Eίναι πολυδιατυπωμένη η άποψη ότι ο ποιητής εκφράζει τη γενιά του και την εποχή του. Μα όσο αυτονόητο είναι αυτό, άλλο τόσο αυτονόητο είναι ότι η τέχνη οφείλει να βλέπει μπροστά από το μέσο συναίσθημα της κοινωνίας και να παρασέρνει το κοινό σε άλλα στοχαστικά μονοπάτια. Μα για να επιτευχθεί αυτό, ο ποιητής ως φορέας της τέχνης οφείλει να βλέπει το μέλλον και να στοχεύει το διαχρονικό, αναδεικνύοντας νέες εκφραστικές/γλωσσικές οδούς.
Από την Έρημη χώρα του Έλιοτ ως τον Απόστολο Γιατρά του Βαγενά και την Έρημη γη του Λάγιου μέσα από τον αντικειμενικό διάλογο εντοπίζεται ακριβώς αυτό το επικαιρικό μπόλιασμα με οδηγό το συναίσθημα και τον χρόνο. Άλλωστε, το ίδιο εντοπίζεται και στον Επιτάφιο, όπου το σύγχρονο ταξιδεύει στον λυρικό υπερ-χρόνο ως σύμβολο, και στο Άξιον εστί, όπου η εμπειρία του τραυματικού παρελθόντος εξυψώνεται στην αιωνιότητα ως άθλος και σύμβολο αγώνα.
Ο Βασίλης Ρούβαλης στην τελευταία του ποιητική συλλογή Λεύγες (poema, 2016) μετουσιώνει το σύγχρονο σε διαχρονικό στοχασμό με επίκεντρο τον Άνθρωπο. Μεταπλάθει την ατομική εμπειρία –βιωμένη ή κοινωνικής προβολής– σε πανανθρώπινη κραυγή στοχασμού. Άλλωστε, ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι η ποίηση μιλά για τα «καθόλα. Και αυτό ακριβώς κάνει ο ποιητής.
Ο Ρούβαλης έχει από καιρό κατακτήσει το δικό του προσωπικό ύφος. Ένα συνδυαστικό εκφραστικό αμάλγαμα εικονοποιίας, προφορικής έκφρασης, λυρισμού και στοχασμού. Και ακριβώς η σύζευξη του τόσο ανομοιογενούς υλικού που μεταχειρίζεται ο ποιητής, τον θέτει σε έναν μοναχικό δρόμο έναντι των σύγχρονων δημιουργών. Με την πλούσια ποιητική του εμπειρία συνδέει τον μοντερνισμό στο κοινωνικό παρόν του, μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο, με πολλές διακειμενικές αναφορές.
Η αισθητική που προτάσσει ο Ρούβαλης, μοναχική στα μονοπάτια μοντέρνων ποιητών, είναι η συνθετική αγωνία του που δεν προσπερνά τη λογοτεχνική, μα την μεταφέρει ως στιχουργικό μπόλι στο παρόν.
Η ποίησή του είναι σφιχτή. Η λιτή όμως γλώσσα, δίχως περιττά στολίδια, ισορροπεί με το συμπυκνωμένο περιεχόμενο. Ο εξοβελισμός των επιθέτων και η κυριαρχία ουσιαστικών και ρημάτων με την εισαγωγή –σπάνιο σχεδόν πια φαινόμενο– επιρρημάτων και εμπρόθετων προσδιορισμών αναδύουν μία σύγχρονη έκφραση που μπολιάζει την στοχαστική του προσέγγιση.
Και βέβαια, η έκφρασή του είναι σύμφυτη με την επιλογή της ελευθεροστιχίας, η οποία κινείται στον σφιχτό εσωτερικό ρυθμό του στίχου. Αξίζει όμως να σχολιάσουμε και τη λειτουργία των τίτλων. Στην πραγματικότητα πρώτος στίχος της σύνθεσης είναι και ο τίτλος, ως υπερκείμενο και εισαγωγικό ταυτόχρονα.
Ο δημιουργός καταδύεται στοχαστικά στην ανθρώπινη ύπαρξη με ποιητική άπνοια αναζητώντας στο σκοτάδι τα κατακερματισμένα νοήματα, την αποδόμηση του «εγώ», μέσα το μυθοπλαστικό πρωτοενικό υποκείμενο, και την υπέρβαση του φίλαυτου «εγώ» σε ένα οικουμενικό «εμείς», που έμενε για χρόνια εξορισμένο από την ποίηση.
Η έκφραση του Ρούβαλη κινείται μεταξύ της ιδέας και της εικόνας του αντικειμένου, μεταφέροντας στο παρόν μία ανάμνηση της ποιητικής μεταφυσικής του ρομαντισμού και του ονειρικού υπερρεαλισμού. Λυρικές ανταύγειες διαχέονται σε όλες τις συνθέσεις της συλλογής. Εξάλλου, η ποίηση ως τέχνη οφείλει να τέρπει και να γεννά σκέψεις και κρίσεις στο ακροατήριο (όχι μόνο να εκφράζει τις αγωνίες του δημιουργού)∙ και αυτά δεν τα λησμονεί ποτέ ο ποιητής.
Μέσα σε αυτό το παρόν αναζητά την ουσία του “είναι”. Το βάθος όμως της ύπαρξης και της διαδρομής του ανθρώπου εντοπίζονται μέσα σε ετερόκλητα στοιχεία που δομούν την κοινωνία και χτίζουν την προσωπικότητα και τις επιλογές της. Και ακριβώς τούτο αισθητοποιείται με τη σύνθεση του στιχουργού του υλικού.