Ο Νότος στον χώρο και στον χρόνο

Ποιητική και κριτική επισκόπηση από τον Κώστα Παπαγεωργίου, στην εφημ. Αυγή (20 Μαρτίου 2005)

Ρούβαλης, Βασίλης. (2004). Νότος. Αθήνα: Κέδρος

20/5/2004
Το γαλαζωπό φως της Μεσογείου και της αλήθειας

Του Κώστα Παπαγεωργίου

Ιστορία, μύθος και μυθοποιημένη ιστορία διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο σ’ αυτήν την ποιητική ενότητα – μάλλον σύνθεση – του Βασίλη Ρούβαλη˙ συνέχουν και συνάμα διαπερνούν και διαβρώνουν το παρόν του ποιητικού υποκειμένου. Ένα παρόν διαρκώς εκτεθειμένο στις άλλοτε νηφάλιες και άλλοτε ορμητικές, ανατρεπτικές επιδρομές της αυτομικής αλλά και της συλλογικής μνήμης , γεγονός που έχει ως συνέπεια τη διασάλευση των χρονικών και των χωρικών διαστάσεων και ορίων του. Σαν μία νησίδα ακατάπαυστα μετακινούμενη, μετεωριζόμενη μάλλον, ανάμεσα στεριάς και πελάγου, που τα στρώματά της είναι παλίμψηστες περίοδοι ενός έπους ναυαγισμένου κι ωστόσο πάντα ζωντανού για όποιον έχει αίσθηση της ιστορίας, αφού ακόμα μπορεί και αναπέμπει φωνές, θρύλους, μορφές και δυσερμήνευτες χειρονομίες.

Ο χρόνος, χωρίς να χάνει τις παροντικές διαστάσεις του, σαν μία ουσία ρευστή, ευμετάβολη και, προπαντός, ζωοποιός, αέναα ταξιδεύει προς τα περασμένα, επανακάμπτει εμπλουτισμένος από χυμούς, οσμές, χρώματα και εικόνες άλλων εποχών, λησμονημένων, οριοθετικών, παρ’ όλ’ αυτά, του εδώ και του τώρα. Ο χρόνος είναι ρευστός, αεικίνητος και υγρός όσο χρειάζεται για να επιτείνει την αίσθηση μιας νοσταλγίας όχι παθητικής, αλλά χειμαρρώδους και ενεργητικής, προκλητικής ενός λόγου επίσης χειμαρρώδους, αφυπνιστικού της μνήμης και της επιθυμίας του ποιητή να αναζητήσει τις απώτατες ρίζες των στοιχείων που τον συνέχουν και τον ορίζουν ως πολίτη του τόπου του αλλά και του κόσμου˙ που στοιχειοθετούν την πνευματική αλλά και τη σωματική του ταυτότητα.

Ο ύπνος είναι ένας χώρος, που στις αχανείς και αφρούρητες εκτάσεις του βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και κλίμα να αναπτυχθούν και να υποστασιοποιηθούν, να πάρουν σάρκα και οστά πρόσωπα της ιστορίας, του μύθου και του θρύλου. Η ενύπνια κατάσταση αποτελεί τη μήτρα, μέσα στην οποία επωάζονται, προστατευτικά, τα υλικά εκείνα που προορίζονται να ανατροφοδοτήσουν το παρόν, να το ανασύρουν από την ιστορική ανυπαρξία, να το ιριδίσουν με χρώματα μαγευτικά και να το κάνουν υποφερτό. Το κοιμισμένο σώμα είναι το πέρασμα˙ το σημείο όπου διασταυρώνονται σημεία και τέρατα, στιγμές ενός κατακερματισμένου, διαμελισμένου στο σύμπαν παρελθόντος, που, όμως, τα κομμάτια του διατηρούν την καυστικότητα της λάβας. Το παρελθόν μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, να είναι απόν˙ θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι ένα «τίποτε», αλλά ένα «τίποτε» φαινομενικό˙ στην πραγματικότητα είναι πάντα εδώ και, εν υπνώσει, καιροφυλακτεί, προσδοκά τη φωνή που θα το ανασύρει από την ανυπαρξία, ώστε να ξαναγίνει παρόν («Το τίποτε ειπωμένο αλλιώς μοιάζει με καταιγίδα / είναι τ’ αληθινό παρόν που τώρα τραγουδώ»).

Το παρελθόν μπορεί να γίνει, υπό προϋποθέσεις, φευγαλέο, γοητευτικό παρόν, έτσι καθώς ανασύρονται κομμάτια ζωής, υπολείμματα ναυαγίων, θυμητικά ερώτων, αιματηρά κατάλοιπα πράξεων ηρωικών, λόγια και ίσκιοι που εξακολουθούν να περιφέρονται στις ερημιές της μνήμης, με την προσδοκία ότι μπορεί κάποια στιγμή να ξαναϋπάρξουν. Εντοπισμένα όλ’ αυτά στους μύθους και την ιστορία ολόκληρης της Μεσογείου, που πνευματικός ομφαλός της είναι ο ελλαδικός χώρος και η γλώσσα η ελληνική. Και είναι αυτή η γλώσσα, με τους αλλόκοτους ρυθμούς και τα λησμονημένα, πλην όμως ενεργά κοιτάσματά της, που μπορεί να μη μιλιέται πια, ίχνη της όμως υπάρχουν, άλλοτε εύκολα και άλλοτε δύσκολα ανιχνεύσιμα, στην ομιλία αλλά και στις σιωπές του σήμερα˙ είναι αυτή η γλώσσα, μάλλον η ακατάλυτη μνήμη της, που οδηγεί εκ του ασφαλούς το ποιητικό υποκείμενο στα περασμένα, δημιουργώντας του στιγμιαίες εκλάμψεις, οράματα και φευγαλέες προσδοκίες αιωνιότητας.

Ο μύθος, η ιστορία και θρύλοι που επέζησαν στο υπέδαφος, στους βυθούς και στην επιφάνεια της Μεσογείου κινητοποιούν τον ποιητή, ο οποίος, «εν βρασμώ φωνής», περιφέρεται στα λιμάνια της, τους σιωπηλούς αυτούς μάρτυρες ταξιδιών, καταποντισμών, αποχωρήσεων, μετέωρων αποχαιρετισμών, αναμονών, ματαιωμένων υποσχέσεων και γενικά σημαντικών στιγμών μιας άλλης ζωής, αφανισμένης, που όμως η στάχτη της απλώνεται σαν λαλέουσα σιωπή πάνω στο σήμερα. Το σήμερα, από την άλλη μεριά, μπορεί να καλύπτει τα περασμένα σαν ένας υπέρογκος ίσκιος, ωστόσο δεν τα καταργεί, καθώς αυτά ακατάπαυστα καίγονται, αναδίδοντας τις αντιληπτές και μεθυστικές, για όσους γνωρίζουν ή έχουν την απαραίτητη διαίσθηση, φωνές και οσμές τους. Όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο ποιητής: που φαίνεται ότι και γνώση έχει και διαίσθηση˙ και σαν κορυφαίος ενός αόρατου χορού συνδιαλλέγεται με ό,τι πιστεύει ή διαισθάνεται ότι συνέχει την ουσία του ιστορικού του παρόντος˙ ό,τι τον δικαιώνει ως ιστορική οντότητα. Με συνέπεια να είναι η ποίησή του μία εν εξάρσει δευτεροπρόσωπη υμνητική αναφορά σε μιαν ιδέα (στο «γαλαζωπό φως της αλήθειας»), ζυμωμένη από ιστορία, ιστορίες, μύθους, θρύλους και από μυθοποιημένη ιστορία.