Οι ποιητές της Διαπραγματικότητας

Ο Βαγγέλης Κάσσος εστιάζει στο κραχ της πραγματικότητας και την τοποθέτηση έναντι της από νεότερους ποιητές

Το παρακάτω θεωρητικό κείμενο του ποιητή και μεταφραστή Βαγγέλη Κάσσου απευθύνεται στην πραγματικότητα, στη ρεαλιστική ή όπως τη νοούν ρεαλιστική μερικοί από τους αναφερόμενους ποιητές και ποιήτριες της νεότερης περιόδου. Το κείμενό του είναι σ’ εξέλιξη, ανοιχτό, έως τη στιγμή δημοσίευσης στην παρούσα ιστοσελίδα.

ΣΕ ΕΝΑ ΠΕΖΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ με τον τίτλο «Τα παράθυρα», ο Μπωντλαίρ γράφει: «Τι ενδιαφέρει αυτό που μπορεί να είναι η πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται έξω από εμένα, αφού αυτή με βοήθησε να ζήσω, να αισθανθώ ότι υπάρχω και ότι είμαι αυτό που είμαι;».

Το γεγονός ότι μια θυελλώδης ποιητική συνείδηση, όπως υπήρξε ο Μπωντλαίρ, αναγνωρίζει στην πραγματικότητα το έρεισμα της ύπαρξής του, αλλά και της τέχνης του, έχει από μόνο του ιδιαίτερη σημασία, πλην όμως αφορά τον ίδιο.

Αν συνδυάσει όμως κανείς το γεγονός αυτό με το δεδομένο ότι ο Μπωντλαίρ υπήρξε κατ’ αρχήν ένας από τους τελευταίους μεγάλους ποιητές του ρομαντισμού και στη συνέχεια ο πρώτος μεγάλος ποιητής της νεωτερικότητας, η περίπτωσή του αναδεικνύεται αυτόματα σε ποιητικό παράδειγμα.

Και τούτο, γιατί ο ποιητής αυτός χρησιμοποίησε την πραγματικότητα ως πρωταρχικό εργαλείο της τέχνης του με δύο διαφορετικούς τρόπους: κατ’ αρχάς ως ρομαντικός ποιητής, με το να γυρίσει την πλάτη του στην πραγματικότητα, πράγμα που έκαναν άλλωστε όλοι οι ρομαντικοί ποιητές, και, στη συνέχεια, ως νεωτερικός ποιητής, με το να εφεύρει μία προσωπική ποιητική στρατηγική ανταγωνιστικής συμπόρευσης με την πραγματικότητα, συνδέοντας το εφήμερο με το αιώνιο.

Η τυπική και ουσιαστική συνηγορία του Έλιοτ υπέρ του παραδείγματος Μπωντλαίρ ως νεωτερικού ποιητή συνέβαλε στην παγκόσμια επιβολή και κυριαρχία του μέχρι τις μέρες μας.

Λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο που έπαιξε η πραγματικότητα τόσο στη διαμόρφωση του νεωτερικού ποιητικού παραδείγματος, όσο και στη διαμόρφωση του αντίστοιχου ρομαντικού, μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε ότι η πραγματικότητα αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα για την ποίηση γενικά;

Πριν το πούμε αυτό, θα πρέπει ασφαλώς να εξετάσουμε την περίπτωση των υπερρεαλιστών. Εφόσον οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι αντικείμενό τους είναι τα όνειρα, γιατί να μην δεχτούμε ότι η πραγματικότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα για την υπερρεαλιστική ποίηση;

Ιδού μια μεγάλη παρεξήγηση: η ονειρική ύλη δεν περιλαμβάνει ποτέ καθαρή υπερπραγματικότητα, αλλά και μίμηση φυσικής πραγματικότητας. Προσέχοντας όμως κανείς τα ποιήματα των υπερρεαλιστών, θα παρατηρήσει ότι αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από υπερπραγματικότητα. Για να το επιτύχει αυτό ο υπερρεαλιστής ποιητής και προκειμένου ν’ αποφύγει τη χρήση της πραγματικότητας, δεν θα πρέπει να την έχει συνέχεια στον νου του; Υπό την έννοια αυτή, η πραγματικότητα αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα και για την υπερρεαλιστική ποίηση.

Πρέπει λοιπόν να το παραδεχτούμε: η ποίηση χρειάζεται την πραγματικότητα. Τουλάχιστον, πολύ περισσότερο από ό,τι η πραγματικότητα φαίνεται να χρειάζεται την ποίηση. Λέω «φαίνεται», γιατί τα τελευταία χρόνια οι μεταβολές που έχουν συντελεστεί κι εξακολουθούν να συντελούνται στο πεδίο της πραγματικότητας, τείνουν να ανατρέψουν την αγοραία αντίληψη ότι η πραγματικότητα δεν χρειάζεται την ποίηση και τη φαντασία, γενικότερα.

Πράγματι, πριν από περίπου 30 χρόνια, η ανάδυση της «δυνητικής πραγματικότητας» (virtual reality), η οποία, σύμφωνα με τον ανάδοχό της και πρωτοπόρο της αντίστοιχης τεχνολογίας Τζάρον Λάνιερ, συνίσταται σ’ ένα αλληλεπιδραστικό, τρισδιάστατο περιβάλλον, φτιαγμένο από υπολογιστή, στο οποίο μπορεί κάποιος να εμβυθιστεί, έχει εγείρει ένα πλήθος ερωτημάτων σχετικών με το καθεστώς αυτής της ίδιας ως τεχνητής πραγματικότητας, κυρίως όμως ζητημάτων σχετικών με την αντιπαραβολή ή τον συνδυασμό της με τη φυσική πραγματικότητα.

Ένας από τους πλέον θερμούς υποστηρικτές της «δυνητικής πραγματικότητας», ο Πιέρ Λεβύ, αναφωνεί: «Καλώς ήλθατε στο νέο ενδιαίτημα του ανθρώπινου είδους. Καλώς ήλθατε στους δρόμους του δυνητικού… Δεν πρόκειται διόλου για κόσμο πλασματικό ή φανταστικό. Αντίθετα, η δυνητικοποίηση είναι η ίδια η δυναμική του κοινού κόσμου, είναι αυτό μέσω του οποίου μοιραζόμαστε μια κοινή πραγματικότητα».

Οι θεωρητικοί του κονστρουκτιβισμού, που από τη δεκαετία του ’70 είχαν ήδη διαχωρίσει την απτή πραγματικότητα από την πραγματικότητα των συμβάσεων, κατατάσσοντάς τις σε πρώτης και δεύτερης τάξεως πραγματικότητες, αντίστοιχα, μόλις εκδηλώθηκε ως φαινόμενο η «δυνητική πραγματικότητα», έσπευσαν να τη συμπεριλάβουν στον κατάλογό τους, κατατάσσοντάς την σε πραγματικότητα τρίτης τάξεως και, ταυτόχρονα, πληροφορώντας μας ότι πλέον ζούμε σε έναν «λαβύρινθο πραγματικοτήτων».

Είναι όμως, άραγε, το φαινόμενο της δυνητικής πραγματικότητας τόσο απλό, όπως μας το εμφανίζουν ο Πιέρ Λεβύ και οι κονστρουκτιβιστές ή μήπως σηματοδοτεί τη μετάβαση από έναν τύπο πραγματικότητας σ’ έναν άλλο, πράγμα που, σύμφωνα με θεωρητικούς, όπως ο Μάικλ Χέιμ, συνεπάγεται μια «οντολογική μετάβαση», δηλαδή μια μεταβολή του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι αντικρίζουν τον κόσμο» αντί μιας «αλλαγής παραδείγματος»;

Ως κατώφλι μετάβασης σ’ έναν άλλο κόσμο θεωρεί τη δυνητική πραγματικότητα και ο Ζαν Μπωντριγιάρ, η εκτίμησή του όμως αυτή δεν μένει στο επίπεδο της επιστημονικής ουδετερότητας. Συνοδεύεται από μια εξόχως οργισμένη κριτική.

Ο Μπωντριγιάρ υποστηρίζει ότι «κινούμαστε προς έναν κόσμο, όπου καθετί που υπάρχει ως ιδέα, όνειρο, φαντασία, ουτοπία θα ξεριζωθεί, επειδή πάραυτα θα πραγματοποιείται, θα διεκπεραιώνεται. Τίποτε δεν θα επιβιώσει ως ιδέα ή νοητική σύλληψη. Δεν θα έχετε καν χρόνο να ονειρεύεστε. Γεγονότα, πραγματικά γεγονότα, δεν θα προλαβαίνουν να συμβούν. Το καθετί θα το προλαβαίνει η δυνητική του πραγματοποίηση. Καταγινόμαστε με το εγχείρημα της δόμησης ενός ολοκληρωτικά θετικού κόσμου, ενός τέλειου κόσμου, αποκαθαρμένου από κάθε ψευδαίσθηση, από κάθε μορφής κακό και αρνητικό, απαλλαγμένου, ει δυνατόν, και από τον ίδιο το θάνατο. Αυτή την αποστειρωμένη, την απόλυτη και δίχως όρους πραγματοποίηση του κόσμου – αυτήν ακριβώς αποκαλώ το Τέλειο Έγκλημα. Τούτο συνεπάγεται μια καθοριστική μετάβαση από μια κατάσταση κρίσης σε μια κατάσταση καταστροφής. Ο πραγματικός και ιστορικός κόσμος, με το πλήθος των τάσεων και των αντιφάσεων, υπήρξε πάντοτε σε κρίση. Όμως η κατάσταση της καταστροφής είναι άλλο πράγμα. Δεν σημαίνει αποκάλυψη ή αφανισμό˙ σημαίνει την εισβολή κάτι ανώμαλου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με κανόνες και μορφές που δεν κατανοούμε και που ενδέχεται να μην κατανοήσουμε ποτέ. Η κατάσταση δεν είναι απλώς αντιφατική ή παράλογη – είναι αλλόκοτη… Σ’ αυτήν την αλλόκοτη κατάσταση, αντιμέτωποι με ακραία φαινόμενα, δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει».

Αναφέρθηκα εκτεταμένα στις απόψεις του Μπωντριγιάρ, επειδή εξάπτουν το ενδιαφέρον μου περισσότερο από εκείνες όλων των άλλων θεωρητικών που έχουν ασχοληθεί με τη «δυνητική πραγματικότητα». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τις ασπάζομαι καθ’ ολοκληρίαν.

Κατ’ αρχάς, δεν πιστεύω ότι κινούμαστε προς έναν κόσμο, όπου καθετί που υπάρχει ως ιδέα, όνειρο, φαντασία, ουτοπία, θα ξεριζωθεί και ότι η αιτία γι’ αυτό είναι η δυνητικοποίηση της πραγματικότητας. Αντίθετα, πιστεύω ότι βρισκόμαστε ήδη σ’ έναν κόσμο, όπου το όνειρο, η φαντασία και η ουτοπία έχουν προ πολλού ξεριζωθεί δίκην παρασίτων από την πραγματικότητα που καλλιεργείται συστηματικά ως πρότυπο. Ο προπαγανδισμός για την απόλυτη αξία της χρηστικής πραγματικότητας οδήγησε στην ολοσχερή κυρίευση της ανθρώπινης συνείδησης από αυτήν. Γεγονός ωστόσο αφύσικο, αφού η ανθρώπινη συνείδηση δεν είναι καμωμένη μόνο για τη χρηστική πραγματικότητα, αλλά και για την ονειρική πραγματικότητα.

Η μονομανής επένδυση στη χρηστική πραγματικότητα, πέρα απ’ οποιαδήποτε αντανάκλαση της ουσιαστικής της αξίας, δεν μπορούσε παρά να καταλήξει, αργά ή γρήγορα, σε μια «οντολογική φούσκα» και, βέβαια, στο σπάσιμό της, σ’ ένα αληθινό κραχ της πραγματικότητας.

Για να πληρωθεί το κενό που δημιούργησε το κραχ της χρηστικής πραγματικότητας, νομοτελειακά σχεδόν, προέκυψε η «δυνητική πραγματικότητα», η οποία, κατά τη δική μου αντίληψη, αποτελεί προϊόν συγχώνευσης της χρηστικής πραγματικότητας (κατά το τεχνολογικό μέρος) και της ονειρικής πραγματικότητας (κατά το φαντασιακό μέρος).

Φοβούμαι όμως ότι η πλήρωση του κενού που δημιούργησε το κραχ της χρηστικής πραγματικότητας από τη «δυνητική πραγματικότητα» δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει στην ανθρώπινη συνείδηση το κύρος της πραγματικότητας καθ’ εαυτής ούτε να ξυπνήσει τις αισθήσεις που, σύμφωνα με την πολλαπλώς βεβαιωμένη κβαντική θεωρία, συμμετέχουν στον προσδιορισμό της αισθητής πραγματικότητας.

Δεν σας ζητώ να εμπιστευθείτε τη δική μου διαίσθηση. Σας ζητώ να ακούσετε τι λένε σχετικά οι νεότεροι ποιητές, οι ποιητές δηλαδή στις συνειδήσεις των οποίων το κραχ της χρηστικής πραγματικότητας και η ανάδυση της «δυνητικής πραγματικότητας» έχουν ήδη εγγραφεί ως «καθοριστικές εμπειρίες της νεότητάς» τους, ενώ σ’ εμάς τους παλαιότερους εγγράφονται ως «αργοπορημένες εμπειρίες».

Η πραγματικότητα, βέβαια, εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ μπροστά μας, αλλά είναι κλινικά νεκρή. Γράφει γι’ αυτό σχετικά η Αγγελική Σιγούρου (γεν. 1973):

Αρκεί

Να μην φεύγουν από τη θέση τους τα πράγματα

………………………………………………………..

Να μένουν πάντα εκεί

………………………………………………………..

Ήσυχα

Ακρωτηριασμένα

Πειθήνια

Υποταγμένα

Αόρατα

Ανύπαρκτα

Νεκρά

 

Αποστρέφει το βλέμμα του από την ακρωτηριασμένη αυτή πραγματικότητα, ο Βασίλης Ρούβαλης (γεν. 1969) και αναρωτιέται:

Κρύβω τα μάτια μου απ’ το φως

Όπως τ’ ακίνητα τοπία

……………………………………………

Να προτιμήσω το άλγος των ονείρων

Ή τα νοσηρά τινάγματα αυτής της πραγματικότητας;

 

Το δίλημμα αυτό είναι στην ουσία αυτοπαρηγορητικό. Την απάντηση στο δίλημμά του τη δίνει ο ίδιος ποιητής, γράφοντας:

Είσαι στο παρόν / Είσαι εδώ / Με τον εαυτό σου / Γυμνό και ταπεινό

 

Τα αισθητήρια όργανά μας βρίσκονται και αυτά στη θέση τους, όμως οι αισθήσεις μας έχουν πέσει σε λήθαργο. Γράφει γι’ αυτό ο Γιάννης Ευθυμιάδης (γεν. 1969):

Προσδοκώ το εξιτήριο των αισθήσεων

Και ο Δημήτρης Αγγελής (γεν. 1973) απορεί:  

Κοιτάζω, μα με τα μάτια υπάρχουν λίγα

              στ’ αλήθεια να δω.

Ακούω, μα κανείς πια δεν μιλάει. Τι

άλλαξε την ώρα που κοιμόμουν, ποιος

             μου ’κλεψε τις αισθήσεις;

Στην ερήμωση της όρασης αναφέρεται και ο Γιάννης Στίγκας (γεν. 1977):

Αλλά θα ’ρθουν καιροί

με στυφά δευτερόλεπτα

να ερημώσουν την όραση

να την κάνουνε Σιβηρία

Μήπως, όμως, ως Σιβηρία έχει παγώσει η ανθρώπινη συνείδηση συνολικά; Για την παγωμένη αυτή ερημιά της συνείδησης ο Βασίλης Αμανατίδης (γεν. 1970) γράφει:

Χλωρίδα και πανίδα! Πού βουβαθήκατε;

Γύρη κάλυξ ανθοδόχη στήμων ύπερος κοτσάνι μίσχος περιάνθιον,

          που κάποτε στην πλάση ανθοπλημμύρα,

     μια κάμπια πράσινη έστω πάνω μου πώς θα ’θελα,

    και όχι αυτό που όλο πίπτει κουφέτο πίπτει χαλάζι

          Πώς ξεχάστηκα εγώ στους κήπους,

         τι ψύχραν’ έτσι ο καιρός;

 
Όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα που προανέφερα, αλλά και από τη γενικότερη εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τις ποιητικές συλλογές αυτής της γενιάς, πουθενά οι συγγραφείς τους δεν καταφέρονται κατά της «δυνητικής πραγματικότητας» θεωρώντας την υπαίτια για την έκπτωση της πραγματικότητας ή για την έκπτωση των αισθήσεων που την προσλαμβάνουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ποιητές αυτοί παρακάμπτουν το φαινόμενο της «δυνητικής πραγματικότητας». Τουναντίον, αναφέρονται σε αυτό και το αποτιμούν, άλλοι μεν ευθέως άλλοι δε υπαινικτικά. Σ’ ένα ποίημά του με τον τίτλο «Αληθοφανής πραγματικότητα», ο Γιώργος Λίλλης (γεν. 1974), γράφει:

Ο ερειπωμένος κόσμος δεν μπορεί να αναστηλωθεί.

Βάλε με αντίκρυ στο είδωλο της σκιάς μου,

που της επέτρεψες να υπάρχει δίχως να είμαι παρών.

Θέλω να αναμετρηθώ με την απόγνωση,

όπως όταν εξερευνάς μια καινούργια πατρίδα

Ο ποιητής εκφράζει μεν την απόλυτη δυσπιστία του ως προς την ικανότητα της «δυνητικής πραγματικότητας» ν’ αναστηλώσει τον ερειπωμένο κόσμο, όμως δεν απορρίπτει τη νέα αυτή πραγματικότητα. Ζητάει πίστωση χρόνου, για ν’ αναμετρηθεί μαζί της, έστω και αν είναι να νιώσει την απόγνωση εκείνη που νιώθουν όσοι μεταναστεύουν σε μια ξένη χώρα και δεν έχουν ακόμη προσαρμοστεί.

Για τη νέα αυτή πραγματικότητα ορισμένοι θεωρητικοί έσπευσαν να υποστηρίξουν ότι δήθεν ελλείπει από αυτήν η τραγικότητα που χαρακτηρίζει την αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη, οπότε μάλλον καταχρηστικά αποκαλείται  «δυνητική πραγματικότητα», ενώ θα έπρεπε να αποκαλείται «δυνητικό όνειρο».

Όμως, απ’ όσο ξέρω, δεν μαρτυρείται από την Ιστορία περίπτωση ανθρώπου, ο οποίος, ξυπνώντας από ένα όνειρό του, να οδηγήθηκε στην αυτοκτονία εξαιτίας του ονείρου που είδε. Δυστυχώς, στις μέρες μας, αυτό έχει συμβεί αρκετές φορές σε χρήστες βιντεοπαιχνιδιών, κυρίως εφήβων, οι οποίοι μετά την αποσύνδεσή τους από το περιβάλλον της «δυνητικής πραγματικότητας» αυτοκτόνησαν, εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι βίωσαν –και μάλλον εξακολουθούσαν ακόμη να βιώνουν– τη «δυνητική πραγματικότητα» ως απτή πραγματικότητα και όχι ως όνειρο.

Δεν υπάρχει λοιπόν οντολογική ουδετερότητα για τους χρήστες της «δυνητικής πραγματικότητας». Μάλιστα, για ορισμένους από αυτούς, ίσως τους περισσότερους, την ισχυρότερη οντολογική δέσμευση αποτελεί η σύνδεσή τους με έναν αναμμένο υπολογιστή. Αυτό πιστεύω ότι υπαινίσσεται ο Δημήτρης Ελευθεράκης (γεν. 1978) στο ποίημά του με τον τίτλο «Ψηφιακή τεχνολογία»:

 στις φυλλωσιές ένα τρυγόνι

ύμνο στον άνεμο γυρίζει

δέντρο ο θάνατος θροΐζει

σβηστή οθόνη

Ο ανάδοχος της «δυνητικής πραγματικότητας» Τζάρον Λάνιερ, μιλώντας γι’ αυτήν, τη χαρακτηρίζει πολιτιστική επανάσταση, επειδή με αυτήν η φαντασία μετατρέπεται σε αντικειμενική. Στο ποίημά του με τον τίτλο «Η λυδία λίθος», ο  Χάρης Ψαρράς (γεν. 1982) γράφει:

Θα σταματούνε τα ποτάμια

μια σπιθαμή πριν προκαλέσουν τον πνιγμό σου.

Τα χρήματα θα είναι αρκετά

τα όνειρα ολοκαίνουργια.

 

Γενικά, οι ποιητές της νεότερης γενιάς δείχνουν να έχουν πειστεί ότι η «δυνητική πραγματικότητα» θα αποδειχθεί κρίσιμη για την ανθρώπινη κατάσταση. Δυσπιστούν όμως, όσον αφορά τη δυναμική του φαινομένου. Εξάλλου, ο ίδιος ο Λάνιερ έχει εξομολογηθεί ότι η εξέλιξη της «δυνητικής πραγματικότητας» θα είναι αργή και ότι θα απλωθεί σε πολλές γενιές.

Αντί να μπω στον πειρασμό να καταθέσω τη δική μου διαίσθηση σχετικά με την εξέλιξη της «δυνητικής πραγματικότητας» και τη διαχείριση των προϊόντων αυτής της εξέλιξης από τους ποιητές της νεότερης γενιάς, προτιμώ να επισημάνω μια μεταστροφή του Μπωντριγιάρ, όσον αφορά τις απόψεις του για τη «δυνητική πραγματικότητα», που θεωρώ ότι είναι πολυσήμαντη.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄90, ο Μπωντριγιάρ, στο βιβλίο του με τον τίτλο Το τέλειο έγκλημα, αναγγέλλει το θάνατο της πραγματικότητας και καταγγέλλει ως υπαίτια τη «δυνητική πραγματικότητα». Περίπου μία δεκαετία μετά, εκδίδει ένα βιβλίο με τον τίτλο Το Σύμφωνο της διαύγειας, το οποίο δεν είναι παρά ένα μανιφέστο για την «Πλήρη Πραγματικότητα» (Réalité Intégrale), στην οποία, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, τα πάντα θα γίνουν πραγματικά, ορατά και διαφανή.

Πού οφείλεται αυτή η μεταστροφή; Ο ίδιος σιωπά, προφανώς προσποιούμενος ότι μεταστροφή δεν υφίσταται. Είναι, όμως, φανερό: ο Μπωντριγιάρ δεν υπολόγισε ότι ενδεχόμενη σύζευξη της φυσικής πραγματικότητας με τη δυνητική θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Και όμως αυτό ακριβώς συνέβη. Με εξαιρετική μάλιστα επιτυχία, στον τομέα της Ιατρικής. Έσπευσε λοιπόν ο Μπωντριγιάρ μήπως προλάβει την επικράτηση του όρου «Διαπραγματικότητα» (Interreality), ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την επιτυχημένη σύζευξη φυσικής και δυνητικής πραγματικότητας.

Πέρα όμως από τις επιστημονικές εφαρμογές της «Διαπραγματικότητας», κατά την εκτίμησή μου, αυτή έχει ήδη διαποτίσει, ως νεότευκτη αίσθηση, τις συνειδήσεις των νεότερων ποιητών. Κάποιοι τη βιώνουν ως Οδύσσεια χωρίς επιστροφή. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Δημήτρης Πέτρου (γεν. 1970), ο οποίος γράφει:

Το σπίτι που γεννήθηκα, ένας λαβύρινθος

από το σαλόνι στην κουζίνα,

από το επάνω πάτωμα στο υπόγειο

-μια κατάβαση στον κάτω κόσμο και πίσω πάλι-

σε κάθε γωνιά ένα κρυμμένο πρόσωπο

που παραδόξως μου μοιάζει

μετράει τις πράξεις μου, στήνει παγίδες,

-μια οδύσσεια χωρίς επιστροφή-

 

Κάποιοι τη βιώνουν ως όνειρο, πλην όμως όνειρο ισοδύναμο με την κοινώς αποδεκτή πραγματικότητα. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Σταμάτης Πολενάκης (γεν. 1970), ο οποίος γράφει:

Το ξέρω καλά ότι στο ίδιο ποτάμι δυο φορές

δεν μπήκε ποτέ κανείς, αλλά πίσω απ’ αυτά

τα βουνά ένα άλλο ποτάμι υπάρχει

που εγώ το διέσχισα ξανά και ξανά

ταξιδεύοντας μ’ ένα πανάρχαιο μονόξυλο.

Βρίσκομαι στ’ όνειρό μου και πηγαίνω

Μ’ ένα πανάρχαιο μονόξυλο ενάντια

στη σκοτεινή ροή του χρόνου.

 

Κάποιοι την υποδέχονται στωικά, ως εξέλιξη της μονοδιάστατης πραγματικότητας. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Θοδωρής Ρακόπουλος (γεν. 1981), ο οποίος γράφει:

Περάσαμε στην άλλη διάσταση

Κοιτάμε το δικό μας χέρι, πάλι

Δευτερόλεπτα μόλις μπροστά, κουρδισμένο

Μας δίνει την σκυτάλη

(Ίσα που το αγγίζουμε): Απανθρακωμένο

Από άλλη γη αυτή η επανάσταση

Κάποιοι, τέλος, την αναμένουν ως λύτρωση, ως έναν κόσμο πιο ιερό απ’ αυτόν που μας έχει παραδοθεί και που δεν είναι παρά ένας σκουπιδότοπος. Χαρακτηριστική περίπτωση, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου (γεν. 1983), ο οποίος γράφει:

Καλή και η πραγματικότητα, αυτή η υπέροχη χωματερή, η τόσο αντιποιητική. Καλά και τα κλειδιά της, τ’ αντικλείδια της, οι τίτλοι, οι υπότιτλοι, οι σημειώσεις και οι παραπομπές.

Καλή και η ψυχανάλυση, το ουρλιαχτό, η ανάγκη για έναν τρίτο κόσμο, πιο ιερό, αφού άλλος δεν υπάρχει. Καλά και τα ζωτικά ψεύδη, τα κοινά μυστικά, τα μισόλογα, οι μισές αλήθειες. Καλοί οι στίχοι-γατάκια, οι στίχοι-γαριδάκια, καλές οι γέφυρες και τα γεφυράκια.

 

BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Allan, Derek. (2001). «Literature and reality», Journal of European Studies, v. 31.

Baudrillard, Jean (2004). Le Pacte de lucidité ou l’ intelligence du Mal, Paris: Éditions Galilée.

Baudrillard, Jean (2000) Τhe vital illusion, New York: Columbia University Press.

Baudrillard, Jean (1999). Le crime parfait. Paris: Éditions Galilée.

Benoit, Denis (2007). «De l’  émergence de “nouvelles réalités”: Les “prédictions créatrices”». Revue internationale de Psychosociologie, 29 – Vol. XIII.

Botz-Bornstein, Thorsten (2003). «Réalité virtuelle et rêve. Vers la condition autiste?», L’ALEPH – Philosophies, Arts, Littératures, no 12 (Hors-série).

Heim, Michael (1993). The Metaphysics of Virtual Reality, Oxford: Oxford University Press.

Hillis, Ken (1999), Digital Sensations: Space, Identity, and Embodiment in Virtual reality. Minessota: University of Minnesota Press.

Lauria, Rita (1997). «Virtual Reality: An Empirical-Metaphysical Testbed». Journal of Computer-Mediated Communication, Vol. 3, No 2.

Lèvy, Pierre (1999). Δυνητική Πραγματικότητα. Μ. Καραχάλιος (Μετ.). Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Otto, Peter (2009). «Romanticism, Modernity, and Virtual Reality: An Overview and Reconceptualisation of the Field». Australian Humanities Review, Issue 46.

Roussel François-Gabriel, Rousseul-Jeliazkova Madeleine (2009). Dans le labyrinthe des réalités (La réalité du réel, au temps du virtuel). Paris: L’ Harmattan.

Viaud-Delmon, Is., Jouvent, Rol. (2002). «Réalité virtuelle: un défi pour la conscience». Pour la Science, no 302.

Zaleski, Jeff (2001). Η Ψυχή του Κυβερνοχώρου. Aθήνα: Εκδόσεις Αρχέτυπο.