Η γενέθλιος ημερομηνία του ποιητή Γιάννη Ρίτσου δίνει την αφορμή για έναν προβληματισμό αναφορικό με το περίγραμμά του… Η φιγούρα του ως «ποιητή της Ρωμιοσύνης» έχει φθαρεί εκ της ρεαλιστικής πραγματικότητας που διατρέχει τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία με ποικίλες επιδράσεις στη δέσμη ιδεών γύρω από την πολιτική πράξη, την αντίληψη της συλλογικότητας, τη δόμηση της πνευματικής επάρκειας του ανθρώπου.
Η διαρραγή της πρότερης ξεχωριστής υφής του «ποιητή» στη λεγόμενη τωρινή κοινή γνώμη έχει συντελεστεί, άλλωστε, αρκετά νωρίτερα. Ο Ρίτσος, ένας Αριστερός διανοούμενος με ευρύτερη αποδοχή κατά τις πρώτες δεκαετίες της συντηρητικής διαχείρισης του επώδυνου και ντροπιαστικού Εμφυλίου -παρά τις δόσεις σιωπηρής αντεκδίκησης ή και ανοιχτής εκδίκησης από τους «νικητές» προς τα αντίπαλα σώματα της ελληνικής κοινωνίας-, διεκδίκησε ένα περίοπτο βάθρο, έναν παράδοξο τίτλο εθνικού βάρδου (κατά μία έννοια, παράλληλη με εκείνον τον τύπο ποιητή που αντιπροσώπευσε ο Παλαμάς σε σχέση με εκφάνσεις της ελληνικής πραγματικότητας στον ιστορικό χρόνο). Κι όχι μόνον, βεβαίως. Ασυνείδητα (ή συνειδητά;), με την ορμητική παρουσία του στον χώρο των γραμμάτων, συνέβη να επισκιάσει άλλους ποιητές με παρόμοιο πολιτικό όραμα και με ανάλογες προθέσεις έκδηλου κοινωνικού προοδευτισμού στα μεταπολεμικά χρόνια, ωσάν τον Αναγνωστάκη, τον Λειβαδίτη, τον Λεοντάρη.
Η «φωνή» του Ρίτσου είναι επαμφοτερίζουσα. Τα στοιχεία που τη διακρίνουν είναι ο λυρισμός, η ενδοσκόπηση στο Εγώ αλλά και η στοχαστική παρατήρηση του κόσμου, του Εμείς, όσο και ο πραγματισμός (έως και κυνισμός) της ιδεολογικής διαδρομής του. Η ποίησή του βρίθει από όλα ετούτα, με το επιπλέον δεδομένο της δικής του ξεχωριστής εκφραστικής ταυτότητας, της μοναδικότητας του «χνώτου» -ήτοι, της αισθητικής του- ανάμεσα στους στίχους.
«Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα».
Γεννήθηκε την 1η Μαΐου 1909. Με την αποδημία του (1990) συζητήθηκε επί πολύ η αξιολόγηση και «τοποθέτηση» των τιμαλφών της ποιητικής του, το πότε και το πώς. Παράλληλα με την επιδιωκόμενη ανθολόγηση από τη Χρύσα Προκοπάκη, εδώ και κάποια λίγα χρόνια, κάμποσες διδακτορικές διατριβές σκιαγραφούν διευρενητικά το έργο του Ρίτσου δίχως ακόμη ν’ αποφέρουν μια τελική έκδοση με απολήξεις της συγγραφικής φυσιογνωμίας του.
Κατά πόσο διαβάζεται ο Ρίτσος σήμερα; Στην εποχή της διασημομανίας -όπου και οι νεότεροι ποιητές εμπλέκονται παρασυρμένοι στο διαγκωνίζεσθαι υπέρ ενός πρόσκαιρου φαίνεσθαι σε ψηφιακό κοινωνικό φόντο- ο λόγος του φαίνεται «παράξενος»… Ετούτο, μάλλον, θ’ αναδειχθεί αργότερα σε πλεονέκτημα της γραφής του, όταν αρχίσει η αναψηλάφησή της και γίνει κατανοητό από τις ιστορικές συνθήκες, έτι περαιτέρω, και μέσα στη ζάλη της σύγχρονης αυτοπροβολής, πως η ανθρώπινη ύπαρξη οδεύει εμπρός στους ίδιους χαρτογραφημένους δρόμους της ατομικής και συλλογικής εξέλιξης. Κι ακόμη, όταν η αντίληψη για τον ποιητικό λόγο αλλάξει και θεωρηθεί εκ νέου αντίλογος στις λογής πραγματικότητες.
Προς το παρόν, ο Ρίτσος απολαμβάνει μια «ένθεη διάσταση» στο πνευματικό γίγνεσθαι, με μειωμένους αναγνώστες και συνοδοιπόρους στη σκέψη του. Άπαντες, ωστόσο, αναγνωρίζουν την αμηχανία της βιβλιογραφικής διαχείρισης των εγγραφών του – οι ποιητικές συλλογές ξεπέρασαν τις εκατό, τα πεζά και θεατρικά του υπολογίζονται σε δεκαπέντε, τα κριτικά, τα δοκιμιακά, οι μεταφράσεις του και άλλα κείμενα προσμετρώνται σε πολλές δεκάδες.
Είναι ο «μεγάλος» ποιητής, ο δαφνοστεφής, που αναμένει την ουσιαστική κι οριστική τοποθέτησή του στο δίκαιο πάνθεον των σημαντικών-επιδραστικών προσώπων της νεοελληνικής γραμματείας.
::