Συνέντευξη στο ιστολόγιο Surrealists Salonique

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο της ομάδας Surrealists Salonique (Οκτώβριος 2018)

Η συνέντευξη δόθηκε ως απόρροια εκτίμησης στη λογοτεχνική ομάδα που δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη, αρχικά ως Υπερρεαλιστική Ομάδα και πλέον ως Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης. Η θερμή συζήτηση όπως διαμορφώθηκε, και δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιο της ομάδας, οφείλεται στους Νατάσα Χασάκιοϊλη και Αντώνη Χαριστό.

Λογοτεχνία και ποίηση. Δύο πεδία το περιεχόμενο των οποίων γνωρίζετε πολύ καλά. Πιστεύετε πως εξακολουθούν και νοηματοδοτούν τον άνθρωπο και την αναγκαιότητα έκφρασής του στις σημερινές συνθήκες κοινωνικής λειτουργίας ή απλά αναπαράγονται ως προεκτάσεις άλλων εποχών;

Κάθε είδος λογοτεχνικής γραφής, ποίηση είτε θέατρο είτε πεζό, αποτυπώνει και διυλίζει τα «ρήγματα» της ανθρώπινης κατάστασης μέσα στον χρόνο. Διαφορετικά, δεν θα ήταν λογοτεχνία αλλά δημοσιογραφία, με την έννοια της καταγραφής ή του σχολιασμού των στιγμών. Η σκέψη και η δημιουργία εξελίσσονται, αναδεύονται ας πω καλύτερα, στην εποχή τους. Δεν είναι προεκτάσεις του παρελθόντος αλλά επόμενα βήματά του…


Δύνασθε να αντιληφθείτε τη σημασία των λέξεων «συγγραφέας» και «ποιητής» ως κοινωνικούς ρόλους, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, οι οποίοι λειτουργούν παρεμβατικά στην αναπαραγωγή της εκάστοτε ιδεολογίας (σε κοινωνικό επίπεδο) ή έχουν αποκτήσει ανεξάρτητο χαρακτήρα και είναι σε θέση να ακολουθήσουν έως και ανατρεπτική προοπτική;

Η ίδια η ερώτηση είναι θέμα ολόκληρης διδακτορικής διατριβής… Ο ρόλος του συγγραφέα (δηλαδή, ποιητή ή πεζογράφου ή δοκιμιογράφου και κριτικού) είναι παρεμβατικός. Δεν είναι σαφής ο παραλληλισμός του όμως με την τρέχουσα συνθήκη, την εκάστοτε. Τι εννοώ: παρεμβαίνοντας ή όχι, ο συγγραφέας είναι παρών και δίνει ένα στίγμα, ανεξάρτητα από τη συγχρονία του ή μη, απέναντι στα ιδεολογικά, πολιτικά και άλλα γενόμενα. Όταν όμως αναπαράγει την εκάστοτε ιδεολογία, φαίνεται ότι διολισθαίνει… Συνειρμικά θα αναφέρω τον Αντρέ Μπρετόν και τον Έζρα Πάουντ, ή ακόμη και τον Πάουλ Τσέλαν, που κανένας τους δεν ήξερε εάν ενίσχυε κάποια προοπτική ο δικός τους πρόσκαιρος ρόλος στην ιδεολογία του χωροχρόνου τους. Κάποτε, σε περιπτώσεις σαν του Σεφέρη, ο καταναγκασμός της παρέμβασης –όπως στην περίπτωση της γνωστής «δήλωσης» κατά τη χούντας–  φαίνεται μειωτική, μη λειτουργική.


Πιστεύετε πως τα ρεύματα σκέψης, στη λογοτεχνία και την ποίηση, έχουν αξία στις σημερινές συνθήκες ή βρισκόμαστε ενώπιον ενός αδιεξόδου στην αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης;

Είναι διανοητική κοινοτοπία η πεποίθηση ότι οι εκάστοτε συνθήκες είναι χειρότερες και καθόλου «ιάσιμες» σε σύγκριση με τις προηγούμενες… Η συγγραφική εργασία πατάει πάνω στις «ράγες» της πραγματικότητας, και αναλόγως (των διαρκώς διαμορφούμενων στοχαστικών ρευμάτων) βρίσκει τρόπους έκφρασης. Οι σημερινές συνθήκες είναι ξεκάθαρες: νέες διαδρομές του καπιταλισμού, εύλογη αναταραχή στο αστικό «αφήγημα» και την κοινωνική διαστρωμάτωση, ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση του συστήματος στην πλανητική διακυβέρνηση, οικονομοτεχνική παρέμβαση στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Με αυτά τα δεδομένα, η λογοτεχνία οφείλει να αναδιευθετήσει την παρουσία της… Δεν γίνεται να πραγματεύεται την υπαρξιακή οντότητα, σε ατομικό και συλλογικό πλαίσιο, με ποιηματάκια για το «ερωτευμένο εγώ», τη συγκίνηση της «μαραμένης γαζίας στ’ ανεμοβρόχι» ή ακόμη και το «λάδωμα του στίλβοντος ποδηλάτου»… Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Υπάρχουν αναζητήσεις και προτροπές, από όποιους οξυδερκείς, γνώστες και τολμηρούς.


Τα θεωρητικά εργαλεία του παρελθόντος, όπως αναπτύχθηκαν στα τέλη του 19ου και αρχές 20ού αιώνα και εξέφρασαν συγκεκριμένες ομάδες έκφρασης λόγου, δύναται να αποτελέσουν αφετηρία για νέους πειραματισμούς στην λογοτεχνία, την ποίηση και συνολικά στις τέχνες;

Είναι στοίχημα ετούτο. Με παραμέτρους. Δηλαδή, πιστεύω ότι η θεωρία της λογοτεχνίας δείχνει σαφώς τα μελλούμενα της κάθε γενιάς. Και ότι κάθε γενιά στρέφεται, κι οφείλει να στρέφεται, στους προηγούμενους δημιουργούς που κρατούσαν τη σκυτάλη και είχαν επίσης στραφεί στους δικούς τους προηγούμενους, και λοιπά. Οι δε πειραματισμοί έχουν ενδιαφέρον ως πειραματισμοί. Δεν γίνεται να αποτελέσουν νέα πρόταση, να αποτελέσουν, ας πω, ένα «ένδυμα» του διαφορετικού χθες στο διαφορετικό σήμερα! Για παράδειγμα, δεν γίνεται να διαχειριστούμε τον ντανταϊσμό ως εμπράγματο εργαλείο του παρόντος στη λογοτεχνία. Είχε άλλες κατευθύνσεις, ως κίνημα αναπτυγμένο σε αλλότριες χωροχρονικές συντεταγμένες. Στο τωρινό παρόν, το νταντά μπορεί να μας δώσει μερικούς «σπινθήρες» έμπνευσης, να συναποτελέσει, μαζί με άλλα, ένα γρανάζι στον δημιουργικό μηχανισμό.


Φόρμα, έμμετρη ή πεζή ποίηση, ομοιοκαταληξία, ισοσύλλαβοι στίχοι, στροφές κτλ μήπως καταργούν την ελευθερία της έκφρασης, όπως πηγαία και αυθεντική αποκαλύπτεται στη σκέψη των ανθρώπων;

Όπως κάθε τι άλλο στη φύση, στη δημιουργία και επομένως στις Τέχνες, υπάρχει νομοτέλεια. Κανόνες, όρια και προεκτάσεις τους. Η αυθεντικότητα της έμπνευσης συνδυάζεται με την ισονομία της έκφρασης. Το δίπολο αυτό δημιουργεί το πηγαίο αποτέλεσμα. Η αυτόματη γραφή, ως τρόπος, λειτούργησε σε συγκεκριμένο πλαίσιο, και μόνον. Είναι μία από τις δοκιμές γραφής που απέφερε καρπούς έως ένα σημείο. Γι’ αυτό υπήρξε συνέχεια αλλά και γι’ αυτό μελετάται σήμερα ως μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική συνθήκη.


Δύο εκ των μεταφραστικών σας εγχειρημάτων, «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου…» και «Κανείς ποτέ δεν το ’μαθε, κανείς δεν θα το μάθει» πραγματεύονται ζητήματα της ποίησης του Διονυσίου Σολωμού. Ποια βαθύτερη ανάγκη σας ώθησε στην ενασχόληση με τον εθνικό ποιητή και τι προσδοκάτε από αυτή;

Δεν με απασχολεί ο Σολωμός ως περίπτωση εθνικού ποιητή. Είναι ο δημιουργός που δίνει σταθερά τον «τόνο» στη δημιουργική εξέλιξη της νεοελληνικής γραμματείας. Είναι ευφάνταστος και πολλαπλά προσεγγίσιμος. Γι’ αυτό και θέλησα να κάνω το τόλμημα να τον μεταφράσω εκ νέου, να φέρω στα ελληνικά το ιταλικό corpus της γραφής του, μέσα από το δικό μου ποιητικό πρίσμα. Και θα σημειώσω ότι γενικότερα η μετάφραση είναι μια νέα λογοτεχνική δημιουργία που κάποιος προτείνει συνειδητά και με ειδικό βάρος στο εγχείρημά του. Στην περίπτωση του Σολωμού, όλα αυτά πολλαπλασιάζονται… Στόχος-πρόκληση είναι να προτείνω μία μεταφρασμένη εκδοχή του, ετοιμάζοντας επόμενες εκδόσεις, κατ’ αρχάς με τα ιταλικά της λεγόμενης «κερκυραϊκής περιόδου».


Οι συγγραφικοί χαρακτήρες στη σκέψη σας αποτελούν μορφοποιήσεις βιωματικών καταστάσεων ή σενάρια απωθημένων πεπραγμένων;

Όλα αυτά συναπαρτίζουν ένα μέρος της δημιουργίας. Μα δεν αρκούν. Ο συγγραφέας οφείλει να «φεύγει» από το εγώ του και να εισέρχεται, κυρίως, σε όλα τα άλλα… Εάν και εφόσον βεβαίως επιδιώκει να διατυπώσει τις διαφορετικές πραγματικότητες, αυτό που στη φιλοσοφία αποκαλείται «ανθρώπινη τραγωδία».


Ποια η σημασία και η δυναμική του αυθόρμητου και του τυχαίου στην λογοτεχνική σας οπτική;

Η λογοτεχνία είναι μια μορφή ατελούς συνείδησης, πιστεύω, για να συμφωνήσω με τον ποιητή και δοκιμιογράφο Βύρωνα Λεοντάρη. Οι τυχαιότητες δεν συμβαίνουν αλλά υφίστανται. Με άλλα λόγια, τα πάντα στην ανθρώπινη συνείδηση προϋπάρχουν. Αρκεί κάποιος να τα αναζητάει. Και η αυθορμησία είναι όντως μια δυναμική αυτής της αναζήτησης. Με αυτές τις σκέψεις, η οπτική μου διαμορφώνεται αναλόγως στην ποίηση και στα διηγήματά μου…


Σε μια εποχή ολικής εμπορευματοποίησης της σκέψης και της έκφρασης, υπάρχουν πεδία ελευθερίας στα οποία δύναται να υπαχθεί η ποίηση;

Ναι. Η εμπορευματοποίηση είναι σαρωτική αλλ’ όχι ολοκληρωτική. Βλέπουμε εκατοντάδες ποιητικές συλλογές από εκδότες που βάζουν «ταρίφα» (όχι στη δημιουργικότητα αλλά στη ματαιοδοξία των εκδιδόμενων συγγραφέων), αλλά, από την άλλη, σημαντικά ποιητικά βιβλία που πωλούνται στα περίπτερα-παλαιοπωλεία στο κέντρο της Αθήνας με τιμή μόλις ένα ευρώ.


Υπήρξαν στιγμές στην ιστορία κατά την οποία συγγραφείς βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή διαμαρτυρίας για ζητήματα που άπτονταν της δικαιοσύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί τέτοιου είδους εποχές; 

Οι εποχές μοιάζουν, επανέρχονται. Το θέμα είναι τι ζητούν από αυτούς οι άνθρωποι της εξουσίας και βεβαίως οι κοινωνίες… Υπάρχει απάντηση; Μόνον υποθέσεις ή προσδοκίες μπορείς κάποιος να κάνει.


Πολιτική και λογοτεχνία. Έχει υπονομευτεί ριζικά η σχέση των δύο ή βρισκόμαστε σε προστάδιο νέων αναζητήσεων;

Πάντοτε υπονομευτική είναι… Ας θυμηθούμε τους Εγκυκλοπαιδιστές, τον Ρουσό και τον Ντιντερό κι όλους εκείνους τους συγγραφείς-διανοουμένους τότε απέναντι στην άτεγκτη πολιτική πραγματικότητα της Γαλλίας.


Πώς θα περιγράφατε το κόκκινο χρώμα σ’ έναν τυφλό;

Είναι το σημάδι του χρόνου που ακούγεται σαν σήμαντρο. Αυτό που κάνει ν’ ανατριχιάζει ο νους και να σείεται η θέληση για το φως που θα υπάρξει πάλι…


Τελικά, η λογοτεχνία δύναται να μεταβάλει και να αφυπνίσει συνειδήσεις;

Βεβαίως. Αλλιώς δεν θα είχε κανένα νόημα ύπαρξης. Ίσως την «καταπιεί» η τεχνολογική αφλογιστία ή η διαφυγή από τον πλανήτη Γη. Ίσως όμως ανακτήσει τον ρόλο της στη συμπόρευση της συνείδησης και της ιστορίας, των αντιστάσεων και των εκρήξεων, του είναι και του φαίνεσθαι σ’ αυτόν τον κόσμο των ανθρώπων που σκέφτονται, κρίνουν, ονειρεύονται και γράφουν με τις λέξεις τους…