Το ζήτημα της εκλεκτικής συγγένειας, της «συνομιλίας», της ασκούμενης επίδρασης μεταξύ λογοτεχνών από διαφορετικές χρονικές περιόδους, αισθητικές τάσεις, ιδεολογικές και ειδολογικές οσμώσεις, απαιτεί εμβάθυνση και συζήτηση όρων και ορίων. Σε κάθε περίπτωση, αφορώντας όλους ανεξαιρέτως του σύγχρονους μύστες της τέχνης του λόγου, υπάρχει μεγάλη απόσταση από την υπόθεση της αντιγραφής ή της λογοκλοπής, της εσκεμμένης χρήσης πρωτότυπου υλικού από δεύτερη λογοτεχνική εργασία, αφότου δεν υφίσταται καμία αναφορά βιβλιογραφικής πηγής, αποσπάσματος ή παράφρασης με δημιουργικό γνώμονα.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται δημοσιεύματα, με σχολιασμό περιπτώσεων συγγραφικών επιδόσεων που «φωτογραφίζονται» για την οικειοποίηση, μερική χρήση ή παραποίηση ιδεών, λόγου, όρων χωρίς την κατάλληλη παραπομπή στον αρχικό δημιουργό ή έργο.
Ποια η ηθική βάση τέτοιων εγχειρημάτων; Πώς θ’ αποτιμηθούν κατόπιν στη γραμματολογική μελέτη τους;
Πρόσφατα υπήρξαν «φωνές» για συγκεκριμένους δημιουργούς, ανθρώπους από τον χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων, προσώπων με επιδιωκώμενη δημόσια προβολή και συστημική απόκριση. Σ’ αυτό το πλαίσιο τεκμηρίωσης, ο υποφαινόμενος, και κατ’ επέκταση το ηλ. περιοδικό για την ποίηση (.poema..), έκρινε αναγκαία την τοποθέτηση έναντι μιας σειράς δημοσιευμάτων στον Τύπο.
Ως εκ τούτου, συνυπέγραψε την ανοιχτή επιστολή που συντάχθηκε από τους υπεύθυνους του περιοδικού (δε)κατα. Πρόκειται για κείμενο καταγγελίας και επαναθεώρησης των ζητημάτων που αναφέρονται στις περιπτώσεις συνειδητών και εμπράγματων λογοκλοπικών μεθόδων στην εντόπια λογοτεχνική κοινότητα. Την αφορμή έδωσε η καταγγελία του Ν. Σαραντάκου για το άρθρο που αποτέλεσε θέμα στις Πανελλαδικές Εξετάσεις 2020. Την επιστολή αυτήν συνυπογράφουν 23 περιοδικά.
(Αξίζει η αναφορά στο γεγονός ότι διάφοροι εκπρόσωποι του συγγραφικού χώρου καθώς και μερικοί πανεπιστημιακοί επιδίωξαν ν’ αντιστρέψουν τις κατηγορίες με σχετική, όχι πειστική, επιχειρηματολογία. Επιβεβαίωσαν, αλίμονο, τα μέτρα και τα σταθμά που επιχειρούνται κατά καιρούς στον κατά τ’ άλλα έγκριτο κόσμο του ελληνικού βιβλίου).
Το κείμενο αναγράφεται παρακάτω:
Η γελοιοποίηση των θεσμών
«Γιατί ένας σοβαρός δημοσιογράφος μιας σοβαρής εφημερίδας δεν ασχολείται σοβαρά με το θέμα της λογοκλοπής στην Ελλάδα; Γιατί η Εταιρεία Συγγραφέων σιωπά;» Αυτά τα ερωτήματα απεύθυνε τις προάλλες στο facebook ο ποιητής Ντίνος Σιώτης. Αφορμή βεβαίως η αποκάλυψη του συγγραφέα Νίκου Σαραντάκου ότι το δημοσιευμένο στο Βήμα άρθρο του Αλέξη Σταμάτη, απόσπασμα του οποίου τέθηκε στις φετινές Πανελλήνιες Εξετάσεις, είναι προϊόν λογοκλοπής. Μια μέρα αργότερα, ο ίδιος έφερε στο φως και άλλη λογοκλοπή του Σταμάτη, για άλλο άρθρο του στην ίδια εφημερίδα.
Ας αναλογιστούμε μια στιγμή ποιοι και πόσοι θεσμοί εκτίθενται εδώ. Πρώτα απ’ όλα βεβαίως εκτίθεται η εφημερίδα που εξέλαβε και δημοσίευσε τα κλοπιμαία κείμενα ως πρωτότυπα. Ασφαλώς δεν γνώριζε την προέλευσή τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν χρωστά μια συγγνώμη στους αναγνώστες της; Ύστερα, προφανώς, εκτίθενται οι θεματοθέτες των εξετάσεων και το Υπουργείο Παιδείας που τις διοργανώνει. Δεν οφείλουν μια εξήγηση σε γονείς, δασκάλους και μαθητές για τη φτωχή τους κρίση; Κατόπιν, οι θεσμοί που έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία και το βιβλίο στη χώρα μας: οι ενώσεις των συγγραφέων όπως η Εταιρεία Συγγραφέων και οι ενώσεις των εκδοτών. Δεν κατανοούν πόσο βαριά είναι η σκιά της δυσπιστίας που πέφτει πάνω σε όλα τα μέλη τους, σε κάθε άνθρωπο που εργάζεται έντιμα και δημιουργικά στο πεδίο της γραφής; Τέλος, εκτίθεται ο Τύπος, μικρός και μεγάλος, της χώρας. Πώς είναι δυνατόν εφημερίδες, ειδησεογραφικοί ιστότοποι, λογοτεχνικά περιοδικά τόσες μέρες τώρα, στη συντριπτική τους πλειονότητα, να κάνουν ωσάν να μη συνέβη τίποτε; Και αντί για έρευνες διαφωτιστικές του ζητήματος να δημοσιεύουν ρεπορτάζ με τον Σταμάτη να δηλώνει… συγκινημένος και υπερήφανος που το «κείμενό του» επελέγη για τις εξετάσεις; (Έως τη στιγμή αυτή, Σάββατο 20.6., μόνον η Καθημερινή, προς τιμήν της, έχει αναφερθεί στο ζήτημα).
Η περίπτωση του Σταμάτη είναι δυστυχώς μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Προ ημερών, το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απονεμήθηκε σε βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού. Κανείς Έλληνας συγγραφέας δεν έχει καταγγελθεί τόσες φορές στο παρελθόν, από τόσο πολλούς και με τόσο πολλά και αδιάσειστα πειστήρια, για την ακατάπαυστη λογοκλεπτική του δράση. Ο λαός λέει ότι πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: τα μέλη της κριτικής επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας και το Υπουργείο Πολιτισμού που τα εποπτεύει, τα συνυπολόγησαν όλα αυτά στην κρίση τους; Προστάτευσαν τον εαυτό τους, έκαναν έναν στοιχειώδη προληπτικό έλεγχο; Ή μήπως προσχώρησαν και αυτά στην κλεπτοκρατική θεωρία ορισμένων απολογητών της λογοκλοπής που βλέπουν στην πράξη της υπεξαίρεσης του ξένου κόπου και της εξαπάτησης του αναγνώστη ένα θεμιτό διακειμενικό παίγνιο;
Σε χώρες του εξωτερικού που σέβονται τον αναγνώστη, η κατακραυγή είναι τέτοια που οι αποδεδειγμένα (πολλώ δε μάλλον οι κατ’ επανάληψιν) λογοκλόποι είναι αδύνατο να εξακολουθήσουν να επαγγέλλονται σοβαρά τον συγγραφέα. Στη Γερμανία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, σε όλο σχεδόν τον κόσμο, μεγαλόσχημοι υπουργοί, ιεράρχες, πολυβραβευμένοι δημοσιογράφοι, για ατοπήματα πολύ λιγότερο σοβαρά αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από τη θέση τους και να ζητήσουν δημοσίως συγγνώμη. «Πρόσφατα, εισήγαγα στίχους άλλων ποιητών στα έργα μου. Ήταν λάθος μου. Το παραδέχομαι», έγραφε σε μια τέτοια δημόσια απολογία του προ ετών ο Αυστραλός ποιητής Άντριου Σλάττερυ. Και αναγνώριζε τις συνέπειες της πράξης του: «Αποδέχομαι ότι δεν θα ξαναδημοσιεύσω κανένα ποίημα και ακόμη περισσότερο καμία ποιητική συλλογή σε αυτή τη χώρα.»
Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι λογοκλόποι όχι μόνο δεν λογοδοτούν και δεν μετανοούν για τις πράξεις τους, αλλά τιμώνται και προβάλλονται. Συμπαρασύροντας μαζί τους τους θεσμούς στη γελοιοποίηση. Ώς πότε;
Τα υπογραφόμενα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, ιδρύματα και θεσμοί.