Κριτικό κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Παναγιωτίδη, αναφερόμενου στις Λεύγες. Παραπλήσια υπήρξε η παρουσίαση από τον ίδιο, στην εκδήλωση που οργανώθηκε από τις (.poema..) εκδόσεις και το ΠΜΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, στη Φλώρινα (Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016).
Αντλώντας από τη θεολογική περισσότερο παρά τη φιλοσοφική θεώρηση της ύπαρξης, του υπαρξιστή Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, ενός από τις πιο σημαντικές αλλά και αμφισβητούμενες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα: Η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι το ότι κατανοεί το Είναι. Ο άνθρωπος που κατανοεί το Είναι, είναι για τον Χάιντεγκερ ένα ον, που είναι αυτό που είναι, έχοντας επιπλέον τη δυνατότητα να γίνει κάτι που ακόμα δεν είναι. Είναι δηλαδή ένα ον μπροστά από τον εαυτό του, ένα ον καθ’ υπέρβαση, που στοχεύοντας πέρα από αυτό που είναι, επιδιώκει να γίνει αυτό που δεν είναι ακόμη. Η υπερβατικότητα, η έκσταση, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι περιορισμένη εντός των ορίων του κόσμου στον οποίο βρίσκεται. Ο Στάινερ αναλύει τον Χάιντεγκερ υποστηρίζοντας ότι το έργο του φιλοσόφου αγγίζει την υψηλή ποίηση και από την άλλη, η ποίηση του Τσέλαν γίνεται δυνατή με τη βοήθεια των χαϊντεγκεριανών νεολογισμών και της χαϊντεγκεριανής συμπλοκής των λέξεων. Η συμπλοκή αυτή έχει στόχο ωστόσο το να φανερωθεί «ένα δεύτερο γλωσσικό σημάδι», μια απόσπαση του νοήματος από τις γλωσσικές του ρίζες, ένα «βήμα προς το φως».
Λεύγες: ποιητική σύνθεση με πυκνή στοίχιση, διαιρεμένη σε εννέα ενότητες (ψευδο – ενότητες), κατακερματισμένη σε μικρές ολιγόστιχες στροφές με αυτόνομα (σχεδόν αυτόνομα) νοήματα. Έντονη στοχαστική διάθεση. Ο ποιητής βυθίζεται οικειοθελώς στα βάθη της ύπαρξης, επιδιώκει να υπερβεί αυτό που Είναι και με εργαλείο τη συμπλοκή των λέξεων ψηλαφίζει τα νοήματα του κόσμου, διαπιστώνει τον κατακερματισμό των νοημάτων, αποδομεί τον εαυτό του και αναζητά την ποίηση ή την ποιητικότητα στην υπονόμευσή της. Παρηχήσεις – ήχοι απρόσμενων λέξεων – ομοιοκαταληξίες – ρυθμός – εξεζητημένο ύφος – νεολογισμοί – η θέση του ποιητικού υποκειμένου στον κόσμο – ο κόσμος υφίσταται και προχωρά – ο ποιητής τι είναι; – σκοτεινό βιβλίο. Ο ποιητής παλεύει να υπερβεί το Είναι του στο πλαίσιο του χρόνου και του χώρου που βιώνει, με ένα εκτενές ποίημα – μαύρο – σκοτεινό – περιχαρακωμένο – γεμάτο νοήματα μεταφυσικά – σχεδόν μεταφυσικά –– εδώ όλα συμβαίνουν ερήμην – το ποιητικό υποκείμενο έχει συνείδηση της εξορίας του – είναι η προσωπική, υποκειμενική εμπειρία της εξορίας – είναι αποκαλυπτικό – εξορία ή αυτοεξορία; – η ποίηση γίνεται το σημείο αντίστασης απέναντι στη δεινή πραγματικότητα και σε ό,τι ψευτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη – ποιήματα νοηματικά απόκρημνα – το σκηνικό – παραλία – είσοδος στο νερό – θάλασσα – βυθός – βάθος.
Στις Λεύγες, ο Βασίλης Ρούβαλης, γειώνει όλα τα οργανικά στοιχεία που συνθέτουν τη γλώσσα. Ο ποιητής εξάλλου είναι πρωτίστως η γλώσσα του. Αναζητά τη γλωσσική ακρίβεια. Ψαύει μέσα στη ψίχα του συντακτικού, ανασυντάσσει τη προδιαγεγραμμένη σύνταξη, η εκφορά των λέξεων αποκτά ένα νέο βάρος, μια καινούργια ουσία. Γλωσσική σύντμηση, πύκνωση και παράλειψη. Η αφαίρεση και η απίσχναση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά στα αλλόκοτα συντάγματα λέξεων που συνθέτουν το ποιητικό σώμα. Τα ποιήματα βρίσκονται όχι σε αυτά που δεν λένε, αλλά στο περιθώριο των λέξεων και των νοημάτων. Οι Λεύγες θραύουν το πλέγμα της ομιλίας και δίνουν στη γλώσσα τη φωτεινή δυναμική της μέσα από το σκοτάδι. Οι Λεύγες του Ρούβαλη είναι μία ποιητική σύνθεση μπροστά από τον εαυτό της, μπροστά από τον ποιητή, ένα ποίημα καθ’ υπέρβαση, που στοχεύοντας πέρα από αυτό που είναι, επιδιώκει να γίνει αυτό που δεν είναι ακόμη. Η υπερβατικότητα, η έκσταση, που χαρακτηρίζει την ποίηση, στην περίπτωση του Ρούβαλη, στην πραγματικότητα δεν βυθίζεται αλλά προσπαθεί, μάταια ίσως, να ξεπεράσει τα όρια του κόσμου στον οποίο βρίσκεται, τη θαυμαστή πολυπλοκότητα και οργάνωση της γλώσσας, όχι μόνο στην ποιητική, αλλά και στη σημασιολογική εκδοχή της με κοφτές, σχεδόν ασθμαίνουσες, έναρθρες κραυγές και κάποτε διαρρηγνύει τη σχέση του ποιητή με τη γλώσσα. Οι λέξεις, οι φράσεις, τα κατακερματισμένα νοήματα στις Λεύγες μας εκχωρούνται ως ψηφίδες από κάποια άλλη περιοχή της ύπαρξης.
Ο Ρούβαλης εργάζεται πάνω στην αισθητική και νοηματική απόκριση του λόγου προς τα πράγματα και τις ιδέες. Υπερβαίνει τους περιορισμούς των αισθήσεων και της αντίληψης με εργαλείο του τη γλώσσα. Κάποτε μοιάζει να εξέρχεται από τον εκλογικευμένο Λόγο και κοντοστέκεται στον φωτεινό κόσμο της ύπαρξης. Βγαίνει από τον κόσμο όπου ζει για να τον παρατηρήσει, υπερβαίνει την ύπαρξή του, αποσπά το νόημα από τις γλωσσικές του ρίζες και κάνει ένα διστακτικό «βήμα προς το φως», το φως της ύπαρξης.
«Όποιος δεν δίνει στο ποίημα τη δύναμη αντίστασης του μη-κοινωνήσιμου δεν έχει γράψει ποίημα» σημειώνει κάπου ο Τσελάν εν είδη «αφορισμού». Οι Λεύγες έχουν μία δύναμη αντίστασης, δεν είναι «κοινωνήσιμες», είναι ένα μυστικό ή μυστικιστικό ποίημα μα όχι ερμητικό. Ο λόγος μάχεται με το διάφανο. Ο ποιητής βρίσκεται συνεχώς ενώπιον των ορίων του, μαχόμενος τα όριά του: διαβάζοντας αναρωτιόμαστε, ως πού μπορεί να προχωρήσει η σκέψη ώστε να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι; Ποια μπορεί να είναι τα όρια της γλώσσας; Στις Λεύγες ο ποιητής νιώθει ανοίκεια στο χώρο και στο χρόνο του, σε μία χώρα η οποία τον καιρό αυτό δεν έχει συνείδηση των δεινών της. Αν ο αναγνώστης απαγκιστρωθεί από την ανάγκη της οριζόντιας κατανόησης και αποπειραθεί να βυθιστεί ολοκληρωτικά στη γλώσσα της ποιητικής αυτής σύνθεσης, τα νοήματα θα μετουσιωθούν εμπρός του σε μία καθαρή συνομιλία και τέλος, ακολουθώντας τη συνεχή δόνηση των νοημάτων, προσέχοντας τις αναπνοές -τις εισπνοές και τις εκπνοές στο ρυθμό του λόγου- αλλά κυρίως κρατώντας την ανάσα του εκεί που πρέπει, τότε θα εννοήσει και την πειραματική, εκλεπτυσμένη έκφανση του ποιητικού αυτού λόγου.