Προς τον Διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος
κ. Φίλιππο Τσιμπόγλου
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
H Εθνική Βιβλιοθήκη υπήρξε πάντοτε η σημαντικότερη ερευνητική βιβλιοθήκη της χώρας, με πλούσιο και σπάνιο υλικό, το οποίο συχνά δεν ανευρίσκεται σε καμία δημόσια, δημοτική ή άλλη ελληνική βιβλιοθήκη. Καθώς για πολλά χρόνια οι συλλογές της ήταν κλειστές για τους ερευνητές, η επιστημονική κοινότητα ανέμενε διακαώς την ολοκλήρωση της μετεγκατάστασης, προκειμένου να αποκτήσει ξανά πρόσβαση στο πολύτιμο αυτό υλικό, το τόσο απαραίτητο για προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές, υποψήφιους διδάκτορες, ερευνητές, καθηγητές πανεπιστημίου κ.ά. Η επιστημονική κοινότητα χαιρέτισε από την αρχή το σημαντικό έργο της μετακίνησης και του εκσυγχρονισμού της ΕΒΕ, καθώς οι άριστες υποδομές του νέου κτιρίου στο ΚΠΙΣN και οι ψηφιακές δυνατότητες που αυτό παρέχει υπόσχονταν καλύτερες συνθήκες φύλαξης, συντήρησης και αξιοποίησης του υλικού, ενώ η εισαγωγή ψηφιακών μέσων θα εξασφάλιζε την αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών στους αναγνώστες.
Ασφαλώς η Εθνική Βιβλιοθήκη βρίσκεται ακόμη σε δοκιμαστική περίοδο και είναι εμφανείς οι προσπάθειες που έχουν γίνει και γίνονται τόσο από τη διεύθυνση όσο και από το προσωπικό για την εξυπηρέτηση του κοινού. Ωστόσο, λόγω της παρούσας συγκυρίας και κυρίως λόγω του υπάρχοντος Κανονισμού Λειτουργίας της, δεν έχει μπορέσει μέχρι στιγμής να λειτουργήσει όπως άλλες βιβλιοθήκες του ίδιου βεληνεκούς· είναι μια υπερσύγχρονη βιβλιοθήκη, με αρκετά δραστήριο δανειστικό τμήμα, δεν ικανοποιεί όμως πλήρως τις ανάγκες των ερευνητών.
Συγκεκριμένα:
Οι ερευνητές από το εξωτερικό δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών της ΕΒΕ εφόσον δεν διαθέτουν ΑΦΜ, απαραίτητη προϋπόθεση για την πιστοποίησή τους ως αναγνωστών της βιβλιοθήκης.
Το σύστημα της προκράτησης επιτρέπει μεν στους ερευνητές να παραγγείλουν από πριν τα έντυπα που τους ενδιαφέρουν, ωστόσο, εάν κατά την επίσκεψή τους στη βιβλιοθήκη θελήσουν να συμβουλευτούν κάποια επιπλέον έντυπα, δεν μπορούν να το κάνουν. Θα πρέπει να γίνει νέα προκράτηση και να επισκεφθούν εκ νέου τη βιβλιοθήκη, καθώς οι παραγγελίες δεν εξυπηρετούνται αυθημερόν, ακόμα και για βιβλία που βρίσκονται στο ίδιο το κτίριο του ΚΠΙΣΝ, γεγονός το οποίο συνιστά τροχοπέδη ιδίως για τους ερευνητές που δεν έχουν ως μόνιμο τόπο διαμονής την Αθήνα.
Παρά το επιβοηθητικό σύστημα ηλεκτρονικής παραγγελίας περιοδικών μέσω e-mail και το πρόθυμο προσωπικό του οικείου Τμήματος της ΕΒΕ, ο χρόνος διεκπεραίωσης των σχετικών αιτημάτων είναι πολλές φορές αρκετά μεγάλος: Καθώς τα περισσότερα περιοδικά δεν φυλάσσονται στο ΚΠΙΣΝ, οι ερευνητές ενίοτε αναγκάζονται να περιμένουν έως και έναν μήνα προκειμένου να έχουν πρόσβαση στο έντυπο που χρειάζονται, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνουν προθεσμίες δημοσιεύσεων ή συνεδρίων.
Επικαλούμενη τη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων, η ΕΒΕ απαγορεύει τη φωτογράφιση έστω και της σελίδας περιεχομένων από οποιοδήποτε περιοδικό ή εφημερίδα, εφόσον –όπως επί λέξει αναφέρεται στον σχετικό Κανονισμό– «επ’ αυτών των έργων ισχύουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας». Με τον τρόπο αυτό, η δυνατότητα αναπαραγωγής περιορίζεται ουσιαστικά στα έργα για τα οποία έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο άρθρο 29 του Ν. 2121/93 διάρκεια προστασίας τους (70 χρόνια από τον θάνατο του δημιουργού). Παρά ταύτα, υπάρχουν στην ελληνική νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας διατάξεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν –και μάλιστα κατά τρόπο ώστε να μην εκτίθεται η ΕΒΕ σε οποιονδήποτε κίνδυνο έναντι των πνευματικών δημιουργών και εκδοτών– τη μερική τουλάχιστον κάμψη της απόλυτης αυτής απαγόρευσης, προς όφελος πάντοτε του επιστημονικού έργου των ερευνητών, οι οποίοι δεν επιδιώκουν εμπορικό όφελος. Ειδικότερα, ο Έλληνας νομοθέτης, μολονότι δίστασε δυστυχώς να κάνει χρήση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 παρ. 3 περίπτ. ιδ’ της υπ’ αριθμ. 2001/29/ΕΚ Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνατότητας περιορισμού της εξουσίας των πνευματικών δημιουργών να απαγορεύουν την αναπαραγωγή των έργων τους στην περίπτωση της χρήσης πνευματικών έργων από βιβλιοθήκες και της παροχής πρόσβασης στο κοινό με σκοπό την έρευνα ή την ιδιωτική μελέτη των έργων αυτών μέσω εξειδικευμένων τερματικών, εισήγαγε στον Ν. 2121/93 τον λεγόμενο περιορισμό του δικαιώματος αναπαραγωγής για ιδιωτική χρήση (άρθρο 18). Στο πλαίσιο αυτό μπορεί οποιοσδήποτε να αναπαραγάγει, χωρίς την άδεια του δημιουργού, το πνευματικό έργο του τελευταίου, αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση, εφόσον το έργο έχει νομίμως δημοσιευθεί και εφόσον δια της αναπαραγωγής δεν εμποδίζεται η κανονική εκμετάλλευσή του και δεν παραβλάπτονται τα νόμιμα συμφέροντα των δημιουργών (όπως όταν π.χ. αναπαράγεται το σύνολο του έργου). Είναι, νομίζουμε, προφανές ότι η αναπαραγωγή σύντομων αποσπασμάτων, με την εποπτεία πάντοτε της ΕΒΕ και εντός των χώρων της, ούτε παραβλάπτει τη νόμιμη εκμετάλλευση του έργου (ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που το έργο ακόμη διατίθεται στην αγορά) ούτε θίγει τα έννομα συμφέροντα των δημιουργών. Αντίθετα, η καθολική απαγόρευση αναπαραγωγής, ακόμη και για έντυπα που εκδίδονταν πριν από 100 ή 150 χρόνια, όπως και για τον Τύπο που εκδιδόταν από ομάδα εκδοτών ή χωρίς επώνυμους συντάκτες δυσχεραίνει το επιστημονικό έργο των ερευνητών, χωρίς οι περιορισμοί αυτοί να βρίσκουν επαρκές δικαιολογητικό έρεισμα στις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αφενός πολλά από τα περιοδικά είναι ψηφιοποιημένα και ελεύθερα σε επίσημες ιστοσελίδες ιδρυμάτων, αφετέρου σε άλλες ερευνητικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα (π.χ. Γεννάδειο Βιβλιοθήκη) και στο εξωτερικό η ανάλογη διαδικασία είναι απλούστερη, ιδίως για παλαιότερα έντυπα.
Απαγορεύεται, επίσης, στους ερευνητές να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους ψηφιακά μέσα (π.χ. φωτογραφικές μηχανές ή φορητά σκάνερ) για την αναπαραγωγή λίγων σελίδων από βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες που δεν υπόκεινται στους παραπάνω περιορισμούς, ενώ και αυτό είναι εφικτό π.χ. στο ΕΛΙΑ, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στις Πανεπιστημιακές Βιβλιοθήκες της χώρας και σε σημαντικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού όπως η British Library του Λονδίνου. Χρειάζεται να υποβληθεί ηλεκτρονικά αίτημα χορήγησης ψηφιακών αντιγράφων από την ΕΒΕ, διαδικασία ιδιαιτέρως χρονοβόρα και πολλές φορές αναποτελεσματική, καθώς ο ερευνητής είναι υποχρεωμένος να σημειώνει αναλυτικά σε διαφορετικές αιτήσεις κάθε τεύχος, σελίδα, όνομα συγγραφέα ακόμη και για ογκώδη περιοδικά ή για κάθε φύλλο εφημερίδας. Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη διαδικασία λειτουργεί επιβαρυντικά και για το ίδιο το υλικό, καθώς ήδη φθαρμένα περιοδικά και εφημερίδες φθείρονται ακόμη περισσότερο. Η φθορά θα ήταν μικρότερη αν ο ερευνητής φωτογράφιζε το τεκμήριο τη στιγμή που το εντόπιζε, υπό την εποπτεία κάποιου υπαλλήλου.
Τέλος, θα θέλαμε να επισημάνουμε την ανάγκη διεύρυνσης του ωραρίου λειτουργίας της συλλογής χειρογράφων (9.00-14.00), το οποίο είναι περιοριστικό για τους ερευνητές.
Η επιστημονική κοινότητα, αναγνωρίζοντας τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, απευθύνεται στη Διεύθυνση της ΕΒΕ με τη βεβαιότητα ότι θα ληφθούν υπόψη τα παραπάνω ζητήματα. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα βρεθεί τρόπος ώστε η ΕΒΕ να γίνει πιο προσιτή εκτός από το ευρύ κοινό και στους ερευνητές, οι οποίοι ήταν ανέκαθεν ο βασικός κορμός των αναγνωστών της, και ότι θα μπορέσει να ανταποκριθεί με πληρότητα στον ουσιαστικό ρόλο της.
Με τιμή,
[ακολουθούν τα ονόματα των υπογραφόντων]
Lorem ipsum dolor sit amet, consectetur adipiscing elit. Ut elit tellus, luctus nec ullamcorper mattis, pulvinar dapibus leo.