Μιλώντας σήμερα με τον φίλο ποιητή Θωμά Ιωάννου αναφερθήκαμε στην ουσία αυτού του λογοτεχνικού είδους που λέγεται ποίηση και σχολιάσαμε τη δυσκολία να «συνυπάρξει» με τα ζητούμενα της σημερινής εποχής από το ευρύτερο κοινό, το προσηλωμένο στη μαζική υποκουλτούρα. Τα σημερινά «νέα» για την αποδημία του Γιώργου Κακουλίδη ταίριαξαν αναπάντεχα με αυτές τις αμοιβαίες σκέψεις καθώς ο Γιώργος υπήρξε μια ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου των τεχνών με δυσανάλογη σχέση απέναντι στην «πραγματικότητα» των μίντια αλλά και στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων μεταξύ των ποιητών, της κριτικής, των εκδοτών.
Σίγουρα κάποιοι που δηλώνουν περίπου αναγνώστες της ποίησης δεν γνωρίζουν τον Κακουλίδη, και κακώς. Σίγουρα επίσης υπάρχουν γνώστες της ποίησης και της εικαστικής κατάθεσής του. Σίγουρα ακόμη, όσοι τον γνώριζαν πραγματικά, ως άτομο, έχουν έναν λόγο παραπάνω να χαίρονται που τον έζησαν ως φίλο και συνδαιτυμόνα, που γέλασαν με το απίστευτο χιούμορ του, που απόλαυσαν κουβέντες μαζί του γύρω από «ποιητάδες», «βλάχους» και «πασόκους» οι οποίοι ανερυθρίαστα ανεβοκατεβαίνουν στην καλλιτεχνική επικαιρότητα, που τον θαύμασαν για τις γνώσεις του στην ποίηση, στη μουσική, στο θέατρο αλλά και στην πολιτική, που τον έβλεπαν διαρκώς σε δρόμους ή καφέ μεταξύ Κουκακίου και Κολωνακίου…
Ο Κακουλίδης, ένας ολιγογράφος τύπος ποιητή, αξίζει ν’ αναγνωστεί. Ο κυνισμός της ειλικρίνειάς του αλλά και η παρορμητική οξυδέρκειά του οδήγησαν στη σταθερή «απόσταση» που όφειλε έντιμα να κρατήσει από τους λεγόμενους «συστημικούς» της σύγχρονης λογοτεχνίας. Δεν είχε φέισμπουκ, δεν τον ενδιέφεραν τα ποικίλα βραβεία ούτε οι δημόσιες σχέσεις. (Τον ενδιέφεραν πιο πολύ η Λητώ του και οι φίλοι του). Κυρίως, δεν είχε την τοξίνη της αυτοπροβολής και τον καημό του επίκαιρου θριάμβου. Δεν είναι λίγα ή συνήθη όλ’ αυτά – ας τον αναζητήσουν οι αναγνώστες του λοιπόν, έστω και «κατόπιν»…
ΛΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΚΥΛΙ
Βρήκα το σκυλί μου κι έλαμπε
Το χάιδεψα και η παλιά αγάπη υψώθηκε
σαν κισσός σ´ ένα καμπαναριό
που δεν χτυπούσε και έκρυβε
τα δόντια του
Στην παγωνιά μέσα προχωρώντας
ανάμεσα σε νέους που αργούν να μυρίσουν το αίμα
είπα τρέμοντας:
Θα ησυχάσω κάποτε το ξέρω
θα βγάλω την εικόνα σας από το στόμα μου
και σηκώνοντας το βλέμμα είδα
Τα λόγια μου έσπαγαν
επάνω στη θάλασσα έπεφτε η παράδεισος
Εγώ ήθελα να πετάξω
κι έλυσα το σκυλί.
::