Ποιος ο «νηκτικός» νους;

Το πρώτο κριτικό σημείωμα του Κ. Βούλγαρη από μια σειρά προσεγγίσεων στην εν εξελίξει βιβλιογραφία. Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία επιθεώρησης Ο Πολίτης (τ. 95, Δεκέμβριος 2001).

Ρούβαλης, Βασίλης (2001). Νηκτικός νους. Αθήνα: Γαβριηλίδης

Δεκέμβριος 2001

Πρώτη προσέγγιση από τον κριτικό

Του Κώστα Βούλγαρη

Όσο απομακρυνόμαστε από τη δεκαετία του ’80 το ενδιαφέρον για τις νέες ποιητικές εμφανίσεις βαίνει αυξανόμενο (τρόπος του λέγειν…), όχι μόνο γιατί η δυστοκία καθίσταται πλέον εμφανής, αφού ελάχιστοι νέοι ποιητές προέκυψαν μέχρι στιγμής, αλλά και γιατί η απορία περί της ιδιαίτερης ταυτότητας του λόγου των μελλόντων να λάβουν τη σκυτάλη παρατείνεται, χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ικανές να τροφοδοτήσουν κάποιες στοιχειωδώς επαρκείς υποθέσεις. Έτσι, το βιβλίο του Βασίλη Ρούβαλη δεν μπορεί παρά να εξεταστεί υπό το φως των προηγούμενων, έστω κι αν κινδυνεύει να φορτωθεί με απαιτήσεις δυσβάσταχτες. 

Με θητεία στη βιβλιοπαρουσία του περιοδικού Διαβάζω και τώρα στα πολιτιστικά της Ελευθεροτυπίας, περί τα τριάντα κατά την ηλικία, ο Ρούβαλης εισέρχεται στον ποιητικό στίβο εξοικειωμένος με το τοπίο του σημερινού ποιητικού λόγου, οπωσδήποτε υποψιασμένος και άρα λιγότερο κατάλληλος για «δείγμα», όπου πιθανόν να απογράφονταν οι ενδιάθετες τάσεις. Η γραφή του έχει ήδη κατακτήσει μια επάρκεια ύφουςς, ενώ τα σημεία αναφοράς του και οι οφειλές του δηλώνονται ανοικτά. θα έλεγε κανείς πως η δημοσιογραφική θητεία τον ωφέλησε, πως η γνώση του χώρου και η ύπαρξη ενός βήματος έκφρασης είχαν σαν αποτέλεσμα να μην χρειαστούν οι μια-δυο προκαταρκτικές συλλογές, οι οποίες συνήθως είναι απαραίτητες ώσπου ο νέος ποιητής να οριστικοποιήσει τη φωνή του.

Ο Ρούβαλης λοιπόν εμφανίζεται έτοιμος, κομίζοντας μια χυμώδη, βατή και αρκετά μεστή λυρική ποίηση. Κινείται με άνεση στο μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού φάσματος των προηγούμενων δεκαετιών, από την προοιμιακή ποίηση του Σαραντάρη μέχρι τις μετασεφερικές λυρικές απηχήσεις στο έργο των ποιητών του ’70 και του ’80, προτιμώντας τους χαμηλούς τόνους, αποφεύγοντας τις έντονες αντιθέσεις και τους σκληρούς φωτισμούς, τις ανατροπές και τις κορώνες, τις ακραίες λύσεις και εν γένει την αισθητική της πρόκλησης. Μόνο όταν γίνεται επιγραμματικός χρησιμοποιεί λέξεις φορτισμένες, αλλά ακόμα και τότε φροντίζει να «κλείσει» το ποίημα, να μην αφήσει τον λόγο μετέωρο ή τον ρυθμό πάνω από την κειμενική αποτύπωση, μη επιτρέποντας έτσι στην αναγνωστική σχέση να επεκταθεί και εκτός της σελίδας, δηλαδή αποφεύγοντας την επιδίωξη της μεγαλύτερης διάρκειας για τη συγκίνηση και την υποβολή των αντηχήσεων, τεχνικές που ως γνωστόν διευκολύνουν τη βαθύτερη εγχάραξη του αισθήματος και της εικόνας. Οι πυρήνες της ποίησης του Ρούβαλη είναι ανομοιογενείς και αρκετά εμφανείς, η διακύμανση του ύφους δηλοί μια υπόκωφη ένταση, οι μικρές εξάρσεις προσώρας συγκρατούνται από το γενικό πλαίσιο αλλά θέτουν βάσιμες υποθήκες για μελλοντικές επεξεργασίες, για αναπτύξεις αυτόνομες ή και αποκλίνουσες. 

Αν με βάση τα ελάχιστα σαφή δείγματα που μας έχουν δώσει μέχρι στιγμής οι νεότατοι ποιητές αποφασίζαμε να ρισκάρουμε, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις τάσεις, τρεις πιθανούς δρόμους απ’ όπου η ποίηση που έπεται πρόκειται να περάσει στο άμεσο μέλλον. Ο πρώτος είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, γλωσσοκεντρικός και επιμένει στην περαιτέρω αποδιοργάνωση του στίχου, σχεδόν με μανία ντανταϊστική. Ο δεύτερος αναζητά τις αφετηρίες του σε ιδρυτικές απόπειρες του παρελθόντος, π.χ. στον Ουίτμαν ή τον Σικελιανό, προβάλλοντας μάλλον αγχωτικά τη στόχευσή του, ίσως ως αντίδραση στη βίωση της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται σήμερα ο ποιητής και η τέχνη του. Τέλος, η τρίτη προτιμά τους βατούς τόπους της πρόσφατης ποιητικής παράδοσης, χωρίς να επιδιώκει τόσο την ιδιοτυπία αλλά τη συνέχεια, όπως είναι η περίπτωση του Ρούβαλη. Και οι τρεις όμως σύντομα θα φθάσουν στο οριακό σημείο, το οποίο συνάντησαν οι αμέσως προηγηθέντες ποιητές του ’80, με αποτέλεσμα αρκετοί απ’ αυτούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 και πιο συστηματικά κατά την τελευταία πενταετία, να δοκιμάσουν να βγουν πέραν του ορίου, εκτιθέμενοι στους κινδύνους που εμπεριέχει το τοπίο της νέας ευαισθησίας, αντιμετωπίζοντας ευθέως τα διακυβεύματα, αποδεχόμενοι την πρόκληση της επαναδιατύπωσης των αιτημάτων του σύγχρονου ποιητικού λόγου, της τροποποίησης των σταθερών του.