Η νεοελληνικότητα είναι μια σύνθετη έννοια με διαφορετικές παραμέτρους σε ό,τι αφορά στον ορισμό αλλά και στον χρονικό προσδιορισμό της. Ταυτίζεται καταρχάς με την προσπάθεια διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης κατά τον 19ο αιώνα – μια προσπάθεια νόμιμη στο πλαίσιο της επιδίωξης των λαών της Ευρώπης να κατακτήσουν την πολιτική και κοινωνική αυτοδιάθεσή τους, να οροθετήσουν μια κρατική οντότητα και να υποστηρίξουν τη δική τους υπόσταση στο γενικότερο πολιτισμικό πλέγμα, το λεγόμενο δυτικό. Με καθοδηγητικό πρίσμα τη νεοελληνικότητα μπορεί να γίνει μια προσέγγιση της λογοτεχνίας ως «εργαλείου» για την ανάδειξη της δυναμικής των εξεγερμένων έναντι της Υψηλής Πύλης.
Οι «επιφανείς Ζακύνθιοι», ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Ούγκο Φόσκολο, προσέγγισαν συγχρονικά την πραγματικότητα που διαμορφωνόταν στον ελλαδικό χώρο από τα πρώτα βήματα της Επανάστασης. Και, λιγότερο ή περισσότερο, αποτέλεσαν οργανικές συνιστώσες της: μοναδικό όπλο τους, η λογοτεχνική γλώσσα που επέλεξαν, ο καθένας με διαφορετικές αφετηρίες και κατευθύνσεις, αλλά με κοινό στόχο την προσφορά στο συλλογικό γίγνεσθαι και την προβολή των ιδεωδών τους περί πατρίδας, ελευθερίας, δικαιοσύνης, εθνικής υπόστασης. Κι αυτό σε μια Ευρώπη που δεν ήταν ακριβώς έτοιμη να αποποιηθεί τη «βεβαιότητα» της ελέω θεού εξουσίας των βασιλικών οίκων και των αλληλοσυγκρουόμενων αυτοκρατορικών συμφερόντων μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Ηταν η εποχή, παράλληλα, που οι προοδευτικές ιδέες έβρισκαν ευήκοα ώτα και κοινωνούς στον πνευματικό χώρο, ο κλασικισμός επιζητούσε μια ιδεατή «ελληνική επικράτεια» για να υπάρχει και να δρα, ενώ γινόταν φανερό ότι οι ρομαντικοί φορείς και οι δέκτες τους -αν μη τι άλλο στην ποίηση- επενεργούσαν γόνιμα στην πρόσληψη της επαναστατικής ιδέας και στην πρακτική, ένοπλη έκφανσή της.
Εν αρχή ην… ο Διονύσιος Σολωμός. Ζακύνθιος με κρητικές ρίζες, πολιτογραφημένος αστός της Βενετίας, υπήκοος διαδοχικά της Γαλλίας, της Ιονίου Πολιτείας και της Βρετανίας – ένας κοσμοπολίτης στην κυριολεξία. Κορυφαίος ποιητής, σαφώς «εκπέμπει» μια «οικουμενικότητα» με το έργο του, γεγονός που -καθόλου τυχαία- τον διατηρεί στη θέση τόσο του γενάρχη της νεοελληνικής ποίησης όσο και του κανονιστικού ρυθμιστή -δύο αιώνες αργότερα- της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας. Στα Επτάνησα, όπως παλαιότερα στη βενετική Κρήτη, ο πατριωτισμός των ντόπιων λογίων αποτελούσε ένα κράμα εξιδανίκευσης μεταξύ ελληνικής ιστορικότητας και ιταλικής πολιτισμικής ώσμωσης και εμπεδωμένης συνύπαρξης· πατρίδα είναι πρώτα πρώτα ο τόπος καταγωγής και δευτερευόντως η «εθνική γεωγραφία» (με δυσδιάκριτα όρια πριν και μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους).
Με αυτά τα δεδομένα, ο Σολωμός προσέφερε εαυτόν στο πεδίο της μάχης του λόγου και του πνεύματος. Αυταπόδεικτος ο «Υμνος εις την Ελευθερία» για ό,τι πρέσβευε στην τρέχουσα συγκυρία (τόνωση του εθνικού φρονήματος αλλά και, κατά Ιάκωβο Πολυλά, «τα φωτεινά χαράμματα της νέας Ελληνικής Τέχνης»), άλλο τόσο επικουρικής σημασίας οι ωδές του για τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Λόρδο Βύρωνα. Ωστόσο, τόσο ο εκτενής «Λάμπρος» όσο και το αμφίσημο (ποίημα ή πρόζα;) κορυφαίο έργο του «Γυναίκα της Ζάκυθος» στοιχειοθετούν το διαμορφούμενο νεοελληνικό προφίλ, όλα όσα συναποτέλεσαν την ατομική και τη συλλογική αναπαράσταση του κατοπινού Ελληνα (ο όρος εδώ σε αντιπαραβολή με τον «Γραικό», τον «Ρωμιό», τον ταπεινό απόγονο, αλλ’ άμεσο κληρονόμο του υπερχιλιετούς Βυζαντίου).
Ο Πολυλάς το δηλώνει ξεκάθαρα στα «Προλεγόμενά» του, σχολιάζοντας την ουσία της συμβολής του δασκάλου του: «Απόβλεπε ο ποιητής να νουθετήσει το έθνος, το οποίον εκινδύνευε εξ αιτίας της διχόνοιας των αρχηγών του· να στιγματίση την πολιτική των δυνατών της γης, οι οποίοι πότε είχαν κατατρέξει, πότε προδώσει, την ελευθερία της Ελλάδας». Κι αυτό είναι το στίγμα, η σκιά στη σκέψη και τη γραφίδα των άλλων δύο: ο μεν Ούγκο Φόσκολο (αποβιώνοντας το 1827) δεν παρακολούθησε τις κατοπινές εξελίξεις. Ο πατριωτισμός του θέλησε να βρει έκφραση μέσα από την πίστη του στις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού. Ηταν πλέον μια συνειδητοποιημένη περσόνα των ιταλικών γραμμάτων, ακολουθώντας σταθερά τις συγγραφικές – εκφραστικές κατευθύνσεις του. Και με αυτή την προοπτική μπορούσε ν’ αντιληφθεί τη δυναμική του φιλελληνισμού, να διακρίνει τη διεθνή διάσταση που είχε λάβει η Επανάσταση και, κυρίως, να συνδέσει τις τύχες της στο ευρύτερο πλαίσιο των επαναστατικών κινημάτων (των ευεργετούμενων από τις ιδέες της Γαλλικής, του 1789).
Ο δε Κάλβος, μελαγχολικός παρατηρητής της ημεδαπής παθογένειας αλλά και της ανακόλουθης πραγματικότητας που συνύφαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις, φλεγόταν από πατριωτισμό αλλά και αδιέξοδη ειλικρίνεια γράφοντας στις «Ωδές» του: «Καλήτερα, καλήτερα, διασκορπισμένοι οι Ελληνες, να τρέχωσι τον κόσμον…». Και, μάλιστα, όταν απέναντι στους «θρασείς» Ελληνες στεκόταν απαρασάλευτη η Ιερά Συμμαχία του Μέτερνιχ και των λοιπών συντηρητικών Ευρωπαίων, όλων εκείνων που απεχθάνονταν οτιδήποτε νεωτερικό και αρνούνταν να καταλάβουν ότι ο κόσμος εισέρχεται πια σε μια νέα φάση, σ’ έναν προοδευτισμό.
Η εθνική ιδεολογία των Ελλήνων είχε διαβεί αρκετούς Ρουβίκωνες στη μακρά ιστορία της διαμόρφωσης και στοιχειοθέτησής της. Η σολωμική ρήση, που περιέχει την πίστη του ποιητή στο ελληνικό μέλλον, συμπυκνώνει την ουσία της συζήτησης: «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα, και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου…». Και είναι αυτή όμως που θα αλληλεπιδρούσε πολύ αργότερα, έναν αιώνα μετά, στις μάταιες προσδοκίες του Μεσοπολέμου, με τους ποιητές της λεγόμενης Γενιάς του Τριάντα να πιστεύουν σ’ ένα μέλλον ιδανικό, το οποίο τους διέψευσε και τελικά τους αποσυντόνισε…
Από το θέατρο του πολέμου σε Ρούμελη, Πελοπόννησο και ελληνικές θάλασσες, οι ιδεολογικές ζυμώσεις (και, ασφαλώς, οι αντιπαραθέσεις που δημιουργήθηκαν) συνδιαμόρφωσαν έναν αλλόκοτο κοινό παρονομαστή. Οι ξένοι συγγραφείς στάθηκαν θερμοί, με λόγο φιλελληνικό, χωρίς όμως να εντρυφήσουν στην ουσία, που δεν ήταν άλλη από την ανάγκη μιας σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας, εναρμονισμένης με τα περιγράμματα μιας προσδοκώμενης ιδεολογίας, με δομές και πολιτισμικές πραγματικότητες που υφίσταντο – ελλιπείς, αλλά παρούσες.
Διάσημοι της εποχής όπως οι Πούσκιν, Ουγκό, Λαμαρτίνος και Βολταίρος έγραψαν κι υποστήριξαν με τα γραπτά τους την ελληνική υπόθεση. Κι απ’ αυτούς, εμφανώς πιο έμπρακτα, «ανακατεύτηκε» ο Λόρδος Βύρων. Ωστόσο, κανένας διδακτισμός δεν υφίσταται στη σκέψη του Ανδρέα Κάλβου όταν γράφει ότι «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Ούτε πρόκειται για κάποια παρρησία του Σολωμού όταν υποστηρίζει ότι «το έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικόν ό,τι είναι Αληθές». Σ’ αυτά θα πρέπει να εστιαστεί -και ν’ αναλυθεί- ο σημερινός προβληματισμός, η επιδίωξη κατανόησης του Αγώνα με το χέρι εκείνων που, αντί για όπλα, είχαν μονάχα τον στίχο τους…