Γόνιμος μινιμαλισμός: Νηκτικός νους

Πρώτη κριτική αποτίμηση για την εισαγωγική συλλογή «Νηκτικός νους» (2001) στο περιοδικό Εντευκτήριο.

ΡΟΥΒΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ. (2001). Νηκτικός νους. Αθήνα: Γαβριηλίδης.

17/1/01
Γόνιμος μινιμαλισμός

Της Τιτίκας Δημητρούλια

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βασίλη Ρούβαλη, Νηκτικός νους, έχει τίτλο ανοιχτό και πολύσημο. Οι συνδηλώσεις του παραπέμπουν στους ουρανούς όπου ανοίγονται τα νηκτικά πτηνά, αλλά και στα νερά όπου καταδύονται και δημιουργούν την όμορφη εικόνα ενός λογισμούς που ταξιδεύει στον κόσμο. Παραθέτοντας ως προμετωπίδα της συλλογής του στίχους του Γιώργου Σαραντάρη, ο Ρούβαλης αποτίει φόρο τιμής στον ιταλοτραφή και για καιρό παραγνωρισμένο ποιητή του Μεσοπολέμου, αλλά και δηλώνει σαφώς τις εκλεκτικές του συγγένειες. Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής, ολιγόστιχα, επιγραμματικά ενίοτε, λυρικά και μαζί στοχαστικά, χωρίς δυσκολία κάνουμε λόγο πια ξεκάθαρα για επίδραση – σε μεγάλο βαθμό αφομοιωμένη. Όπως επίσης διαπιστώνουμε μια ευρύτερη αναφορά στην ιταλική κουλτούρα, μέσα από τίτλους ή στίχους του Μοντάλε λόγου χάρη – και η σημείωση της αναφοράς αυτής προφανώς δεν στερείται νοήματος. 

Ο Ρούβαλης κάνει ποίηση την αίσθηση και το αίσθημα με λέξεις απλές. Κοιτάζει γύρω του, αποδομεί τις εικόνες της φύσης και τις ανασυνθέτει, αναμειγνύοντας τα συστατικά τους στοιχεία με τον τρόπο του βιώματος. Εγχέοντας το αίσθημα ή τον στοχασμό σε τοπία ζωγραφισμένα με αδρές γραμμές, αλλά γεμάτα ήχους, χυμο΄πυς και χρώματα – ή αναδεχόμενος τις ιδιότητες των πραγμάτων στην υπαρξιακή του αναζήτηση ενός συγκροτημένου προσωπικού και ποιητικού υποκειμένου. Μείζον χαρακτηριστικό του τοπίου αυτού, που προοδευτικά οικοδομείται από την αρχή έως το τέλος της συλλογής, είναι η ελληνικότητα – μια ποιητική σήμανση και σημασιοδότηση της ελληνικότητας, που όχι μόνο δεν αποκρύπτει τις καταβολές της, αλλά αντιθέτως τις υπογραμμίζει, διεκδικώντας παράλληλα το μερίδιό της στην πρωτοτυπία, σε επίπεδο εκφοράς κυρίως. Αναφέρω ενδεικτικά τα καστέλια με τα γδαρμένα τειχιά τους, τη γοργόνα, το φως […] σαν μενεξεδένιο κάλεσμα, την κατατρεγμένη θάλασσα, τα ρόδια και τον άνεμο, τα δελφίνια, τα ξάρτια και τις θαλασσινές μελωδίες, την αλμύρα. Πρόκειται για τοπίο ιμπρεσιονιστικό, πουαντιγιστικό για την ακρίβεια, που υποδέχεται τη μελαγχολία, την απογοήτευση, τη διάψευση και την αμφιβολία του ερωτευμένου και του ποιητή. 

Ο χρόνος και ο έρωτας, η ανάμνηση, η αβεβαιότητα της δημιουργίας όταν μετριέται με την πραγματικότητα, το όνειδος των συμβιβασμών περιλαμβάνονται στη θεματολογία της συλλογής. Ποιήματα ολιγόστιχα, σύντομα, στα οποία πρυτανεύουν τα πράγματα, η υλική εικόνα τους, η αντανάκλαση ή η μετουσίωσή τους. Οι στίχοι γεμίζουν με ουσιαστικά που πέφτουν το ένα μετά το άλλο, σαν άμμος στην κλεψύδρα – και πραγματώνουν τη σύντηξη του υλικού με το άυλο απλώς και μόνον με τη διαδοχή και την αλληλουχία τους ή με την προσδιοριστική τους λειτουργία. Υπάρχουν ποιήματα-κατάλογοι ονομάτων, χωρίς κανένα ρήμα – σε άλλα πάλι το ρήμα επιβάλλεται με τη δύναμη της κίνησης ή με το βάρος της ακινησίας του, τοποθετημένο πολλές φορές στο τέλος αλλά συχνά και στην αρχή. Υπάρχουν αρκετά ποιήματα με μονόλεκτους, δίλεκτους ή τρίλεκτους στίχους, η γραφική απεικόνιση των οποίων αναδημιουργεί την αίσθηση που περιγράφουν. Κι ενώ η αγωνία της επίδρασης δεν φαίνεται να βασανίζει τον ποιητή, η αγωνία της λέξης, της γλώσσας είναι αντιθέτως πανταχού παρούσα στο έργο του. Στο οποίο το όνομα σηκώνει το βάρος του υπαρξιακού στοχασμού – ενός στοχασμού για την ατελή ανθρώπινη φύση και τα όρια της υπέρβασης, που αποτελεί την άλλη όψη του λυρισμού.

Ποίηση φτιαγμένη από υλικά απλά, με σαφείς, μινιμαλιστικές φορμαλιστικές επιλογές, με ελληνική εικονοποιία και διάθεση που ενσωματώνει γόνιμα τις όποιες επιδράσεις της, η ποίηση του Ρούβαλη έχει κατακτήσει την προσωπικής της χροιά και μας δημιουργεί προσδοκίες για το μέλλον.