Είναι η εσωτερική φωνή του ποιητή μέσα στην οποία βρίσκεται η λύση του αινίγματος για τη δημιουργία, δηλαδή την πράξη που αποφέρει ποιήματα, τη μυστική συμφωνία σκέψης κι έκφρασης, το ανείπωτο, το ανεξήγητο που θα συνεχίσει να ξεπερνά την ορθολογική γνώση, να τη σαρκάζει, να την περιπαίζει.
Τον Πας τον γνωρίζουμε πολύ, λίγο λιγότερο, ήκιστα: σε κάθε περίπτωση η φωνή του καθίσταται οικεία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό καθώς -εδώ τον αντιγράφω- «το τραγούδι κρέμεται στη φωτιά της ημέρας…», και περαιτέρω επειδή κάθε στίχος του, κάθε ποιητική φράση του, διεισδύει σαν χείμαρρος στη φαντασία ενώ τα πάθη που περιγράφει έχουν παρόμοια υπόσταση, ως προς την εκφορά τους, με τη θερμότητα, την άνωση, την πυκνότητα και τη διαπεραστική αλήθεια του κόσμου.
Ας διευκρινίσω εξαρχής την αισθητική αντίληψη, την ιδέα του για το ποίημα ως αντικείμενο πλασμένο από λέξεις, προορισμένο να εκκρίνει μια ουσία άδηλη μα ολοκληρωμένη στη μορφή της, στη λειτουργία και στο επιδιωκώμενο αποτέλεσμά της. Η ποίηση διαθέτει χώρο και χρόνο στην επικοινωνία με τους δέκτες της. Σε διαφορετικές εποχές διαβάζονται διαφορετικά ποιήματα, αλλ’ ωστόσο η συνισταμένη τους παραμένει, η αξία τους επανέρχεται, τα νοήματα που πρεσβεύουν δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης, η κλίμακά τους μεγαλώνει σταδιακά σαν έργο γραμμένο σε μουσική παρτιτούρα που αίφνης παίρνει νέα ζωή για ν’ ακουστεί διαφορετικά στο αυριανό παρόν.
Ιδού για ποια ποίηση γίνεται λόγος εδώ απόψε. Δεν πρόκειται για κάποιο ιδεώδες που δεν έχει επιτευχθεί. Όχι… Η πραγματικότητα και το φαίνεσθαι του ποιητικού λόγου είναι δεδομένο πνευματικό επίτευγμα όσο δεδομένη παραμένει η εναλλαγή της ημέρας και της νύχτας στον ορίζοντα του καθενός. Η θέση του στη λογοτεχνική παράδοση της Λατινικής Αμερικής είναι επίσης δεδομένη: η Πέτρα του ήλιου εξακολουθεί ν’ ασκεί γοητεία, επιστρατεύει γενναίες δυνάμεις στην ερμηνευτική προσέγγισή της, εξακολουθεί ν’ αποτελεί γόνιμο μπόλιασμα για ποιητές και πεζογράφους, είναι επίκαιρη. Η «Σαλαμάνδρα» επιβάλλει τοπία πάθους, «στιγμές αιωρούμενες στο κέντρο του σφυγμού», το «Οδοιπορικό» και η «Aλλη φωνή» μοιάζουν με το μονοπάτι των μοναχικών που δεν καταλήγει πουθενά αλλά προεκτείνει τον στοχασμό, ο «Λαβύρινθος της μοναξιάς» υπενθυμίζει το δισυπόστατο της ανθρώπινης φύσης, τον έρωτα και την εκδίκηση του θανάτου, μέσα από τη δική του φιλοσοφία της ιστορίας.
O Πας πρεσβεύει μια διαφορετική διατύπωση της νεωτερικότητας, ο οποίος αντιλαμβάνεται -όπως θα έλεγε ο Κάρλος Φουέντες- τη νεωτερικότητα μέσα από τη φαντασίωση της νεωτερικότητας. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί ως εργαλείο τις λέξεις – διαθέτει όραμα για τη σύγχρονη εποχή επισημαίνοντας συνεχώς ότι οι λέξεις έχουν αναρίθμητες έννοιες, είναι μαγικοί φθόγγοι, αλλάζουν τόνο στη φωνή, επηρεάζουν τα συναισθήματα ακόμη και με μια σύσπασή τους, είτε ερεθίζουν, κεντρίζουν, σκοτώνουν.
Συμφωνώντας με την άποψη του Τάσου Δενέγρη, που τον χαρακτηρίζει ποιητή του ρήματος, εύκολα διαπιστώνει κανείς την προσπάθεια του Πας να δημιουργήσει κίνηση στην ποίησή του, ν’ ανατρέψει και να χαλιναγωγήσει τη φαντασία και την επιθυμία ως προσωπικό τρόπο ύπαρξης, να επιβάλει τα δικά του μέτρα και σταθμά στην αντικειμενικότητα, να ξεφύγει από τον ίδιο τον εαυτό του περνώντας στο επέκεινα, να συναντήσει μύστες ή, εν ανάγκη, να πλάσει ένα προσωπικό σύμπαν γεμάτο εικόνες, αμφίβολους αντικατοπτρισμούς και ενσαρκωμένα όνειρα, με μοναδικό στόχο «να γδυθεί η πραγματικότητα, να απογυμνωθεί από τη φαινομενικότητά της για να φανεί επιτέλους το αληθινό της πρόσωπο…».
Και το ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο φέρει σε πέρας το εγχείρημα αυτής της αποκάλυψης της αλήθειας, βρίσκει αρκετές απαντήσεις στον ρυθμό, στην έκφραση, στο νόημα κάθε στίχου του.
Μίλησε άκου απάντησέ μου
αυτό που λέει ο κεραυνός
το δάσος το καταλαβαίνει
ή, ας δοκιμάσω κάτι τι περισσότερο με τους στίχους
να σταματήσω, να κρατήσω το στόμα κλειστό, να κλείσω
τα μάτια μέχρι να βλαστήσει απ’ τα βλέφαρά μου
ένα πράσινο στάχυ, ένας πίδακας ήλιων
και το αλφάβητο να αιωρείται κάτω απ’ τον άνεμο του
ονείρου κι η παλίρροια να συσσωρεύεται σ’ ένα μονάχα
κύμα που να σπάει το φράγμα,
να περιμένω να σκεπαστεί με άστρα το χαρτί και το
ποίημα να γίνει ένα δάσος από λέξεις δεμένες…
Ο Μεξικάνος ποιητής εξακολουθεί να επιδιώκει -στις ποιητικές συλλογές και τα δοκίμιά του- την κατάργηση της απόστασης ανάμεσα στη λέξη και το πράγμα («ονοματίζω σημαίνει δημιουργώ, φαντάζομαι, γεννιέμαι», γράφει στο «Οδοιπορικό»). Εξακτινίζει το νόημα, προσπαθεί να ταρακουνήσει την αντίληψη του αναγνώστη για τον κόσμο, θέλει ν’ αλλάξει την ταυτότητα της συνείδησης με τη διαύγεια και την πληρότητα που απαιτεί η σημερινή εποχή. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιεί ανατρεπτικά την έμπνευση, υπερρεαλιστικά, ούτως ώστε -όσο του επιτρέπεται από την υφή του κόσμου- να μεταμορφώσει την πραγματικότητα, την ιδέα και τις συντεταγμένες της. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί -εξ αυτού- πολιτικός ποιητής ή, αλλιώς, αυταπόδεικτα να θεωρηθεί μοναχικός ποιητής ο οποίος αναπνέει στο περιθώριο της Ιστορίας. Γνωρίζει κιόλας ότι ο στοχασμός του για την κοινωνία και το άτομο εξωθείται σε μια ουτοπική επιθυμία, σε μια ανατρεπτική πραγματικότητα, που εκφράζεται μονάχα διαμέσου των ποιητικών ενατενίσεών του. «Αν ο άνθρωπος είναι σκόνη / εκείνοι που βαδίζουν μέσα στην έρημο / είναι άνθρωποι» (ποίημα «Οφθαλμαπάτη», μτφρ.: Αντώνης Μακρυδημήτρης).
Ο στοχασμός κι ο αναστοχασμός του για το είναι και το φαίνεσθαι, εμφανής σε όλο το έργο του εξάλλου, είναι ενορατικός – έχει προθέσεις, προσδοκά απαντήσεις και ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα τύπου Εμανουέλ Λεβινάς, «πώς είναι αυτό που είναι, τι σημαίνει αυτό που είναι…». Υιοθετεί την άποψη του Αζάια Μπερλίν για τη θεμελιώδη ελευθερία, την απόλαυση του βιώματος, την απεριόριστη ικανότητα που διαθέτει ο άνθρωπος για πρωτοβουλίες κάθε είδους και κάθε ποιότητας με αποκλειστικό στόχο την ευτυχία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνολικά, πολλαπλασιάζεται η ζωτική δύναμη του λόγου του, προσφέροντας την ευκαιρία να νιώσει κανείς την ψευδαίσθηση της διαφυγής από τον θάνατο (ει δε μη, το οριστικό τέλος), όσο επίσης να συνειδητοποιήσει την αδιαπραγμάτευτη κατάφαση, δηλαδή το υπέροχο ενδιάμεσο διάστημα που συνηθέστερα ονομάζεται ζωή.
Να ένα ωραίο απόσπασμα από την Πέτρα του ήλιου που ταιριάζει εδώ ακριβώς:
Να πέφτω
να ξανάρχομαι, να με ονειρεύομαι
και να με ονειρεύονται
άλλα μάτια μελλοντικά, μια ζωή άλλη
άλλα σύννεφα, και να πεθαίνεις έναν άλλο θάνατο
αυτή η νύχτα μου αρκεί, κι αυτή η στιγμή
που δεν παύει ν’ ανοίγεται και να μου αποκαλύπτει
πού ήμουνα, ποιος υπήρξα, πώς ονομάζεσαι
πώς εγώ ονομάζομαι… (μτφρ.: Γιώργος Μακρής).
Θα αποφύγω λοιπόν τον χαρακτηρισμό της διάλεξης ως «πρόσληψη του Πας στην ελληνική ποίηση» ώστε να μην μακρυγορήσω σ’ ό,τι αφορά περιπτώσεις παραλληλισμού (για παράδειγμα, με την ποιητική φωνή των Ελύτη, Γκάτσου, Εγγονόπουλου, Ρίτσου, Καρούζου) που θα απαιτούσαν αυστηρή φιλολογική ανάλυση και ενδελεχή κριτική αντιπαραβολή. Ο Μεξικάνος ποιητής και η ταυτότητά του (προκαρτεσιανή κατ’ αρχάς, ωστόσο σκιώδης για την ισπανική καταγωγή του, παγανιστική και κοσμοπολίτικη εν κατακλείδι), η εικονοποιία και η υπονοούμενη αλήθεια του, ο μύθος και η ποιητική του, έχουν πολλά και σημαντικά -ως προς την αρμονία τους- κοινά σημεία με τον νότο, τη μεσογειακή αντίληψη της ποίησης, τα ψελλίσματα και τις κρυφές ανάσες της σκέψης, την πρόσληψη του καθρέφτη ως συμβόλου σταθερού και την πρόσληψη του ορίζοντα ως ασταθούς σημείου γοητείας όσο και διαφυγής.
Συμφωνώ με την πρακτική του και επαυξάνω στη λογική του για ένα εγώ που επιθυμεί να ενωθεί με το εσύ και που τότε -αστραπιαία- το εσύ μετατρέπεται σε εμείς. Στο δοκίμιο Διπλή φλόγα αναφέρεται στο κάλλος, στην αλήθεια και στην αρετή ως τρεις έννοιες που ταυτόχρονα αποτελούν μία πραγματικότητα. Προτείνω, λοιπόν, να διατηρήσουμε αυτή την πραγματικότητα ως εξίσωση κατανόησης και εκτίμησης της ανθρώπινης περιπέτειας. Μέσα από την ποιητική έκφρασή του ίσως τελικά ξεπηδάει η δίψα της πληρότητας, η ανομολόγητη, για τον καθένα μας…