Κρίνεται δύσπιστα μια θεώρηση της ποιητικής τέχνης μέσω της τρέχουσας χρονικής ακολουθίας. Ο «Μολώχ της ιστορικής νομοτέλειας» απαιτεί να εκλαμβάνεται η Ποίηση βάσει μιας κανονικότητας που παραλληλίζει την κοινωνική εξέλιξη, την πολιτική και την οικονομική αντίληψη, με τις ιδέες περί ανθρωπισμού, πνευματικής δημιουργίας, ηθικής τάξης. Με βάση αυτό το μοντέλο όμως, δεν θα ήταν δυνατόν η Ποίηση να επιβιώσει ως καλλιτεχνική πρόταση, αντίδοτο ή δράση άμυνας της ύπαρξης απέναντι στο γίγνεσθαι του κόσμου διότι σε μια τέτοια περίπτωση, η Ποίηση θα εξελισσόταν σε ένα διαρκές λεκτικό μόρφωμα, έρμαιο της αιτούμενης φρασεολογίας ανά περιόδους – κάτι ανάλογο με τη σύγχρονη «διακίνηση» στίχων-σκέψεων-απόψεων σε διαφημιστικά μηνύματα ή ανάμεσα στις σελίδες των κοινωνικών δικτύων στο Διαδίκτυο.
Αποτελεί αυθαιρεσία η απόδοση μεριδίου ευθύνης στην Ποίηση για ό,τι αφορά τη δίνη των γεγονότων μέσα στην οποία μετακυλίεται η ανθρωπότητα. Ο Ομηρος έγραψε στο μεταίχμιο εξελίξεων, όπως και ο Δάντης, ο Ρεμπό, η Τσβετάγεβα, ο Τσέλαν… Κανένας ποιητής δεν επέδρασε ωφέλιμα ως προς την ανθρώπινη καταρράκωση (και δεν την ανακούφισε), ούτ’ αποκόμισε οφέλη πρόσκαιρα από την ικανότητά του ν’ αφηγείται απέριττα την αλήθεια. Η τραγωδία της ύπαρξης κυλάει στον ποταμό της αυτοσυνείδησης, εκεί όπου ακριβώς εδράζεται ο ρόλος της Ποίησης, όπως ίσως θα μπορούσε να ειπωθεί παραφραστικά από τον Τ. Σ. Ελιοτ.1 Το καταφέρνουν μόνον οι μύστες της Ποίησης – εκείνοι που ενίοτε δοξάζονται ή άλλοτε πληρώνουν το τίμημα της επερχόμενης κατάστασης με την ίδια τους τη φυσική εξόντωση. Αντιθέτως, αποτυχαίνουν όταν το ιστορικό γεγονός δεν τους γίνεται κατανοητό ή δεν τους επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ αυτό, όπως ανά περίπτωση στον Πάουντ και την Αχμάτοβα. Απαιτείται λοιπόν ελευθερία για το άτομο και το σύνολο, για τον πομπό και τον δέκτη του ποιητικού λόγου, ώστε να μην λανθάνει η βούληση για τη συνέχιση ύπαρξης της Ποίησης.
Το μεταπολεμικό δόγμα της παγκοσμιοποίησης που επιβλήθηκε άμεσα στον δυτικό κόσμο, αποδεικνύεται τώρα, εκ του αποτελέσματος, όχι αφελής ή εύσχημος κοσμοπολιτισμός είτε μια ιδεατή «εμπλουτισμένη διαφυγή προς τα εμπρός», αλλά ένα σχήμα διαχείρισης και συνδιαμόρφωσης συνιστωσών σε κάθε πεδίο, όπως και σε αυτό των τεχνών. Εντός αυτού του πλαισίου, διευρυμένου, πολυδαίδαλου και ταυτόχρονα οριακού και οριοθετημένου, η Ποίηση όφειλε να αναδιαμορφώσει τα εργαλεία, τους τρόπους για όλα όσα υπερασπίζεται αενάως. Εξ ου και προσανατολίστηκε προς τις εξής δύο κατευθύνσεις:
α. την παρακολούθηση της «μεταμοντέρνας» επιδίωξης για κυριαρχία με συνακόλουθη την εφαρμογή ταξινομήσεων και συσχετισμών, γεγονός που επέφερε στην κατατεθειμένη ποιητική παραγωγή αλλαγές και καινοτομίες, όσο ανάλογα οδήγησε σε αδιέξοδα εκφραστικά σχήματα,
β. τη δολιχοδρόμηση ανάμεσα στο δίπολο που συναπαρτίζουν η συγχρονία και η διαχρονία, δηλαδή το προαιώνιο δίλημμα πρακτικής απέναντι στον αναγνώστη, ώστε να παραμείνει όσο το δυνατόν πιο αλώβητη.
Πάντως, και στις δύο αυτές κατευθύνσεις, το άγνωστο διαπερνά το γνώριμο και το γνώριμο επιφυλάσσει το άγνωστο. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με αυτούς τους τρόπους σπινθηρίζεται η πρόοδος της ποιητικής τέχνης, προσπερνώντας τα ειωθότα της κάθε εποχής, αναζητώντας νέες παρεμβάσεις, δηλώνοντας «παρών» σε όλα τα διακυβεύματα. Από μιαν άλλη άποψη, η πρόοδος ανακόπτεται εξαιτίας των αυτοπεριορισμών της και ο ποιητής αμύνεται απέναντι στην επέλαση της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή μίας ακόμη έκφανσης της νεωτερικότητας με αμφισβητήσιμες εξελίξεις). Με μιαν τέτοια παραδοχή, αδυνατεί ν’ αντιπαρατεθεί με το ολοένα αυξανόμενο γόητρο του μεταμοντέρνου και δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει στα αιτήματα της τρέχουσας κουλτούρας. Αμεση συνέπεια είναι η αποκοπή του ποιητή από τη «φυσική ροή» του πολιτισμικώς πράττειν, όπου είναι οργανικά δεμένη η παράδοση με την επίτευξη του «νέου», της καινοτομίας, που ακολούθως μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές ως επόμενη παράδοση, και ούτω καθ’ εξής.
Η αφομοίωση των βασικών όρων γύρω από την έννοια της ελευθερίας αποτελεί πρόταγμα κάθε συζήτησης για τη λειτουργία και την επίδραση της Ποίησης στις κοινωνίες.2 Η ελευθερία περιέχει, επιπλέον, σταθερές κλίμακες αξιών. Η ελευθερία προαπαιτεί την ιστορική γνώση (με άλλα λόγια την ωφέλιμη ανάγνωση του παρελθόντος για συνολική ερμηνεία του παρόντος) και δίνει ώθηση στα κίνητρα και τους σκοπούς της ανθρωπότητας για το μέλλον. Η ελευθερία επιτρέπει τη διάκριση σε γενικό σύνολο, αρχηγέτη, συλλογικότητες και μικροκλίμακα του ατόμου, ώστε να υφίσταται η ισορροπία προς όλες τις αντικρουόμενες πλευρές – τότε μετέρχεται της ουτοπικής διάστασης στην ανθρώπινη φύση.3 Καταληκτικά, η Ποίηση διακρίνει την πραγματική εξέλιξη του κόσμου διαμέσου αυτού του πρίσματος. Και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πράγματι ο ποιητής καταφέρνει να επινοήσει κανονικότητες που θα απαλύνουν τη ζωή. Ούτε διεκδικεί τον ρόλο της πολιτικής, κατά τον οποίο η κοινωνία παρηγορείται, καθοδηγείται ή ανανεώνεται αναλόγως της κοσμοαντίληψης που έχουν διαμορφώσει τα μέλη της.
Η Ποίηση δεν έχει όρια, δεν τη συγκρατούν τα όποια σύνορα, δεν τη χαλιναγωγεί η ματαιοδοξία των προσώπων και οι μηχανισμοί γρήγορης προβολής ή και αβαθούς επιβολής. Πέραν του χρονικού περιορισμού, πέραν της κοινωνικής πρακτικής, αποτελεί ένα αυθεντικό βίωμα και δεν καταλήγει σε απλή σύμβαση της λογοτεχνικής πρακτικής. Η τέχνη του ποιητικού λόγου διαθέτει ακόμη «το άρωμα» της αισθητικής θεωρίας του υπαρξισμού επομένως η δημιουργία είναι ικανότητα και σύλληψη και ερμηνεία και νεύμα και αποκάλυψη και παρμενίδειο λέγειν τε και νοείν. Στο εξής, στην πορεία του συλλογισμού αυτού, η Ποίηση χρειάζεται την ηθική ως ερμηνευτικό πρίσμα της: εάν κι εφόσον ο πρωταρχικός κόσμος μοιράζεται μεταξύ ουρανού και γης, ο Λόγος υφίσταται για ν’ απελευθερώνει, να δίνει υπόσταση στο Είναι, να ανατροφοδοτείται εξ αυτού. Εδώ εννοείται βεβαίως η ποιητική δημιουργία ως έναρξη ή και «προζύμι» για την ελευθερία του πνεύματος.4 Με την ηθική του ποιητή-δημιουργού είναι δυνατόν να διατυπωθεί το σημαίνον και το καίριο της ανθρωπότητας. Διότι το έργο του, το ποίημα, είναι ένας πειρασμός: δημιουργείται εκ του μηδενός, διαπερνά την ύλη, ενώ ταυτόχρονα πλάθει την ιδέα και προτείνει τον σκοπό της πράξης. Ετσι εκπληρώνεται η στιγμή5 και η λειτουργία της Ποίησης.
Η ποιητική πράξη λαμβάνει χώρα μέσα στη φαντασία και μετουσιώνεται σε νόημα διά του ήχου και της εικόνας. Είναι εφήμερο συμβάν ως ψυχική εμπειρία, επανέρχεται σταθερά σε κάθε επαφή με το ποίημα. Ο «χώρος» που καταλαμβάνει το ποίημα έχει δομηθεί από «υλικά» του πραγματικού και του μη πραγματικού. Αυτός ο «χώρος» περιέχει την ανάμνηση και την εμπειρία του όντος, τη συνείδηση και την αρμονία αυτού, όσο επίσης την ηδύτητα της ύλης. Είναι ζωτικός για τον δημιουργό, επιθυμητός, βιωμένος και αρχέγονος. Δεν έχει γεωμετρική λογική διαστελλόμενος και συστελλόμενος, απέραντος κι ελάχιστος. «Ο κόσμος είναι η φαντασία μου» σημειώνει ο Σοπενχάουερ, επιβεβαιώνοντας τη φιλοσοφική θέση που προτείνει την κατανόηση του σύμπαντος μέσα από την ικανότητα του δημιουργού να το μικρογραφεί.6 Τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, η ποιητική δημιουργία εκδιπλώνεται πιο ελεύθερα, εμπλουτίζει τον ωφέλιμο ρόλο της δίνοντας προοπτικές στο μικρό και το μεγάλο, που συνίσταται κυρίως «στην ιδιότητα του συσχετισμού αντικρουόμενων ή ανόμοιων πραγματικοτήτων».7 Σ’ ετούτο το διανοητικό στροβίλισμα η φωνή της τέχνης αυτής γίνεται πιο ευδιάκριτη και εξακτινίζεται στον ορίζοντα του πνεύματος. Η Ποίηση δεν χωράει πουθενά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 T. S. Eliot, T.S. (1991). Collected Poems, 1909-1962 (The Centenary Edition). Florida: Harcourt Brace Jovanovich, p. 139.
2 Isaiah Berlin, Isaiah (2001). Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας. Γιάννης Παπαδημητρίου (Mετ.). Αθήνα: Scripta, σελ. 156-159.
3 Frederic Jameson, Frederic. (2007). Πολιτική της ουτοπίας, στο New Left Review, τ. 1 (ελληνική έκδοση). Αθήνα: Άγρα, σελ. 14-17.
4 Μανόλης Λαμπρίδης, Μανόλης (1993). Η ποίηση και το ηθικό πρόβλημα. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις, σελ. 101-104.
5 Λεβινάς, Εμανουέλ (1996). Από την Ύπαρξη στο Υπάρχον. Κωστής Παπαγιώργης (Μετ.). Αθήνα: Ινδικτος, σελ. 32.
6 Bachelard, Gastone (1983). Η ποιητική του χώρου. Ελένη Βέλτσου – Ιωάννα Χατζηνικολή (Mετ.). Αθήνα: Εκδόσεις Χατζηνικολή, σελ. 174-178.
7 Πας, Οκτάβιο (1991). Η άλλη φωνή. Η ποίηση στο τέλος του αιώνα. Πέγκυ Πάντου (Μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια, , σελ. 188-189.