Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη είναι η κληρονομιά της νεότερης γενιάς. Παραμένει αναγνωρίσιμη, αλλ’ ακόμη δεν έχει αποκτήσει τα ικανά ερείσματα μεταξύ των νεότερων ποιητών που θα την αναδείξουν ως στοιχείο αυτοκαθορισμού, καταφατικά είτε αρνητικά, για τα βήματά τους στον χρόνο. Ο ελυτικός λόγος, με άλλα λόγια, απαιτεί συνεκτίμηση από όλους εκείνους που πιστεύουν στην ποιητική ιδεολογία: την έκφραση και την απτή έκφανση ενός σύμπαντος ιδεών και αντιλήψεων, αισθητηρίων και αισθήσεων, συναρμοσμένων ρυθμών και γλωσσικών σχηματισμών, έναντι της άλλης πραγματικότητας, της ημερολογιακής και επίπλαστης, της συνδιαμορφούμενης από εξωτερικά –μη ποιητικά– στοιχεία.
Το ένστικτο του ποιητή υπήρξε καθοριστικό. Άλλο τόσο εξύφανε έναν ποιητικό μύθο γύρω από τον ρόλο του δημιουργού στην εντοπιότητα που κινήθηκε. Κι απέδωσε στον εαυτό του τον ρόλο του περαματάρη, του ταπεινού φορέα ενός μηνύματος για την αξία αυτού του μύθου σε γνώστες και μη. Μοιάζει να πείσθηκε από νωρίς, κατά πώς φανερώνουν τα γραπτά του τα εκτός ποίησης, ότι όντως κάποιος μυείται στην τελετή της ποίησης για ν’ ανταπεξέλθει στον διά βίου διάλογο (και στη συχνή σύγκρουση) μεταξύ υλικού κόσμου και πνευματικής ανάτασης. Ετούτος ο μύθος συντροφεύει εφεξής τη δημιουργική επαφή των επομένων, όχι επιγόνων ακριβώς, με το σώμα της ελληνικής ποίησης και, παράλληλα, επισημαίνει τη σημείο εκκίνησής του. Ηθελημένα είτε αθέλητα, στους επόμενους ποιητές, τους χαρακτηριζόμενους γενικά «της νέας χιλιετίας», επιδρά ρυθμιστικά η ελυτική συνθήκη˙ επαναδιευθετεί την πορεία τους, επιμετρά το διάνυσμά τους και αποδεσμεύει –εκ επιλογής– την αρχιτεκτονική τους από πεπαλαιωμένα ή «καθεστωτικά» σχήματα της μεταπολεμικής γραφής.
Για τον Ελύτη, η ποίηση είναι όχημα που οδηγεί στην ερμηνεία της ύπαρξης˙ ο τρόπος του αποδεικνύεται διχαστικός ή βασανιστικός, κάτι που αντιλαμβάνεται ο ίδιος όσο και οι κατοπινοί ερμηνευτές-αναγνώστες του ποιητές. Η ταυτότητά του είναι μια ερμητικά κλειστή πόρτα – επικοινωνεί ωστόσο με στίχους και επινοημένα σχήματα για την πλησμονή και τη θλίψη σε συνεχείς εναλλαγές, δημιουργεί συγκινησιακές είτε νοηματικές αποχρώσεις, διαχειρίζεται τη σιωπή του ατόμου, ως στοργικός πατέρας, απέναντι στην απειλητική βοή του πλήθους. Μια σχολαστική ανάγνωση συλλογών, όπως το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» και τα «Ελεγεία της Οξώπετρας», αποκαλύπτει το παιχνίδισμα που καταφέρνει στοιχειοθετώντας ένα εξωτερικό περίβλημα λυρισμού, ευχάριστου και λαμπερού, ενώ αναπτύσσει διάλογο με την έλευση του σκιώδους ορίζοντα που είναι ο θάνατος. Παρά τα όσα έχουν επισημανθεί από την κριτική, επηρεάζοντας την αναγνωστική προσέγγιση των δύο προκείμενων συλλογών, ο ποιητής γνωρίζει –και μόνον αυτός– το υποσυνείδητο σχήμα τους, τη βαθύτερη δομή και τα ακρόρριζά τους. Ως εκ τούτου, το μαγικό στοιχείο δεν παρεισφρέει ακατάσχετα εδώ αλλά λειτουργεί ανανεωτικά, σε συνδυασμό με κατακτημένες ικανότητες: την αφηγηματική οικονομία, την αυξομειούμενη διέργεση της συγκίνησης, τα αφανή νοηματικά υποστηρίγματα. Πρόκειται για μια ξεχωριστή αίσθηση, ζηλευτή…
Υστερα από τη θεμελίωση του Διονυσίου Σολωμού, την αδιαφιλονίκητη, ισχυρή κι ωφέλιμη διδακτική τοποθέτησή του στο ελληνικό ποιητικό πάνθεον, η παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη αποτελεί την αλλαγή σκυτάλης στον εικοστό αιώνα. (Ο Κ.Π.Καβάφης, εξάλλου, υπήρξε ένα παράλληλο γεγονός). Απέφυγε να αναλύσει την ποίησή του, κι οπωσδήποτε γνώριζε το άνυσμά της. Προτίμησε επίσης την ολιγοστομία, ειδικά στα χρόνια των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών τεκταινόμενων στην Ελλάδα, όπως και τη νηφάλια επικοινωνία με την επικαιρότητα. Εξέλαβε γενναιόδωρα κι αλτρουιστικά τη νομπελική βράβευση ως διάκριση για την ελληνική ποίηση. Επέτυχε να ‘ναι ο τρυφερός, μεστός εκφραστής του νοήματος που κομίζει η ποίηση μέσα από τις περιπετειώδεις διαδρομές της έως το σύγχρονο παρόν. Με αυτήν την ιδιότητα οδεύει, και τοιουτοτρόπως αποκαλύπτει, αργά όλο και πιο αργά, την παντοδυναμία της τέχνης αυτής στο διακύβευμα της ζωής.