Το εργαστήριο του συγγραφέα δεν θα μπορούσε παρά ν’ αποτελεί ορμητήριο όσο και πολύτιμο καταφύγιό του στη διάρκεια της ημέρας. Ο χώρος προσδιορίζει τη διάθεση και αρκετές φορές τη διαθεσιμότητα έναντι της έμπνευσης, της μελέτης, της γραφής. Ενώ, από την άλλη διάσταση, ο χρόνος εξελίσσεται ανεξέλεγκτα, δίχως οικονομία ή υπολογισμούς, ρέει και ρέει και ρέει… Πρόκειται για τη στιγμή της αέναης συγγραφικής δημιουργίας.
Με αυτές τις αρχικές, κάπως αμήχανες σκέψεις επιδιώκω μια κάποια εξήγηση για την παρουσίαση της προσωπικής «φωλιάς», του κρυφίου τόπου, του μη ορατού από τα όποια βλέμματα… Δεδομένη θεωρώ την ατμόσφαιρα κατάνυξης –όχι με τη θρησκευτική υπονόηση– που είναι απαραίτητο να υφίσταται για κάθε εργαζόμενο, προσηλωμένο στο καλλιτεχνικό έργο του, και με μοναδικό εργαλείο τον νου του. Εκεί, στην κρυψώνα της έμπνευσης, τα νοήματα αλλάζουν, τα ανείπωτα εξωτερικεύονται. Η αίσθηση του «μικρού-μεγάλου» εσωτερικού περιβάλλοντος «χωράει» τα πάντα, εξωτερικεύεται αντικριστά στους τέσσερις τοίχους κι ανάμεσα σε βιβλία, τετράδια, χαρτιά, ξεχασμένα σημειώματα, κι άλλα διάφορα, άπειρα μικροπράγματα που το μάτι αλλοιθωρίζει, δεν παρατηρεί, αποφεύγει μάλλον.
Περνώντας πολλές ώρες στο γραφείο, η συγκυρία της «εισβολής» των δύο θυγατέρων μου, αναπόφευκτη και αναντίρρητη σαφώς, γίνεται βοήθημα ισορροπίας με την άλλη πραγματικότητα, αυτήν της καθημερινότητας, των απτών αναγκαιοτήτων που γεννάει η γήινη υπόσταση των πραγμάτων. Τότε, κάθε φορά, υπεισέρχεται ένας αναστοχασμός: η ζωή μου εκτός από τη συγγραφική περιέχει πολλές αλήθειες, αντιστικτικά εμφανιζόμενες απέναντι σε δομημένες απαιτήσεις του νου όσο και σε γοητευτικές ψευδαισθήσεις της συγγραφικής εμμονής, όπως όλων ημών των «γραφιάδων».
Αναπτύσσοντας αυτό το τελευταίο, ο χώρος του γραφείου αποδεικνύεται το πιο ενεργό σημείο του εαυτού μου, το οποίο κρατάει αποστάσεις από τη γύρω πραγματικότητα κι αποφεύγει τη διατάραξη της γόνιμης μοναχικότητάς μου. Είναι, αλλιώς, μια πρόσβαση άβατη σ’ οτιδήποτε πιθανώς «ενοχλήσει» τη σύμβαση του Εγώ με τα κατακερματισμένα κομμάτια του (αυτά τα οποία, δηλαδή, ανασυντίθενται μερικές φορές αποφέροντας κάποιο έργο λογοτεχνικών αξιώσεων).
Παρένθετα, ας πω ότι το μεγάλο παράθυρο βλέπει προς τα βορειοδυτικά. Απ’ εκεί έρχονται οι αέρηδες και οι συννεφιές, τα βαπόρια και η κοκκινωπή νηνεμία του δειλινού. Δεν είναι παρά εικόνες του εξωτερικού περιβάλλοντος που εισβάλλουν καθημερινά, στέκονται στο βλέμμα, αν μη τι άλλο ανακουφίζουν την ανάσα πάνω από το πληκτρολόγιο. Ορατότητες χρήσιμες. Όπως και οι μουσικές. Από προκλασική έως Νικ Κέιβ. Και γεύσεις, μεταξύ καφεΐνης και σοκολάτας. Τελεία.
Στο γραφείο που περνώ λοιπόν πολλές ώρες, οι αλήθειες χωρούν μαζί με τα ψέματα της γραφής μου˙ εδώ αναπτύσσονται κάποιες ιδέες, αφορμήσεις από αναγνώσματα, στιγμιαίες δομικές καταγραφές. Πού αλλού θα μπορούσαν –εκτός ίσως κάποιου ήσυχου, μοναχικού καφέ στο νησί;– οι μικρές προσδοκίες και όλα εκείνα τ’ άλεκτα και τ’ ασχημάτιστα προπλάσματα του νου να μεταπλασθούν; Πώς να επεξηγηθεί το «τίναγμα» του κάματου ανάμεσα στις λέξεις, μέσα από τη φαντασία και τη μακρόχρονη σπουδή στην ανάγνωση, διαμέσου της εμπεριστατωμένης κατανόησης του κόσμου σε απόλυτη σιγή;
Αυτά όλα τα ερωτήματα συμπεριέχονται στην έννοια του συγγραφικού εργαστηρίου. Και πάντως, τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία σ’ αυτόν τον μικρό χώρο πέρα από τη διαχειρίσιμη ενορχήστρωση του χάους που είναι ο δημιουργός και τα γεννήματά του…