Συνέντευξη στην «Πελοπόννησο»

Για τις «Λεύγες», την ποίηση και τη δημοσιογραφία, στην πατρινή εφημερίδα.

Με πολύχρονη θητεία στη δημοσιογραφία, γράφει ποίηση και πεζό, διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό και τις (.poema..) εκδόσεις, μεταφράζει, αρθρογραφεί, φωτογραφίζει. Ο αχαϊκής καταγωγής Βασίλης Ρούβαλης μιλάει στην «ΠτΚ» (/4/2017), για τη νέα του ποιητική συλλογή Λεύγες, και όχι μόνο. Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη.

«Μονάχα η ποίηση/ δικαιούται το πέρασμα για τις λίγες αλήθειες-/ να μην συντριβεί το έρμα, να μην ξηρανθεί το πνεύμα». Δανείζομαι στίχους από την πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή Λεύγες για να σας ρωτήσω πότε πρωτακούσατε το κάλεσμα της ποίησης;

Η επαφή με τις Τέχνες όσο και η επίδραση που μπορούν ν’ ασκήσουν στην αντίληψη για τον κόσμο, τα εξωτερικά ερεθίσματα και τις εσωτερικές διεργασίες, συμβαίνει καθοριστικά σε μικρή ηλικία. Βεβαίως ο άνθρωπος, ως οντότητα, είναι δημιουργικός σε κάθε φάση της ζωής του και η πρόσληψη του καλλιτεχνικού-πνευματικού έργου είναι απολύτως εφικτή. Στα παιδικά χρόνια «οξύνονται» όμως τα αισθητήρια, για όλους όσοι ασχοληθούν κατοπινά με τις Τέχνες. Στην προκειμένη περίπτωση, νομίζω ότι πολύ νωρίς αντιλήφθηκα την εκφραστική ικανότητά μου. Στο Δημοτικό είχα ένα τετράδιο όπου έγραφα λέξεις –αφηρημένες έννοιες ή αντικείμενα– που μου άρεσαν ηχητικά και οπτικά, ενώ δίπλα σημείωνα τα χρώματα που τους ταίριαζαν. Γύρω στα δέκα έγραψα το πρώτο διήγημα. Τα ποιήματα ήρθαν αργότερα, στην εφηβεία.     


Οι Λεύγες σας προτού κυκλοφορήσουν το 2016 σε βιβλίο, παρουσιάστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τον Νοέμβριο του 2014. Συναισθήματα κι εντυπώσεις;

Οι Λεύγες βρίσκονταν σε στάδιο ολοκλήρωσης όταν έτυχε να τις διαβάσει ένας σημαντικός νέος σκηνοθέτης, ο Γιάννης Καλαβριανός, κι ένας νεότερος, «εκτός συνόρων ερχόμενος» συνθέτης, ο Νικήτας Κίσσονας. Οι παρατηρήσεις τους, καθάριες, όχι φιλολογικές ή συντεχνιακές, ήταν τόσο μα τόσο ωφέλιμες κι επιδραστικές. Μαζί τους αντιλήφθηκα ότι ο ποιητικός λόγος διαθέτει περαιτέρω «αναγνώσεις», είναι πραγματεύσιμος και σαφώς προσφερόμενος για «συνομιλία» με άλλες καλλιτεχνικές φόρμες. Με αυτή την εντύπωση και την ανάλογη υβριδική πρόθεση παρακολούθησα, ανάμεσα στους θεατές, τον δικό μου λόγο, που όμως πλέον είχε διαφύγει από τον έλεγχό μου. Ήταν κάτι άλλο, όχι ξένο μα διαφοροποιημένο και ρέον, εξίσου όμορφο. Τότε ακριβώς κατέληξα στις μύριες σκέψεις που με ταλάνιζαν και έδωσα το «τυπωθήτω», δηλαδή να μπει μια τελεία στο έργο αυτό, να δοκιμαστεί στον χωροχρόνο του, να τυπωθεί τελικά.   


«Βρισκόμουν μακριά./ Στα χαλάσματα της εποχής,/ αφύλαχτος κι ανεπαρκής./ αναζητούσα λέξεις για τον αβέβαιο κύκλο»… Στίχοι, με τους οποίους ξεκινά η κατάδυση στον βαθύτερο εαυτό για να επιτευχθεί μέσα από φιλοσοφικές αναζητήσεις η ολοκλήρωση, η αναγέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Τι σας ενέπνευσε την «περιδίνηση στον βλοσυρό κύκλο» έως ότου φτάσετε στο «Αλφα του υπάρχοντος και ωμέγα της βεβαιότητας»;

Η στοχαστική πρόθεση είναι δεδομένη, εξ αρχής στις Λεύγες. Σε συνάρτηση με τον λυρισμό, όπως τον αντιλαμβάνομαι εγώ μέσω του Σολωμού. Και εμφανώς μέσω του υπαρξισμού. Μελετώ φιλοσοφία σ’ αυτό το πεδίο, εδώ και χρόνια. Με ερωτήματα όπως για παράδειγμα γύρω από τη δυνατότητα πρόσβασης στο είναι, την περιγραφή της ύπαρξης, την αυτοσυνείδηση. Σκέφτηκα ως «αποτύπωση» αυτών των συλλογισμών δύο σχετικές λογοτεχνικές διαδρομές: την κατάβαση του Οδυσσέα στην ομηρική ραψωδία λ, και την πορεία προς την κορυφή της ευτυχίας που δοκίμασε ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία. Με αυτά τα δύο έργα ως παρονομαστή στοιχειοθέτησα τη δική μου, απλωμένη σε εννέα κεφάλαια, κατάδυση στη μήτρα, εκεί που η ύπαρξη στέκεται αναστοχαζόμενη και αυτοπροσδιοριζόμενη προτού αναδυθεί στην όποια πραγματικότητα. Ο αναγνώστης θα διαγνώσει αμέσως τις προθέσεις αυτές, οντολογικές, βεβαίως συμπυκνωμένες στο ποιητικό πλαίσιό τους.  


«Η αγάπη καθαγιάζεται, θαρρεύει αποκτώντας μορφή:/ η γυναίκα, το δέος». Θεωρείτε ότι έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως τη δύναμη της αγάπης να «σπάζει το χιόνι» της ψυχής και να ελευθερώνει από τους φόβους σε έναν κόσμο που «πλάσθηκε χωρίς αντίδοτα»;

Η πολυσημία της αγάπης πιθανώς αναμειγνύει το ατομικό ζητούμενο με τη δυαδικότητα, τη δημιουργική ενέργεια που διαθέτει, τη λυτρωτική επίδραση που υπαινίσσεται. Το εύρος των συναισθημάτων είναι τέτοιο ώστε οι συνδυασμοί που προκύπτουν να φθάνουν στο άπειρο… Πιστεύω ότι η συνειδητοποίηση που αναφέρετε είναι η ωρίμανση του ανθρώπου, είναι το μπόλιασμα της εμπειρίας και της επιθυμίας. Όταν αυτό υφίσταται, όντως απελευθερώνεται ή, μάλλον, απελευθερώνει τον εαυτό του από τα δεσμά που ο ίδιος φέρει μέσα του…   


Έντεκα χρόνια στο τιμόνι του ηλεκτρονικού περιοδικού (.poema..), και δέκα σε αυτό των ομώνυμων εκδόσεων. Πώς θα περιγράφατε την έως τώρα «πλεύση»;

Το ελληνικό βιβλίο αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Από την εποχή του «εκδοτικού χρηματιστηρίου» έως την τωρινή πενιχρή αλήθεια των άδειων βιβλιοπωλείων υπάρχει ένας καταλύτης: οι αληθινοί αναγνώστες, που αναζητούν τη γνώση και την τέρψη. Η εκδοτική πραγματικότητα όμως στηρίχθηκε –ωσάν τα πολιτικά κόμματα και τους οπαδούς τους– σε πήλινα πόδια θέλοντας να καμωθεί τον γίγαντα, δίχως εθνική πολιτική βιβλίου, δίχως συστηματική καλλιέργεια της βιβλιοφιλίας στην εκπαίδευση. Τα ίδια ισχύουν για τα περιοδικά… Κυκλοφορούν κυρίως από «κεκτημένη ταχύτητα», πια, είναι σχεδόν ανυπόληπτα, παρότι είναι απαραίτητα ως πεδίο δοκιμής και έκφρασης.   


Μέσα σ’ όλα τα άλλα, φωτογραφίζετε. Ο φακός του ποιητή ενεργοποιεί κάποιον ιδιαίτερο διάλογο μεταξύ λέξεων και εικόνων;

Ο ποιητικός λόγος συναντάει τον φωτογραφικό, δίχως άλλο… Η δική μου πρόθεση είναι μάλλον σε πρώιμη φάση. Ωστόσο, τόλμησα μία ατομική έκθεση φωτογραφίας, ετοιμάζω μία δεύτερη. Κατ’ εμέ, πρόσημο και προσδοκία είναι το βάθος πεδίου με «φακό» το συγγραφικό βλέμμα. Τουλάχιστον γνωρίζω ότι έχει σημασία η σύλληψη της πραγματικότητας και η αντιστροφή της. Όπως και η δημιουργική διάρκεια στο όποιο ερέθισμα. Για παράδειγμα, όταν είδα φωτογραφίες του σπουδαίου Χουάν Ρούλφο, αντιλήφθηκα καλύτερα τη γραφή του…


Με τη χώρα ήδη οκτώ χρόνια στη μέγγενη της κρίσης, ατενίζοντας το μέλλον τι διακρίνετε;

…την απουσία μέλλοντος. Όσο και την ανάγκη μιας νέας αισιοδοξίας. Με πρίσμα ιστορικό, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ζούμε, και θα ζήσουμε, σοβαρές εξελίξεις διεθνώς. Είναι ένα σχήμα επάλληλων κύκλων που επανέρχονται με λαϊκιστές, φιλελεύθερους, φασίστες. Με πειράζει, αισθητικά-πολιτειακά, πολιτικά-κοινωνικά, η κατακρήμνιση της Αριστεράς σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν υπάρχει εμφανής αντίποδας αυτή τη στιγμή…


Χρόνια δημοσιογράφος, έχετε μπει στη διαδικασία να νοσταλγήσετε κάτι από την περίοδο εκείνη ή να αναρωτηθείτε πώς θα ήταν τα πράγματα υπό τις παρούσες συνθήκες στον Τύπο;

Είχα την ευκαιρία να ανδρωθώ δημοσιογραφικά δίπλα στον Σεραφείμ Φυντανίδη, ως συντάκτης της «Ελευθεροτυπίας» έως πρόσφατα. Κι ακόμη, να «τριφτώ» με τα αντισώματα του περιοδικού «Αντί» και της επιθεώρησης «Διαβάζω», στα μέσα του ’90. Ο Τύπος διανύει τώρα τη χειρότερη κρίση του. Κι εδώ, όπως στο βιβλίο, υπάρχουν πολλές γενεσιουργές αιτίες, πέραν της οικονομικής…


Γεννημένος στην Αθήνα, με καταγωγή από Βερίνο Αχαϊας και Κορώνη Μεσσηνίας, ζείτε μόνιμα στην Κορώνη… Πόσο εύκολη είναι μια τέτοια απόφαση;

Προσπαθώ να ζω στη μικρή όμορφη Κορώνη, συγκεκριμένα. Η επαρχία παραμένει δύσκολα διαχειρίσιμη… Παρά τη σύγχρονη επίφαση, δηλαδή τις τεχνολογίες και τα λοιπά, δεν βοηθάει τίποτε στο να συναισθανθεί κάποιος την άλλη, την πραγματική πραγματικότητα. Όσο για την Αχαΐα, κάπου μεταξύ Αιγίου και Πάτρας, ξέρω να πω ότι διατηρεί σημάδια του παρελθόντος, θετικά κι αρνητικά. Αυτά τα τελευταία φταίνε, ως οικογενειακές μνήμες, που ακόμη κομπιάζω να επισκέπτομαι και, κυρίως, ν’ αναφέρομαι στα βιβλία μου…  


Προσεχή σχέδια;

Ένας δημιουργός ποτέ δεν επαναπαύεται… Παράλληλα με τις «Λεύγες» επεξεργάστηκα, και συνεχίζω, με τη συλλογή διηγημάτων. Ετοιμάζω μία έκδοση με τα ιταλικά ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη για το φθινόπωρο, μεταφράζω τον Eugenio Montale ευελπιστώντας να δημοσιευτεί στις αρχές της επόμενης χρονιάς. Φαίνονται πολλά, και είναι, όλ’ αυτά.