Ποιήματα του παρόντος

Τέσσερα ποιήματα ως συμμετοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών

Το 9ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών θα λάβει χώρα κατά το τετραήμερο 24 με 27 Σεπτεμβρίου. Διοργανώνεται από τον Κύκλο Ποιητών. Ο υπογράφων συμμετέχει για δεύτερη φορά (η προηγούμενη: 2013, στην πρώτη διοργάνωση) με παρουσία στις εκδηλώσεις που αφορούν τη θεματική ενότητα «Εικονοποιήματα». Θα αναγνωστούν τέσσερα ποιήματα και θα πλαισιωθούν -σε γιγαντοοθόνη- από τρεις φωτογραφίες του, σύμφωνες με το αισθητικό πνεύμα της δαγκεροτυπίας. Τα ποιήματα αναρτιούνται εδώ στα ελληνικά και στα αγγλικά (μτφ.: Λουκία Σιγάλα, επιμ.: Ρίτα Ρούβαλη Τσάπμαν) : The 9th Athens International Poetry Festival took place during the four days of September 24 to 27. It is organized by the Poets’ Circle. I participated for the second time (the previous one: 2013, in the first event of the athenian festival) with a presence in the events related to the thematic section “Illustrations”. Four poems were read and were framed – on a giant screen – by three of his photographs, in line with the aesthetic spirit of daguerreotype. The poems are posted here in Greek and English (translated by: Loukia Sigala, edited by: Rita Rouvali Chapman)

ΘΑ

Θα σου τα πω όλα, κάπως ρομαντικά,
κάπως μεταφορικά. Έτσι ζούμε εδώ…

Οι βράχοι κυλούν ατελείωτα,
κλείνουν την έξοδο στο φως,
φωνασκούν τη στιγμή που γινόμαστε διάβολοι
(όταν, επιτέλους),
μας ωθούν στην τελετή του εγωισμού μας,
μας αναγνωρίζουν στο πλήθος, εμάς
ως λιγότερο επώδυνους
εμπρός στους καθρέφτες του τίποτε.

Έτσι θα ζήσουμε βεβαιωμένοι, έτσι θα ευτυχήσουμε.

Ακούγομαι ποιητικός, ίσως ανόητος,
και γελάς διαβάζοντας αυτές τις φράσεις.
Όμως, τώρα ξέρεις
ότι σε εγκαταλείπω για πάντα.

:::

I WILL

I will tell you everything, somewhat romantically,
somewhat metaphorically. This is how we live here…

The rocks roll endlessly, block the exit to the light,
call out the moment we become devils
(when, at last),
push us to the ceremony of our selfishness,
recognise us in the crowd,
us
as less painful
in front of the mirrors of nothingness.

This is the way to live assured, this is how we will be happy.

I sound poetic, maybe silly
and you are laughing reading these phrases.
But, it is how you know
that I am leaving you forever.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΙΝΟΚΚΙΟ

Σήμερα το αντιλήφθηκα. Δεν είμαι αυτός που φαίνομαι γιατί περπατώ στους δρόμους ενός άλλου ηλίου, πατώ στο χώμα μιας άλλης γης και ξεδιψώ με το γάργαρο νερό από τον ποταμό που αλέθουν οι άγνωστοι θεοί (αυτούς που τους αποκαλούν γνώριμους).

Δεν είμαι χαμόγελο αυθεντικό, ούτε ποτέ θα κλάψω. Και τον θυμό ή την αγωνία, πάντα τα προσποιούμαι. Μόνος φυλακίζομαι, μόνος σπάζω τα δεσμά μου.

Ζηλεύω τα πουλιά, τα ωκεάνια δάση, την επιδερμίδα της άνοιξης. Απεχθάνομαι μόνον την πραγματικότητα των ανθρώπων.

Σήμερα λοιπόν θα κάνω μια αλλαγή: θα απεκδυθώ τα πάντα. Εγώ, ένας Πινόκκιο χωρίς όνομα, με σάρκα που γερνάει κάθε μέρα, ασάλευτος, χωρίς φωνή σκεπτόμενος, με μύτη ξύλινη, μακριά, που μεγαλώνει, μεγαλώνει αντικρίζοντας το ψέμα που όλοι αποκαλούν αλήθεια και την αλήθεια που τη σμίγω στωικά, από άπειρα μικρά κομμάτια ζωής, και μου την αρνούνται.

:::

THE STORY OF PINOCCHIO

Today I realized it. I am not who I seem because I walk the streets of another sun, step on the soil of a different land and quench my thirst with the gurgling water from the river that unknown gods grind (those who call them acquaintances).

I am not a genuine smile, nor will I ever cry. And anger or or anxiety, I always fake it. Alone I am imprisoned, alone I break my bonds.

I envy the birds, the ocean forests, the skin of spring. I just hate the reality of people.

So, today I am making a change: I will bare everything. I, a Pinocchio without a name, with flesh that grows older every day, unsullied, without  a voice to think, with a long wooden nose, long, growing, forever growing to face the lie that everyone calls truth and the truth that I stoically put together, from infinite small pieces of life. And yet they deny it to me.

TΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ

Εδώ δεν μιλούν για μουσική των ονείρων.
Οι τέφρες του παρόντος χωρούν μόνον το μέλλον κι αυτές
τις αχτίδες που οι κοινοί κάτοικοι ονομάζουν ελπίδα.

Αυτό που ακούγεται, αυτό το λίγο, είναι ο εαυτός τους.
Το φθινόπωρο πέρασε όμοια με την άνοιξη. Κι ο χειμώνας
δεν ζει χωρίς κάποιο καλοκαίρι…

(Με λίγα όνειρα του Κάφκα, τις μικρές λέξεις του Ελύτη, τη μυρωδιά από μαγείες του Πας: οι ανάσες σώζονται από την αιωνιότητα!)

Κοιτάζοντας δίπλα, όλα «υπάρχουν». Ατενίζοντας, όλα «σβήνουν»
Σαν την αυγή, αμοίραστη ανάμεσα στα σωθικά και στο δέρμα του κόσμου.

Είναι επώδυνη η σιωπή, όλοι το ξέρουν.

:::

THE PAST DOESN’T END

They don’t talk about the music of dreams here.
The ashes of the present hold only the future and these
rays that common residents call hope.

What is heard, this bit, is themselves.
Autumn passed like spring. And winter
cannot exist without a summer…

(With a few dreams of Kafka, minute words of Elytis, scent of Paz’s magic: breaths are saved from eternity!)

Looking by, everything “exists”. Gazing, everything “disappears”,
like the dawn, indivisible between the innards and skin of the world.

Painful is silence, everyone knows.

ΕΠΟΧΗ

Ακούγεται από μακριά ο χρόνος των πραγμάτων.
Ψίθυροι ή φωνές από εμένα ανάμεσα σε άλλους,
άγνωστους πολεμιστές για μια επανάσταση
(όχι τις συνηθισμένες που καίγονται μαζί με χαρτιά,
ρουχισμό και μάζες από ιδέες),
έτσι τη λένε:
αυτή την ποθητή ανάγκη ν’ αλλάξει ο ουρανός,
να τιθασευτούν τα ελάσσονα, οι βαρετές αρχές, κανόνες
και αιτίες έτοιμες που μισήσαμε γιατί δεν γευτήκαμε αληθινά,
την απορία για την Ιστορία, το μάγευμα, τη σιωπή της
στο μυαλό μας και στον βυθό.

Ο θυμός κάνει θόρυβο. Οι πόρτες ανοίγουν πάλι,
στο φως πάλι το βλέμμα των απεγνωσμένων
απέναντι στα τέρατα με γαλανόλευκες σημαίες,
καμένο χώμα, ανάσες παλαιάς ευμάρειας, χρήματα.

Δεν βρίσκω τα βιβλία μου. Το νερό τελειώνει
πριν από τον χειμώνα. Επιβιώνω με όπλα αφανή,
– με σκοτώνουν
εάν αρνηθώ να σκοτώσω εσένα κι εσένα, εσάς.

Καταφθάνει, μπαίνω στη γραμμή, δέομαι τα ανεπίστροφα.

:::

ΕRA

The time of things can be heard from afar.
Whispers or shouts from me among others,
unknown warriors for a revolution
(not the usual ones that burn together with papers,
clothing and piles of ideas),
this is what they call it:
this lustful need for the sky to change,
to tame the minor, boring principles; the rules
and ready causes we hated because we did not truly taste,
the question about History, its magic, its silence
in our mind and in the deep sea.

Anger makes noise. The doors open again,
in the light again the look of the desperate
against monsters with blue and white flags,
scorched earth, breaths of old wealth, money.

I can’t find my books. The water is running out
before winter. I survive with weapons unseen,
– they kill me
if I refuse to kill you and you, you.

It arrives, I get in line, I plead for the irrevocable losses.