εσωτερική φλόγα της γράφουσας και να πιστέψει ότι προσομοιάζει σε φωνή της αλήθειας, της όποιας αλήθειας αποδέχεται κανείς, τέλος πάντων, και να κατανοήσει μια υπαρξιστική περιπλάνηση που ζητάει υποστηρικτές και συνοδοιπόρους. Η πένα της βρίθει ελιγμών, με δυο λόγια, για να καταλήξει στη γνώση της πραγματικότητας – και σαφώς, αυτή η γνώση παραμένει μια διαρκής αναστόχευση κι αναμόχλευση, ένα «ροντέο» στοχασμών ατέρμονων, ή και αλλιώς, μια πάλη με τα γόνιμα μηνύματα που κάθε εποχή φέρει και μένει στην ποίηση να αφουγκράζεται. Η επιθετική αισθαντικότητα που αναδύεται σ’ αυτές τις σελίδες συνδυάζεται με την οξυδέρκεια στην επιλογή των αφηγηματικών μέσων και τις συγγραφικές προθέσεις. Από κοινού καταλήγουν σε μια προσημείωση για το εγχείρημα που υποστηρίζει εξ αρχής στα βήματά της έως στιγμής. Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη πρόταση, η οποία αποτιμάται.
«[…] Γύρω μου πια μόνο του δάσους η φωνή/ Δώσ’ μου, καρδιά μου, αυτή την ηδονή […]» (σελ. 29).