Κοινωνικές, υπαρξιακές, γλωσσικές περιπλανήσεις

Βιβλιοπαρουσίαση με κριτικές επισημάνσεις στις Λεύγες, από τον συγγραφέα Πέτρο Γκολίτση στο λογοτεχνικό ένθετο της εφημ. «Εφημερίδα των Συντακτών» (Απρίλιος 2017).

Ο Βασίλης Ρούβαλης (Αθήνα, 1969), διευθυντής του περιοδικού και των εκδόσεων poema, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και αρθρογράφος, μας παραδίδει τις «Λεύγες», οι οποίες και πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στο πλαίσιο του Κύκλου «Μουσική και Ποίηση». Μια «παράσταση» που συνοδεύει με τη μορφή του δίσκου ακτίνας το παρόν βιβλίο, με αποσπάσματα από τη δραματοποιημένη εκδοχή του έργου.

Ο ποιητής συνυφαίνοντας το βιοσοφικό με το διακειμενικό στοιχείο καταθέτει άρτια ποιητικά μορφώματα που λειτουργούν όχι μόνο ακουστικά και οπτικά, αλλά μας μεταφέρουν σε μια σκηνογραφική και σκηνοθετική προτεραιότητα που δείχνει προς το «επικό» ποίημα.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση με αξιώσεις, που επιμερίζεται σε εννέα μέρη, με αντανακλάσεις τόσο στην «Οδύσσεια» όσο και στη «Θεία Κωμωδία», αλλά και με σπινθήρες και αφορμές για στοχαστικές εικόνες και υπαρξιακές περιπλανήσεις επίσης διακριτά παρούσες.

Ακολουθώντας τον χαραγμένο δρόμο τού «Αξιον Εστί» του Ελύτη, ο νεότερος ποιητής μεταποιεί τη δική του εμπειρία στο πλαίσιο της δικής μας πλέον εποχής. Μεταχειριζόμενος τα σύμβολα και τα κείμενα ως αλληγορίες, επιλέγει να υπηρετήσει πρωτίστως το ποιητικό του όραμα, αποκαθηλώνοντας και αποκαλύπτοντας τη γύμνια και τα πανταχού χαλάσματα του κοινωνικού μας τοπίου, τα ψευδή σκηνικά μας, τους «ήρωες» και τους «συνοδοιπόρους» μας, σε ένα επαναληπτικό βούλιαγμα.

Ενώ ο Ρούβαλης ως ποιητής διογκώνει τεχνητά την ατομική του συγκίνηση και ενώ επίσης ρέπει, μέσω του συναισθηματισμού, προς έναν ρομαντικό βερμπαλισμό, επεμβαίνει ως αφηγητής επαναληπτικά και με τα σχοινιά του ελέγχει και συγκρατεί την εμπειρία από τη διάχυση, αντισταθμίζοντας με την προσωπική του φωνή την όποια εσκεμμένη ασάφεια και το μεγαλεπήβολο του βλέμματός του.

Με γλώσσα συχνά μετεωριζόμενη τόσο μεταξύ της ιδέας και του πράγματος όσο και του αισθήματος και της αισθηματολογίας, μας λικνίζει και μας πυρπολεί κερδίζοντάς μας ως αναγνώστες και κρατώντας μας στο σύνολο του ποιητικού αυτού κειμένου κατορθώνοντας κάτι δύσκολο.

Ελεεινολογώντας έμμεσα αποτυπώνει την τρέχουσα πραγματικότητα -στην υπαρξιακή και την κοινωνική της έκφανση- ως μια ευρύτερη κατάπτωση, όχι μόνο στον τόπο μας. Αποφασίζοντας σε αυτό το πλαίσιο να λειτουργήσει ως ποιητής μάρτυρας, δεν αποκρύπτει την πρόθεσή του να διακριθεί ως άνθρωπος της συντεχνίας.

Και ορισμένα δείγματα: «Βρισκόμουν μακριά. / Στα χαλάσματα της εποχής, / αφύλαχτος κι ανεπαρκής· αναζητούσα λέξεις για τον αβέβαιο κύκλο» και «Ξαπλώνω στην πέτρα, τον ουρανό κοιτάζω − / οι σκουριές αφήνουν χρώμα στις λαβές των πολέμων, φυσάει / το παρόν και μαζί με τους νεκρούς διακορεύεται […]».

Ενα εξομολογητικό τελικά «εγώ» που, αναζητώντας μέχρι τέλους την ταυτότητά του μεταξύ προφήτη, αρχιτέκτονα και πλοηγού, θυμοσοφεί.