Βλέποντας στο φμπ τις αναρτήσεις για τον Ηλία Λάγιο (Άρτα, 5 Ιουλίου 1958 – Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2005), οι αριθμοί ξαφνιάζουν: από το 2005… Από εκείνη την ημέρα που χτύπησε το τηλέφωνο με την είδηση της αυτοκτονίας του. Και μετά, στο κοιμητήριο με όλους τους ποιητές και φίλους που γνώριζαν το πρόσωπο και το έργο, τη συνεισφορά του στη νεοελληνική ποίηση.
Ένα σιγανό, ανομολόγητο συμπέρασμα: διάφοροι προσέτρεξαν να «κερδίσουν τη φιλία του», αρκετοί τον εξυμνησαν όσο επίσης τον λοιδόρησαν όταν τους ξεπερνούσε ως τεχνίτης του λόγου ή όταν έφθανε πια στα όρια της εσωτερικής πάλης του (δεν ήταν, δηλαδή, ενταγμένος στο πρέπον αστικοκουλτουρέ περίγραμμα του συστήματος, το επιζητούμενο για να πάρει κάποιος την «ταυτότητα του ποιητή»).
Ο Ηλίας όμως ήταν ένας καλός παρατηρητής της πραγματικότητας «από την ανάποδη». Καθημερινά, στον πεζόδρομο του Κουκακίου, κτήτορας μιας ξεχωριστής, υψηλής αξίας βιβλιοθήκης, βαθύς γνώστης και αναπαραστατικός αφηγητής φάσεων των ποδοσφαιρικών αγώνων του Παναθηναϊκού, με τους καφέδες και τα ούζα του, με τις απαγγελίες δύσκολων στίχων από κλασικούς.
Έτσι ήταν: ένας κλοσάρ, ένας ωραίος αλητήριος που δεν γέμιζε το μάτι, αλλά γνώριζε την αλήθεια, την τόσο πολύπλευρη, και τη διαχειριζόταν. Έτσι δεν πρέπει άλλωστε οι ποιητές (…να εξαπατούν το γίγνεσθαι με τη σκέψη και τις λέξεις τους;). Ας τον διαβάσουν οι «ειδικοί του φμπ»…
Α Ν Τ Ρ Α Σ
Όρθρου βαθέος. Μου σώνεται το ουίσκι
κι η νύχτα που διαβαίνει με σαρκάζει.
Άφωνοι παίζουν στο πικάπ οι δίσκοι.
Το σώμα μου μια μάζα που βελάζει.
Λείπεις. Κι απόψε με κυκλώνουν ίσκιοι.
Ένα φαντασματάκι κάνει χάζι.
Μου λέει: «Κάποιο κακό, θαρρώ, σε βρίσκει».
Η νύχτα, γρια πουτάνα που νυστάζει.
Σ’ αυτό το διψασμένο ξενύχτι,
σπαράζω, σαν το ψάρι μες στο δίχτυ.
Το ξέρω. Απόψε θα με σώσει η τέχνη.
Παραμιλώ. Γαμώ την ομορφιά σου.
Η αγάπη κακοφόρμισε και ζέχνει.
Μα τι είναι; Σαν να θρόισαν τα μαλλιά σου…
::