ΕΙΝΑΙ Ο ΤΟΠΟΣ με τις δύο ισοδύναμες ονοματοδοσίες. Με τα δίπολα ανά εποχή: μεταξύ εξουσίας και μη εξουσίας, πάθους και αποστροφής, ενότητας και διχασμού. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη «ακούγεται» κάθε φορά που οι ευρωπαϊκοί άνεμοι του πολέμου φθάνουν ίσαμε τα ανατολικά όριά τους. Αναλόγως, «σιγεί» σε κάθε νέα έλευση εθνοτήτων, γλωσσικών ταυτοτήτων, ιδιοσυγκρασιών. Ο λόγος για όλ’ αυτά, απλούστατος: είναι σταυροδρόμι πολυσύχναστο από αιώνες, είναι γεωγραφικός χώρος καταραμένος αλλά κι ερωτεύσιμος, όπως λέν’ εκεί χαμογελώντας οι άνθρωποι.
Ο φλογερός Σερβοβόσνιος συγγραφέας Πέταρ Κότσιτς (Петар Кочић, Petar Kočić) δίνει την αφορμή, μέσω από τις σελίδες του έργου του, για μιαν αληθινή γνωριμία με την πατρίδα του. Είναι εθνικό σύμβολο, σημαίνουσα προσωπικότητα στην αναγκαία διευθέτηση ενός επιδείξιμου πνευματικού προφίλ ανάμεσα στους Κροάτες και στους Μουσουλμάνους της περιοχής. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη που εκείνος γνώρισε, στις αρχές του εικοστού αιώνα, δεν διαφέρει από τη σημερινή. Τότε ήταν η καθετοποιημένη επιβολή των Αψβούργων αλλά και οι σκληρές μνήμες από την πρότερη τουρκική κυριαρχία. Ο ορίζοντας, ωστόσο, παραμένει ίδιος στην ενατένιση. Στην «καρδιά» των Βαλκανίων, ο τόπος αυτός διεκδικεί μια μοναδικότητα: είναι ευλογημένος, με τη φύση και τη γεωμορφία του σε συνεχείς εναλλαγές, αλλ’ ωστόσο με τη χειρότερη γεωγραφική θέση, ανάμεσα σε σύνορα και συμφέροντα αυτοκρατοριών (αυστροουγγρική και οθωμανική) ή σύγχρονων δυνάμεων της Δύσης (Αμερικάνους και Γερμανούς πρωτίστως).
Η διαδρομή στον ανατολικό τομέα της χώρας είναι συγκλονιστική. Δεν αφήνει αδιάφορο κανέναν, ακόμη και τον πιο απαθή. Το βέβαιον είναι ότι κινούμενος παντού, κανένας δεν οσφρίζεται την αίσθηση ενός πολέμου σε σιωπηλή ανακωχή κι όχι ολοκληρωμένου. Όλοι είναι νικητές και παραμένουν ηττημένοι στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη – καθόλου τυχαία.
Στα πρόσωπα των ανθρώπων, τριγυρίζοντας στα χωριά και τις μικρές διάσπαρτες κωμοπόλεις του σερβικού τομέα, γίνεται εμφανής, ως λεπτομέρεια παρατήρησης, η αίσθηση της ανασφάλειας. Διάσπαρτα χωριά ή σπίτια μοναχικά στην ύπαιθρο φαίνονται όμορφα από μακριά, αλλά πλησιάζοντας το βλέμμα τρομάζει… Κείτονται όρθια, στητά, καμένα με μαυρισμένους τοίχους εσωτερικά, δίχως πορτοπαράθυρα. Κανένας δεν τα επισκευάζει γιατί κανείς δεν έχει χρήματα, ή, το ειδεχθές, σε κανέναν πια δεν ανήκουν…
Οι επονομαζόμενοι θύλακες, δηλαδή μικρές –λίγων δεκάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων– περιοχές με συγκεκριμένους εθνοτικούς και θρησκευτικούς πληθυσμούς «εγκιβωτισμένες» σε άλλες μεγαλύτερες, μοιάζουν με βασανιστικό λαβύρινθο: τα μπλόκα είναι πολλά σε μια εύλογη διαδρομή, χρειάζεται διαρκώς η επίδειξη διαβατηρίων και το πιο τραγικά αστείο είναι ότι κάποιος πρέπει να κουβαλάει (κυριολεκτικά, όμως) στις τσέπες του βοσνιακά μάρκα, ευρώ, κροατικές κούνες και σερβικά δηνάρια, όπου αναλόγως, μέσα στη διάρκεια της ημέρας, θα χρησιμοποιεί στις συναλλαγές του. Είναι κι αυτό μια απίστευτη τρέλα, για όλους εμάς τους «καλομαθημένους από το ευρώ» Ευρωπαίους, ενώ οι ντόπιοι μάλλον έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα και στην πράξη.
Τίποτε πάντως δεν λειτουργεί σ’ αυτό το κράτος-προτεκτοράτο των Βρυξελλών, παρά μόνον η ταχύτητα της αδράνειας – αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί «ειρήνη» μεταξύ των Βόσνιων. Η δε σκιά της Σρεμπρένιτσα παραμένει έντονη. Κανένας δεν θέλει να παραδεχθεί ή να ταυτιστεί με αυτό το συμβάν. Στα καφενεία μνημονεύουν ως λαϊκούς ήρωες και υπερπατριώτες τον στρατηγό Μλάντιτς αλλά και τις «Τίγρεις του Αρκάν», έστω κι αν επισήμως απαγορεύεται η όποια αναφορά στα ονόματά τους. Και μολονότι όλοι γνωρίζουν πως στους Σερβοβόσνιους έχει αποδοθεί συντριπτικά το συνολικό όνειδος, το «στίγμα» του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου.
Πρωτεύουσα όλων, τώρα πια, το Σεράγεβο. Κάθε εθνότητα έχει τη σχετική αυτονομία της, με πρωθυπουργό και Κοινοβούλιο. Κι όλοι από κοινού έχουν λόγο στην κεντρική κυβέρνηση. Δύσκολες οι αποφάσεις, δύσκολη η διαπραγμάτευση για το οτιδήποτε, ακόμη και το απλούστερο της κοινής θεσμικής πραγματικότητας. Οι Σερβοβόσνιοι σνομπάρουν αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης, ακόμη κι αν τους έχει επιβληθεί από τις συμφωνίες του Ντέιτον…
Στην Μπάνια Λούκα, την ήσυχη πρωτεύουσα της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας χτίζεται ένα παζλ. Εδώ κινούνται οι κοστουμαρισμένοι πολιτικοί (με έκφραση σκληροτράχηλου μαχητή, όλοι τους βετεράνοι της προπερασμένης δεκαετίας), οι προσεκτικοί μαφιόζοι με το ανυπόκριτο βλοσυρό βλέμμα τους, οι διάφοροι αλλοεθνείς πράκτορες. Βεβαίως, στην πόλη διαμένουν κατά κύριο λόγο οι μεσοαστοί Σερβοβόσνιοι που αποφεύγουν τη μεμψιμοιρία και προσδοκούν ένα άλλο μέλλον γι’ αυτούς. Αυτά εξηγούν την ύπαρξη πολυκαταστημάτων, των λεγόμενων «μολ» που μόνον πολυσύχναστα δεν είναι λόγων των τιμών αλλά εξυπηρετούν τον ντόπιο αμφιλεγόμενο νεοπλουτισμό. Όπως και οι ιταλικού τύπου καφετέριες με τις καλλίγραμμες νεαρές σερβιτόρες. Όπως και τα πεζοδρόμια με ποδηλατόδρομους και ράμπες για τους ανάπηρους πολέμου. Όπως και τα καλοσυντηρημένα πάρκα, οι καλαίσθητες πλατείες, τα βαμμένα μεσαιωνικά κτήρια – μια «καθαρή» εντύπωση μεσευρωπαϊκής πόλης.
Ωστόσο, οι νεότερες γενιές προσπαθούν να στήσουν εκ νέου την πραγματικότητά τους. Είναι η μόνη ελπίδα τους, γνωρίζοντας ότι όπου κι αν πάνε, στη Δύση, θα φέρουν το «στίγμα» του ανεπιθύμητου Σερβοβόσνιου (ή αλλιώς, εξιλαστήριου θύματος της μιντιακής προπαγάνδας στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες). Σπουδάζουν όμως στο πανεπιστήμιο, λοξοκοιτάζουν προς την Ευρώπη ή έστω προς το Βελιγράδι. Μιλούν αγγλικά κυρίως, σε μια διάθεση εξαμερικανισμού (γνώριμο φαινόμενο στις πλείστες ανατολικές χώρες) αλλά και ταύτισης μ’ ένα μοντέλο ζωής που μοιάζει σύγχρονο και επομένως θελκτικό. Καθόλου τυχαία, στα μπαρ ή στα εστιατόρια ακούγεται μόνον εγγλέζικη ποπ μουσική είτε η συρριστική «μουσική για ασανσέρ».
Αντιθέτως, οι χωρικοί, οι εργάτες και οι υπάλληλοι είναι ταπεινότεροι στις προσδοκίες τους: προτιμούν την τοπική τους παράδοση, προσπαθούν να επανασυνδεθούν με το απώτερο γιουγκοσλαβικό παρελθόν, αυτό δηλαδή που τους εξασφάλιζε τη συνέχιση των όποιων συνηθειών τους. Άραγε, να ειπωθεί δύναμη της συνήθειας; Επιβιώνουν μέσα σ’ ένα κράμα ταπεινωμένου εθνικισμού και αυτοπεριορισμένης κοινωνικής ταυτότητας. Μια βόλτα σε πανηγύρια ή σε θρησκευτικές τελετές όπως βαφτίσια ή γάμους πείθει για του λόγου το αληθές: λάβαρα με κοντάρια στα αυτοκίνητα, διασκευές σε δημοτικά τραγούδια που ακούγονται παραχαραγμένα με ντισκοειδείς ρυθμούς του ’90, έθιμα-θεάματα όπως ιδιότυπες ταυρομαχίες μεσαιωνικής προέλευσης. Οι διαφορές μεταξύ επαρχίας και αστισμού στον σερβικό τομέα είναι έντονες…
Το βλέμμα των νεαρών παιδιών διαφέρει από τους μεγαλύτερους σε ηλικία καθώς δεν γνωρίζουν καλά τα γεγονότα της εικοσαετίας. Αντίθετα, οι τριαντάρηδες και οι σαραντάρηδες παραμένουν συγκρατημένοι, μάλλον παραδομένοι στον αρνητισμό που κληρονόμησαν από τον Κάρατζιτς και τον Ιζετμπέκοβιτς. Αυτό το αφούγκρασμα στον ψυχισμό των ανθρώπων, στην καθημερινή επαφή μαζί τους, είναι αξεπέραστο ως αίσθηση.
Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από νέους σε ηλικία πολεμιστές, για τους οποίος γίνονται μνημόσυνα συχνά, με διάφορες αφορμές. Οι ορθόδοξοι παπάδες τρέχουν από χωριό σε χωριό ξεσκολίζοντας τον σοβινισμό των κατοίκων, συνήθως των αδαών. Τους ξένους τούς κοιτάζουν με ανάμεικτη διάθεση: ωφέλιμοι ή εχθρικοί;… Οι Έλληνες είναι αυτόχρημα καλοδεχούμενοι. Η ανάμνηση από την Ελληνική Εθελοντική Φρουρά στη Βλασένιτσα και αλλού, στα πεδία των μαχών, παραμένει ζωντανή. Όπως και η συνολική στήριξη των ελληνικών κυβερνήσεων από το 1992 έως το 1995… Η δε όποια αναφορά σε Κροάτες ή Μουσουλμάνους πάντοτε διεγείρει τους μύες τους γύρω από τα μάτια.
Σ’ αυτό το συνονθύλευμα δεδομένων, οι τέχνες κατέχουν μια ενδιαφέρουσα θέση… Το Εθνικό Θέατρο των Σερβοβόσνιων είναι ένα υπέροχο αρχιτεκτονικό δείγμα αρ-ντεκώ, ενώ οι παραστάσεις που ανεβάζονται διαθέτουν φινέτσα και υποδηλώνουν παλαιότερες καλλιτεχνικές υποδομές επί Γιουγκοσλαβίας. Μεγάλη σημασία δίδεται στην παρουσία των συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, οι οποίοι δηλώνουν το παρών στην κοινωνική και πνευματική ζωή των Σερβοβόσνιων. Παρονομαστής όλων, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ο Πέταρ Κότσιτς: το έργο του είναι ανθεκτικό στον χρόνο, επηρεάζει έως σήμερα την αντίληψη περί ανθρώπου, ατόμου και πατρίδας, φύσης και κοινωνίας. (Στα ελληνικά παραμένει, όμως, σχεδόν άγνωστος). Είναι αυτός που μίλησε για ελεύθερη Βοσνία, που ενεργοποιήθηκε πολιτικά στις αρχές του αιώνα, που επηρέασε τη διαμορφούμενη κατάσταση λίγο πριν και λίγο μετά τη γνωστή αφορμή-δολοφονία στο Σεράγεβο (που άναψε το ευρωπαϊκό φυτίλι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου).
Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη μοιάζει με νησίδα απόθεσης μίσους για τους λαούς στα περίχωρά της. Είναι ελκυστικός τόπος, όμως. Εάν το βλέμμα αποστασιοποιηθεί από τη μελανή πραγματικότητα του Εμφυλίου, θα διακρίνει τις υπέροχες οροσειρές, τις κοιλάδες και τα φαράγγια, τους ποταμούς και την πλούσια, μα τόσο πλούσια βλάστηση. Ίσως έρθει η ώρα που θα ανατραπούν όλοι οι αρνητισμοί και θα επιβληθεί η ουσία της ομορφιάς.
Ουσιαστικά, μόνον οι κάτοικοί της, όσοι έχουν απομείνει, την υπερασπίζονται. Για πόσο ακόμη;… Είναι ορεινή, γεμάτη «ερείπια πόνου», κατορθώματα και μάχες. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η πατρίδα του «γεννήθηκε σε λάθος εποχή…». Κι έχει δίκιο. Το σημερινό κράτος που φέρει αυτό το όνομα είναι ψευδές, γραφειοκρατικό κατασκεύασμα, έχει αποτύχει. Οι λαοί που το συναπαρτίζουν δεν μπορούν να ζουν μαζί, μπορούν όμως να ζουν δίπλα δίπλα, λένε οι πολιτικοί σήμερα. Και έχουν δίκιο.