Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;
Το παιδί που ήμουν παραμένει παιδί και τώρα, στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου… Αυτό που άλλαξε, όντως, είναι η δυνατότητα να ορίζω την κάθε εμπειρία, να την «αποθηκεύω» και να την «αξιοποιώ». Ήμουν από τότε συγγραφέας, δεν ήξερα πώς και γιατί, ενώ τώρα γνωρίζω.
Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;
Είναι τα λόγια που αποτυπώνουν τον στοχασμό ενός δημιουργού, ο οποίος αναζητεί διαρκώς ανολοκλήρωτες απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα για τον χρόνο, τον χώρο, την ύπαρξη.
Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;
Με αφορά η αντίληψη της ποιητικής έκφρασης που στοιχειοθέτησαν τρεις, ο Γεώργιος Χορτάτσης και ο Βιτσέντζος Κορνάρος ως αναγκαίο παρελθόν κι ο Διονύσιος Σολωμός ως ωφέλιμο παρόν. Ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Octavio Paz με παρωθούν στην τόλμη – στον λογισμό δίχως συγκρατημό. Ο Dante Alighieri με καθοδηγεί στη γεωμετρία της φαντασίας. Ο Giuseppe Ungaretti, ο Eugenio Montale και ο Γιώργος Σαραντάρης, μου επιβεβαιώνουν τον μηχανισμό διείσδυσης στον μεταβλητό ψυχισμό μου ώστε πράγματι να μετράω την κάθε λέξη ‒πάντοτε‒ ως μονάδα νοήματος, εικόνας και συμβόλου.
Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας;
Η Ποίηση βρίσκεται εκεί – στο περιχαρακωμένο πεδίο της συνείδησης για τον κόσμο και στην απόπειρα για μια διατύπωση του κόσμου από τον δημιουργό. Ως διανοητική εμπειρία δεν συγκρίνεται και δεν οριοθετείται˙ ως βιωματική συνθήκη πρέπει να είναι προφυλαγμένη, εν σιωπή και αφανής, έξω από τις άλλες πραγματικότητες που συνθέτουν την καθημέρα. Κάθε τι άλλο στη «διαχείριση» της Ποίησης από έναν ποιητή αποτελεί αυτογελοιοποίησή του και ένδειξη πρόσκαιρης, επιδερμικής επαφής μ’ εκείνην.
Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;
Το βλέμμα σε συνάρτηση με τη μελέτη ή, αλλιώς, η όξυνση της παρατηρητικότητας μαζί με την ενδοσκόπηση κι ακόμη ο προσδιορισμός της δημιουργικής στόχευσης, νομίζω, είναι αυτά τα στοιχεία που ενεργοποιούν την έμπνευση. Συνήθως πρόκειται για μια εκφραστική «καταρροή» που αποτυπώνεται σε λίγο χρόνο – όμως ακολουθεί βασανιστικά η επεξεργασία αυτού του υλικού, διότι απλώνεται χρονικά περιπλέκοντας αμφιβολίες, αγωνίες, παραιτήσεις, αμφισημίες, ενθουσιασμούς, βεβαιότητες…
Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;
Ο δημιουργός μοιάζει με τον αθλητή που τρέχει στον διάδρομό του, συγκεντρώνεται στον βηματισμό του αλλά έχει κι ένα πεταχτό βλέμμα στους άλλους κατά τη διάρκεια της κούρσας… Επικεντρώνοντας στην τωρινή συγχρονία της ελληνικής ποίησης λοιπόν, διακρίνω παρόμοιες ανησυχίες από κάποιους ομοτέχνους, προσπαθώ να ερμηνεύω την ποιητική τους. Και λέω ότι η ποιητική προσλαμβάνουσα διαφέρει απόλυτα από τον έναν στον άλλον. Ένα άλλο θέμα είναι η ηθική του καθενός απέναντι στην ίδια την ποιητική τέχνη όσο και απέναντι στους αναγνώστες-δέκτες του διαχρονικά. Ετούτο το τελευταίο με απασχολεί πολύ περισσότερο απ’ όσο θα σκεφτόμουν στα πρώτα βήματά μου.
Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;
Η μόνη αψιμαχία που αξίζει τον κόπο είναι αυτή που αφορά τα προτάγματα της κάθε εποχής. Όχι για τους ποιητές μεταξύ τους. Τα συντεχνιακά «μαχαιρώματα» δεν ωφελούν κανέναν, είναι χάσιμο χρόνου και ενέργειας.
Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;
Η απάντηση είναι δύσκολη. Θα είμαι ευχαριστημένος εάν όντως το πρίσμα του χρόνου αναδείξει τον κόπο μου. Θα ήθελα κάποια στιγμή να βάλω μια τελεία, να σταματήσω συνειδητά. Και προς το παρόν, τίποτε άλλο δεν σχεδιάζω παρά την πρόθεση για το κάθε επόμενο βιβλίο που θ’ αποτυπώνει μια προσωπική εξέλιξη εντός της Ποίησης.
Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που ο ίδιος φιλοτεχνείτε;
Αυτό θα απαντηθεί από άλλους, την κατάλληλη στιγμή…
Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;
Είναι η ποιητική δημιουργία που στοχεύει και επιτυγχάνει να διατυπώσει το περίγραμμα μιας εποχής. Όπως δεν συμβαίνει τώρα… όπου η νεωτερικότητα έχει κλείσει τον κύκλο της, τα πνευματικά δεδομένα αλλάζουν στον εικοστό πρώτο αιώνα, η ανθρώπινη κατάσταση μπαίνει σε νέες ατραπούς διά της κοινωνίας και της ιδεολογίας, αλλ’ όμως η πλειάδα των Ελλήνων ποιητών «ατενίζει» ακόμη τον σεφερικό λόγο. Το ποίημα για να «αντέξει» προϋποθέτει ταυτότητα από τον δημιουργό, δηλαδή οξυδέρκεια και λόγο καθαρό, κι ακόμη μαεστρία στην καταγραφή της διαχρονίας με «ένδυμα» τη συγχρονία. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο της κουβέντας αυτής, λίγοι-ελάχιστοι δημιουργοί καταφέρνουν να γίνουν κλασικοί, να εκφράσουν με τον λόγο τους την πρωτοπορία στην εποχή τους και να χαρακτηρίσουν το παρόν για τους κατοπινούς…
[Μικροδιήγημα από ανέκδοτη συλλογή πεζών]
Συνάντηση με τον Διονύσιο Σολωμό
Ακούγεται η φωνή του από την Κρεμόνα. «Ποια ’ναι τούτη που ’ρχεται μαζί με την αυγή;». «Όμορφη σαν τη σελήνη, που την άδεια νύχτα μετριάζει», της απευθύνεται στη γλώσσα του.
«Όλη η ψυχή μου λιώνει από έρωτα. Είναι έρωτας κάθε τι που ψελλίζω, κάθε τι που κινεί τα πνευμόνια μου». Την κοιτάζει ανυπόμονα. Τ’ άσπρο στητό στήθος, η υπόσχεση των χειλιών, ο παραδείσιος κυματισμός στα καστανά μαλλιά της.
Παρακολουθώ διακριτικά από το μέλλον.
«Θα ήθελα την αυγή να τη στεφανώσω στον αιθέρα με τους ύμνους που τόσο ωραίοι φτερουγίζουν…», ψιθυρίζει πια, πίσω από τις γρίλιες, στη σάλα του αρχοντικού, κάτω στη Χώρα.