«Σημειώσεις περιθωρίου» για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Κείμενο-ποιητικό παιχνίδισμα από το προς έκδοση βιβλίο «Σημειώσεις περιθωρίου: ποιήτριες»

Στο νέο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Χάρτης» (Φεβρουάριους 2022) δημοσιεύεται εκτενές αφιέρωμα στην ποιητική της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Την επιμέλεια του αφιερώματος έχει ο ποιητής και κριτικογράφος Γιώργος Βέης. Ο υπογράφων συμμετέχει με ένα ποιητικό παιχνίδισμα, αναμειγνύοντας στίχους-σχόλια με στίχους της ποιήτριας δημιουργώντας ένα αφηγηματικό ψηφιδωτό. Στόχος, η «συνομιλία» μεταξύ των δύο ποιητών. Το κείμενο προέρχεται από το υπό διαμόρφωση βιβλίο «Σημειώσεις περιθωρίου: ποιήτριες», το οποίο αναμένεται από τις Εκδόσεις Γραφομηχανή.

«Τι να ’ναι αυ­τά; Τι να ’ναι αυ­τά;» / ακού­γε­ται μέ­σα μου να τσι­ρί­ζει / ένα που­λί στριγ­γό / «Δεν εί­ναι αυ­τό που ψά­χνεις, δεν εί­ναι αυ­τό».

Φθά­νει το ση­μείο ή εσύ το προ­σεγ­γί­ζεις. Τί­πο­τε δεν εί­ν’ απρό­βλε­πτο πα­ρά η στέ­ρη­ση της γνώ­σης. Η με­λω­δία θα κυ­ριαρ­χή­σει;

Θα γυ­ρί­σει πίσω η φω­νή που την έστει­λες τρε­μά­με­νη / λα­χτα­ρι­στή, με άλ­λα λό­για που δεν την εί­χες προ­στά­ξει εσύ / τα λό­για της μο­να­ξιάς σου.

Το Εγώ γρά­φε­ται με τρία γράμ­μα­τα· εί­ναι λι­γό­τε­ρα για το Εμείς.


Η μό­νη μου συμ­με­το­χή / στο στρο­βί­λι­σμα του κό­σμου εί­ναι η ανά­σα μου που βγαί­νει στα­θε­ρή.

Αιω­ρού­μαι. Συ­νω­μο­τώ με το με­τέ­ω­ρο μη­δέν. Ανή­συ­χα πα­ρα­κο­λου­θώ: η γιορ­τή δεν τε­λειώ­νει πο­τέ.


Ναι, τώ­ρα θέ­λω να κλά­ψω / αλ­λά στέ­ρε­ψε ως και των δα­κρύ­ων μου η πηγή.

Το δι­κό μου θρόι­σμα εί­ναι ένα προ­σω­πείο.


Ποια εί­ναι η ώρα κο­ντά στα ξη­με­ρώ­μα­τα / που με τ’ όνει­ρο φτά­νω στον γκρε­μό / και πέφτω, πέφτω / χω­ρίς το σώ­μα μου;

Το παι­χνί­δι­σμα του χρό­νου έχει ήχους δια­φο­ρε­τι­κούς… Για ν’ ανα­γνω­ρί­ζε­ται η σπου­δαιό­τη­τά του μό­νον απέ­να­ντι στις αγω­νί­ες μου.


Χώ­μα, αέ­ρα, ρί­ζες κρα­τάω· / να φεύ­γουν τα περιτ­τά λέω / να μπω στον ου­ρα­νό τού τίποτα / με ελά­χι­στα.

Ατε­νί­ζω τον άν­θρω­πο, συ­νο­μι­λού­με. Με αφο­ρά το πραγ­μα­τι­κό ον, ο τό­πος του, το φύ­ση­μα στον ορί­ζο­ντα.

Τα ποι­ή­μα­τα αποτυ­χαί­νουν / όταν αποτυ­χαί­νουν οι έρω­τες. / Μην ακού­τε τι σας λέ­νε / θέ­λει ερω­τι­κή θαλπωρή / το ποί­η­μα για ν’ αντέ­ξει / στον κρύο χρό­νο…

Κά­θε λέ­ξη κρύ­βει μί­αν αλή­θεια και έναν θά­να­το. Οι φρά­σεις αυ­τές κα­θη­λώ­νουν τις ανά­σες μου. Εί­ναι το θυ­μι­κό, οι χτύ­ποι μέ­σα στη σιω­πή, όσα τη ζωή γεν­νούν από την αρ­χή.

Αν σκύ­ψεις στους συ­ναν­θρώπους σου / μες στα αδιά­φο­ρα μά­τια τους θα ’ναι γραμ­μέ­νη / απελπιστι­κή, ολο­κλη­ρω­τι­κή η μο­να­ξιά σου.

(Τα σχό­λια με­τά τους στί­χους της ποι­ή­τριας Κα­τε­ρί­νας Αγ­γε­λά­κη-Ρουκ. Η «επι­κοι­νω­νία», με την αμε­σό­τη­τα της ει­λι­κρί­νειας και του θαυ­μα­σμού. Το πε­ρι­θώ­ριο της πα­ρα­νά­γνω­σης εί­τε το νό­η­μα μέ­σα από τις ερα­νι­σμέ­νες ση­μειώ­σεις. Μια σύ­ντο­μη δο­κι­μή εμ­βά­θυν­σης στην ποι­η­τι­κή της).

::