Η ζωή και το έργο του Κροάτη ποιητή Ιβάν Γκόραν Κόβατσιτς (Ivan Goran Kovačić) αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη λογοτεχνική και πατριωτική ταυτότητα της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Επίσης, στοιχειοθέτησε την “αναγκαία” συνθήκη ώστε να του αποδοθεί η ταυτότητα του εθνικού ποιητή στο νεότευκτο κροατικό κράτος. Η αφορμή της προσωπικής συμμετοχής στο φεστιβάλ Goranovo Proljece (Ανοιξη του Γκόραν) που οργανώνεται ετησίως προς τιμήν του, έδωσε την ευκαιρία της αναζήτησης σε διαδικτυακά αρχεία γύρω από τη λογοτεχνική περσόνα του αλλά και την παρόρμηση να προσχωρήσει στους παρτιζάνους για να πολεμήσει ενάντια στους ναζιστές-φασίστες. Το δε εκτενές ποίημά του, αντιπολεμικό μα και προφητικό για τον ίδιο, με τίτλο Jama, αποτελεί τραγική κορύφωση της σύντομης ζωής του (1913-1943).
Με ετούτα τα δεδομένα γίνεται φανερός ένας μικρός συσχετισμός με τη «διαδρομή» του Γιώργου Σαραντάρη σε παρόμοιο, γειτνιάζον χωροχρονικό πλαίσιο. Η προκείμενη έμπνευση ποιητικού σχεδιάσματος, με τη μορφή ποιητικής πρόζας, είναι ανιχνευτική. Προσδοκά κυρίως τη δημιουργία προϋπόθεσης «συνομιλίας» με την ποιητική του Γκόραν και εν μέρει διευρύνει την επιδιωκόμενη σχέση με τη σλαβόφωνη ποίηση που mutatis mutandis παραμένει περιορισμένη.
Σύντομη ελεγεία στον Ιβάν Γκόραν Κόβατσιτς
Έμαθα για τον ηρωικό θάνατό σου, για τη στιγμή που βάφτισες «αιωνιότητα», για το αίμα στα δάχτυλα και το μέλι στα χείλη, για τη βόλτα στην κοιλάδα ανάμεσα στις ροδακινιές σαν κότσυφας, για την αγκαλιά του Θεού που δεν μαγεύτηκες, για τη μοίρα των βουνών προτού λιώσει το χιόνι, για το καλωσόρισμα σε αθώους και θυμωμένους, για τη φοβισμένη λήθη, για τις σφαίρες στο βλέμμα, για το μελάνι στη σιωπή, για τους κρυφούς, άθικτους τοίχους, για την ορχήστρα των θλιμμένων, για τ’ αστέρια-ερωτηματικά και την πέτρα-προσκέφαλο όλες τις νύχτες, για το κελί που αρνήθηκες –Ko narod silna, ko sunce visoka–, για τη γλυκιά ελευθερία που τραγουδούσες, για τον τελευταίο Ιούλιο, εσύ το έμβρυο ετούτου του κόσμου, για το ποιος είσαι δίχως το όπλο δίχως τις λέξεις σου.
Kratka elegija za Ivana Gorana Kovačića
Doznah za tvoju herojsku smrt, za tren koji okrsti „vječnošću“, za krv među prstima i med na usnama, čuh o prolasku dolinom, između stabala bresaka, poput kosa, o Božjem zagrljaju koji te ne opčara, o sudbi gora prije no što snijeg okopni od pokliča, o dobrodošlici nevinima i gnjevnima, o uplašenome zaboravu, o mecima u pogledu, o crnilu u tišini, o skrivenim netaknutim zidovima, o orkestru ožalošćenih, o zvijezdama-upitnicima i kamenom uzglavlju svake noći, o tamnici koju odbi –Ko narod silna, ko sunce visoka–, o slatkoj Slobodi koju opjeva, o posljednjem srpnju, Ti zametče ovoga svijeta, i o tome tko si Ti bez oružja bez svojih riječi.
[tr.: Irene Gavranovic Luksic]