ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ στον Οδυσσέα Ελύτη εφορμάται από τη γλώσσα του.
Ο ποιητής, μεταξύ των κορυφαίων της σύγχρονης ποιητικής εποχής, ο εκτός ορίων ιχνηλάτης της γλώσσας και της εικόνας της ανάμεσα στους στίχους, τιμήθηκε με το βαρυσήμαντο βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας, τότε, στις 18 Οκτωβρίου 1979.
Είναι μια επέτειος ετούτη, που αρκεί. Σημαντική είδηση αποτελεί, ωστόσο, η φωτεινή «σκιά» του Ελύτη που εξακολουθεί να δίνει τόνο και στοχεύσεις στ’ αναγκαία προτάγματα της ελληνικής ποίησης. Δεν είναι κατανοητή, ακόμη, η κατεύθυνση που όρισε ο ποιητής των «Ελεγείων της Οξώπετρας». Και δεν ευθύνεται για τις παλινδρομήσεις, τις ριχές αναδιφήσεις παλαιότερων μορφικών σχημάτων ή και τις ωραίες μα στείρες μιμήσεις ξενικών φωνών, όλα όσα παρατηρούνται και τείνουν να προσλάβουν αξιολογική σημασία στο τωρινό παρόν των ποιητών (και των κριτικογράφων όπου «εύκολα» συνδιαλέγονται).
Ο Ελύτης είναι ο παρονομαστής, η θεμελιώδης πέτρα του νεοελληνικού λόγου η οποία κυλάει, δεν στέκεται, οδεύει προς.
Είναι εκείνος που στα πρώτα λόγια του μετά την απονομή του βραβείου αναφέρθηκε στην τιμή που περιποιεί για την ελληνική ποίηση, το Νόμπελ, αποφεύγοντας να αναφερθεί εις εαυτόν.
(Ας αναλογιστεί κανείς τα λεγόμενα μεταξύ νεότερων, παλαιότερων και πρωτοεμφανιζόμενων στα ποιητικά πράγματα της τελευταίας εικοσαετίας, όπου οι πλείστοι διαγκωνίζονται για τα λογής βραβεία – θλιβερή η αντίστιξη).