Δοκιμή προς αναγνώστες

Ανολοκλήρωτο κείμενο σε πρώτη παρουσίαση μέσα από τις σελίδες του περιοδικού (Δέ)κατα

Το πεζόμορφο κείμενο με πρώτο τίτλο Φωτοφράχτης ή Στάση στο παράλογο αποτελεί σχεδίασμα γραφής ενός ευρύτερου δημιουργικού πλαισίου. Λόγος στοχαστικός, με γεωμετρημένη μορφή. Οι ανατρεπτικές διατυπώσεις περιέχουν στοιχεία μιας βασικής υπαρξιακής αναρώτησης και με πλήθος από εικονοποιητικές διασυνδέσεις. Το έργο είναι ανολοκλήρωτο, με απαιτούμενη πολλαπλή επεξεργασία και, σαφώς, με συγγραφικές αβεβαιότητες ως προς την τελική αναγνωστική εκδοχή του. 

Η δημοσίευση στο περιοδικό (Δέ)κατα αποτελεί μια πρώτη δοκιμή…


1.

ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ανήκει στον περατό κόσμο των πραγμάτων. Μέσα από το νερό καθρεφτίζεται˙ κάτοπτρο και άρτυμα για την ύπαρξη αποτελεί. Και η επιθυμία έρωτος αργά κυλάει, όπως ο ποταμός προς την εκβολή του σκοτεινός, στο σημείο που διαρκώς συμπίπτει το άτομο με την απεικόνισή του. Αντιλήφθηκε τη σύγχυση, αναγνώρισε την απόσταση… Με το κοίταγμα προς το δικό του σχήμα αναρωτήθηκε για την αιώνια ουσία που περικλείει. Το πρόσωπο, ταυτότητα του ανώνυμου εαυτού του. Η λογική ή, μήπως, ένα ενδεχόμενο πρόσχημα για το κατακλυσμιαίο συμβάν της φύσης; Είπε προς τις σκιές: «Ανεξέλεγκτη γένεσις, η απαρχή και η πράξις…».

Ανασηκώνει το κεφάλι στην αφορμή. Η ανάσα τον κυκλώνει, τον ωθεί σε υποχώρηση. O ήλιος, εκεί παλιότερα λεγόταν, έχει θεραπευτική επίδραση στο βλέμμα κι εξατμίζει τον φόβο. Ανοίγει διάπλατα τις κουρτίνες με πίστη στην εικόνα: τα σχήματα απλώνονται σ’ όλες τις άκρες, αναπηδούν σε κυρτές επιφάνειες, φωσφορίζουν. Το άχνισμα αυτό αφουγκράζεται σαν σύντομη μουσική οβερτούρα, διαστελλόμενο και συστελλόμενο, αμυδρό. Αυτή τη φορά δεν θα μετακινήσει τη σκέψη του˙ ανεπηρέαστος, οριστικός πια, χάρη στην εντύπωση, στην προγονική θέληση που τον διακατέχει. Γλυκάθηκε το σάλιο. Στέκεται όρθιος. Του αρμόζει η πίστη.

«Οι ημέρες του πόθου ας διαρκούν ωσάν της νύχτας η χαρά…». Είν’ ο απόηχος, η προσευχή των μακαριστών, ανάμεσα σε αναφιλητά θαλασσινά και ρότες αχάραγες, κι έρχεται. Οι σαλπιγκτές έπονται στην πομπή. Τα αρχαία παγόνια, εμπρός τους. Οι φιγούρες κινητικές, τα χέρια ασθενικά. Η εικόνα ετούτη ως ολότητα γοητεύει. Όπως κάθε ανάμνηση, η συμφιλίωση ακολουθεί. Και η παύση, αποκαλυπτική. Χαμηλώνοντας το βλέμμα γνωρίζει τη μοίρα που εγγράφεται στις σκιές αλλά και το σθένος, την καταφρόνια, την ιδέα του πολέμου και της δόξας˙ πέραν του χρόνου. Ανάμεσα στη θέληση και τον αγώνα. Ο ξεφτισμένος τοίχος, –το σώμα κινούμενο– ανείδωτος μένει.

Για πόσα ανταλλάγματα αξίζει η παρουσία; Διακρίνει μερικά πρώτα σημάδια στο βάθος της γραμμής. Ήλπιζε παντοτε, απολαμβάνει την ελπίδα. Έχει θελήσει την υπέρβαση επειδή γνωρίζει πως τίποτε από τα ανθρώπινα δεν αρκεί. Μια αψίδα από λέξεις γνώριμες αλλ’ αιφνιδιαστικές φανερώνονται σκαλισμένες: η απληστία των χειλιών, η νωχελική αντίδραση της επιδερμίδας, η οσμή της πλησμονής, η εγκράτεια και η συμφιλίωση ανάμεσα στην επιθυμία και την ορμή… Τυφλώνεται στιγμιαία. Αγνώριστες πιο πριν, οι λέξεις αστράφτουν με διακυμάνσεις, οικείες σαν συνειρμός. Αφήνεται στη δύναμη της θέλησης, στην ώθηση μιας κυριαρχίας, μεστής και δοσμένης πια. Τι άλλο μπορεί να εκφράσει την ανάγκη γι’ αυτή την παρουσία;

Γνωρίζει τις αποχρώσεις του πειρασμού. Δεν σκοπεύει ν’ αποδράσει. Ούτε ποτέ έχει θελήσει την παραμικρή αντίθετη μαρτυρία για την καθαρότητά του. Υπήρξε μοναδικός στην αμεριμνησία του κόσμου: αποποιείτο αυτή την ανοχή κι έπασχε από την ανείπωτη αδυναμία να την αντιστρέψει. Δεν θα δυσκολευόταν αλλιώς να τον χαρακτηρίσει ο οποιοσδήποτε – ο εαυτός είναι δοκιμασία, τον εαυτό δεν τον αντικρίζει κανείς παρά μόνον το θείον όμμα, ο εαυτός παραμένει αλώβητος. Αφημένος στα προστάγματα αυτά, εμφανίζεται ενωτικός και η όψη του αλλάζει. Διάτρητος από την επιθυμία, πλήρης στα προηγηθέντα, ετοιμάζεται. Οι φτερούγες του κινούνται στο πρώτο φύσημα. Έρχεται αργά, σαν κατακλυσμός, η στιγμή της κάθαρσης.


2.

ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΘΑ ΞΕΠΗΔΗΣΕΙ σε λίγο ανάμεσα στα μάτια. Ο κοκκινόχρωος κύκλος θ’ ακολουθήσει τη γνώριμη ταλάντωση ανάμεσα σε σκιές, πτυχώσεις κι όνειρα. Λογίζεται την άπνοια, την απόσταση από τα ανθρώπινα. Αναρωτιέται για το απότομο σπινθήρισμα που σοβεί από το Εν και το Παν… Μια ελεγεία του Χαίλντερλιν, θα φανεί ισόποση˙ η καταβύθιση στη γυναίκα, καίρια. Ω ναι, επιθυμεί να συμφιλιώσει τη νηνεμία με τη φροντίδα. Και τεντώνοντας τους ώμους, ευγνώμων, να χαιρετίσει την ελευθερία, την απομάκρυνση, τους δρόμους που πρόσφοροι θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία. «Οι αναμνήσεις είναι υπεκφυγή. Το τίποτε κατακτιέται». Θα κρατήσει την ανάσα του κι όσο αντέξει.

Το γεγονός υπήρξε ή γέγοναι η ύπαρξή του; Το προμηνύει, δεν διστάζει να γεμίσει το κενό με τη μοναχική φωνή του. Στην άλλη όψη θα συνεχίσει ανώνυμος τον βηματισμό προς το κορυφαίο σημείο, στη συνάντηση με την καθιστή γυναικεία μορφή. Η ανυπαρξία δεν είναι γλώσσα, δεν μιλιέται και δεν μεταδίδεται. Εξ ου η σύγχυση και η κραυγή. Θα φθάσει στα πρανή όπως η ηχώ ανάμεσα στους αιώνες και θα επιστρέψει στα στόματα, όπως οι ερωτικές υποσχέσεις κ’ οι απορίες. Το γεγονός δεν έχει όρια, τα αντικείμενα αντέχουν τη συγκίνηση και τη διάνοια, τους απροσδιόριστους χτύπους. Όλα συμβαίνουν χάρη στον νόμο της αρμονίας. Είναι τραγουδιστοί λαρυγγισμοί οι φράσεις του. Θα ακουστούν για να συμπληρώσουν τη σιωπή εκείνης.

Αδειανές οι θέσεις στη σκηνή. Το λιμπρέτο, ξεθωριασμένο φαίνεται από την τρυφή, τη δέσμευση, τη βελούδινη μορφή. Ο ίδιος αόρατος πόλεμος αιωρείται, το σήμαντρο του χρόνου θ’ ακουστεί για την επόμενη αρχή. Οι ήρωες κινούνται. Το άρωμα των αγγέλων αναδύεται. Ο χορός ακινητεί. Τίποτε, τίποτε δεν επιτρέπεται να συμβεί διαφορετικά. (Είναι όνειρο ή μήπως εξομοίωση του τέλους η παράσταση ετούτη;). Τον φλογίζει η στιγμή, η στιγμή ενδύεται με τις μάσκες, οι μάσκες δεν κρύβουν τις αποκαλύψεις. Είναι η αυτοδιήγηση, ο μύθος γραμμένος από το χέρι του. Είναι ο καταλύτης. Είναι το πεπερασμένο συμβάν. Είναι η αποτύπωση του ιδεώδους.

Θυμάται τον ποιητή που έγραφε και τον ζωγράφο που ένιωθε. Θυμάται την «πέτρα του πνιγμένου σ’ ένα ακατοίκητο άστρο», την εικόνα του προφανούς, κάθε τι αφειδώλευτο στον στοχασμό του. Δίχως να υπολογίζει το ρέον σκοτάδι και τη διαφάνεια της αιωνιότητας – τόσο ακατάληπτα μιλάει. Σ’ αυτό το πυκνό αρχίνισμα της νέας εποχής (ποίας άραγε και πώς ονομασμένης;) δεν αντιστέκεται. Αγνοεί την ταχύτητα του ειδώλου του, την αυθόρμητη ορμή του. Αφουγκράζεται τα μελλούμενα. Δείχνει την κατεύθυνση με λέξεις. Η παρουσία τους σιγανή, δίνουν τον τόνο σ’ ένα φανταστικό ευχετήριο, μισογραμμένο μα έντονο, φλογερό.

Έχει την πλήρη επίγνωση της λογικής: η επιθυμία είναι ποιητική πράξη. Αλλ’ εκείνος την προσδιορίζει ανάμεσα στις πολύπτυχες εκπληρώσεις της φαντασίας, στην παράδοξη δόνηση που γεννάει το καλό και το κακό, στα όρια της παραφροσύνης. Η ρευστή φύση των πραγμάτων δυναμώνει από την επιθυμία για κατανόησή τους (ανεκπλήρωτη είτε απελευθερωμένη, είναι καθαρτήρια…). Κινείται τώρα ευθυτενής απέναντι από τη σκηνή, στ’ όριο του μη φωτός. Και προβάλλει συνειδητή η θηλυκή φιγούρα: οι εκρήξεις της χρωματικές, με αντίλαλους παιανικούς. Είναι ανάμνηση και απόκριση θαύματος, αστραποβόλος και σιωπηλή, γυμνή φαίνεται, με προμηθεϊκή σύσπαση στα βλέφαρα. Αυτήν προτιμά, αυτήν με μανία προσδοκά, αυτήν θαυμάζει με ανίκητους στίχους.

 

3.

ΒΛΕΠΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ στη νύχτα του ύπνου του. Η θλίψη τον σπρώχνει πέρα από το φως. Το δαντελωτό περίγραμμα του προμαχώνα φωτίζεται από τους αστερισμούς που οι άνθρωποι διακρίνουν συνήθως στον ουράνιο θόλο. Κάθε έπαλξη διαθέτει ένα όπλο κι ένα όνειρο. Στην πίσω πλευρά, στην αθέατη, αναδύεται η οσμή από καπνούς γρήγορους και ξασπρισμένους. Εκεί εμφανίζονται οι μορφές οι αλλότριες, περαστικές, σιωπηλές κι ασθμαίνουσες. Είναι ο χώρος της Ιστορίας, οι άπειρες αποχρώσεις του ηθικώς καλού (παρά την επικράτηση του μαύρου), τα συμβάντα που κατανοούνται. Αφαιρεί κάτι από την ουσία του φόβου αυτού. Θαυμάζει την ουτοπία του, την ελπίδα, το αληθές που πραγματώνεται θεατό είτε αθέατο. Συνεχίζει να δραπετεύει στ’ όνειρο, κολυμπώντας μέχρι τέλους…

Βλέπει πώς η ματαίωση, ως εμπειρία, αντιγράφει τον ουράνιο θόλο˙ όταν σχισμένος από το φως σκοτεινιάζει λίγο λίγο, σαν να προστάζει, παρόντες κι απόντες, στο καθήκον για την απομάκρυνση από κάθε ψευδή υπόσχεση, σαν να γυρίζει την ημέρα, στην προγενέστερη άγνοια αυτού του παιχνιδίσματος, στη σκιά. Η ματαίωση δυναμώνει αυτόν που τη βιώνει όμως, διακρίνοντας στον ορίζοντα τις μύριες σχισμές του. Μα κι εκείνον που τον φλογίζει, τον ανυπεράσπιστο πιστό στην επερχόμενη ανομία. Η ελκτική δύναμη της επιθυμίας οδηγεί σε αδύναμους χειρισμούς το πνεύμα, που προσδοκά όλα όσα αγνοεί και αποτιμά μέτρια τ’ αναγνωρίσιμα. Κάθε άλλος υπαινιγμός θα ήταν αδιέξοδος, δίχως προοπτική, γιατί έσφαλλε εν γνώσει του.

Η πράξη δεν είναι ατελής κι ούτε απαλλάσσει κανέναν… Με το κακό ή το καλό, αδιάφορη η επιλογή για τον συλλογισμό του, προσδοκούσε διαρκώς η επιθυμία να πραγματώνεται, να λυτρώνεται, να προσμετρά την υπόστασή του. Προτιμούσε τις αμαρτωλές προσδοκίες από τους άγιους θανάτους στο ημίφως κάποιας χαμηλής ζωής ή μιας παρηγορητικής κατάληξης. Γιατί, τιμωρία στη φαντασία δεν θα μπορούσε να υπάρξει, πίστευε. Το τίποτε του κόσμου αντεστραμμένο βλασφημούσε. Την ελευθερία προτιμούσε… Την προσάρμοσε σ’ όσες ενοχές θα του καταλογίζονταν και την υπερέβη με την απόλαυση των απολαύσεών του.

Καμία αυθαιρεσία επί του Λόγου δεν επέτρεψε. Δεν θ’ άντεχε να καταγράψει όσα ο νους του φοβήθηκε. Ομολόγησε σιωπηλά το δημιουργικό μεγαλείο του Σύμπαντος, τη σάρκωση που ονομάζεται Ποίηση. Ακόμη δεν έβρισκε τις λέξεις για να προτείνει ‒απέναντι σ’ αυτό το παιχνίδισμα‒ το νόημα της αγωνίας. Ήξερε όμως ότι το δικό του θρόισμα είναι η εορτή της ύπαρξης, είναι η εύχαρις αλήθεια που κανένας δεν γνωρίζει εάν δίχως σώμα συνεχίζεται. Ήταν ένας εκλεκτός; Κι έπραττε απαξιώνοντας; Ενέτασσε τον εαυτό του στους κολασμένους; Όχι. Αναρωτιόταν για την ανιδιοτέλεια, αυτήν την πράξη ειλικρίνειας, φατική ή άφατη μήπως, που θα γεννήσει κάποτε τη νέα σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους.

Και θέλησε να λογιστεί πάλι τη δύναμη του ανθρώπου απέναντι στην Ιστορία. Γνώριζε ότι ανήκει στη φύση, ως οντότητα, κι ότι ο χρόνος ελάχιστη σημασία έχει ανάμεσα στις πολλαπλές εσωτερικές διεργασίες της πραγματικότητας που βιώνει. Μια άλλη σκέψη –άγνωστή του, θελκτική‒ φάνηκε να τον καταλαμβάνει. Τα σωθικά συνεχίζουν άχρονα, πέραν της λογικής που καταμετρά τις στιγμές, βρίσκονται σε διαρκή «συνομιλία» με τον εξωτερικό κόσμο. Αλλ’ έως εκεί˙ο χρόνος είν’ απαραίτητος μόνον για έναν πρώτο προσδιορισμό: ο ίδιος ως άνθρωπος εξακολουθεί διαρκώς. Μόνον έτσι είναι επαρκής, γιατί μόνον έτσι έχει ζωή στα πνευμόνια, στην καρδιά, στα μάτια… Ύστερα, εκείνη έπαψε. Κι επανήλθε στην πρότερη θέλησή του.

 

4.

ΔΙΕΚΡΙΝΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ στα σύντομα καθρεφτίσματα, τη γεύση από μελανθούς στα χείλη προτού διαφύγει τον θάνατο. Ο κελαρυστός ήχος του νερού χρησίμευε ως υπενθύμιση στην αγωνία της στιγμής εκείνης. Όφειλε ν’ αντιταχθεί, να γλιτώσει από τη διαφάνεια των λέξεων που έτρεμαν, ν’ αρθρώσει το διφορούμενο νόημα των σχημάτων. Η κατάφαση και η άρνηση έχουν κοινούς δεσμούς απέναντι στο μηδέν; Και πώς θα υπερβεί το Είναι τον κόσμο; Πότε θα καταφέρει η καθαρότητα να επιβληθεί στο ένστικτο της μίμησης; Ποιος ο ικανός να πρωτοστατήσει στη μεταφορά της κοινής ύλης στην επικράτεια του βιώσιμου πόθου; Πράγματι, τυχαία δεν είναι η ελλειπτική κίνηση της σφαίρας μέσα στον κύκλο των γενομένων.    

Κάπου εκεί, δίχως απουσίες, άσχημα πρόσωπα ή ευθείες γραμμές. Εκεί που η τρέλα ισορροπεί και κατανοεί την απώθηση. Σ’ αυτόν τον ορίζοντα δεν θα υπάρξουν χάρτες μήτε Ανατολή και φως λυτρωτικό από τα δυτικά. Η επιμονή να κρατάει το μολύβι ωσάν θηλιά αποτελούσε σύμβολο ενός προσωπικού, ενδόμυχου θεού: του συγγραφέα του ικανού να διαρρήξει τον χρόνο, ν’ αναιρέσει τη δύναμη του νοήματος, διότι γνωρίζει ότι δεν επαρκεί η μία άλλη ιδέα για το ένα Εγώ. Δεν θα κριθεί εμπαθής. Τα θρύμματα της πραγματικότητας τού ματώνουν το δέρμα. Αυτή τη φορά κρίνει ανεκπλήρωτο το μελλοντικό κείμενο, βεβαιωμένο ως άρρητο, μια διάφανη λεκτική επιφάνεια που εγγυάται τα μυστικά του.

Γυμνός, δίχως το σώμα. Το κρύσταλλο, ανεπαρκές για την εύπλαστη αλήθεια ‒ όμως, αποκτούσε σχήμα. Στην παρωδία η γνώριμη φύση. Και χάρη σ’ αυτούς τους σπόρους που κάποτε καρπίζουν, αντιλήφθηκε τα αντικείμενα πως έχουν αφή κι ο οφθαλμός αθανασία. Δικό του δημιούργημα η χωμάτινη εντύπωση. Με αγωνία για το άγνωστο, αντέταξε τη νόηση, την κραταιή ενέργεια˙ για να θαυμάζει ακατάπαυστα τις αισθήσεις και τη λογική. Ένα ερείπιο με τη λάμψη της νιότης τον έλκυσε προς τον ορίζοντα. Αναταράχθηκε. Ο κύκλος άρχισε ν’ αλλάζει στη μορφή, στη βαρύτητα και στα σχήματα. Η δύναμή του ξεχυνόταν. Αδιάβλητος και αμετάβλητος, ευάρεστος και ευάλωτος…

Στοχάστηκε την υπόσταση του χρόνου. Η μοίρα του έρωτα, αξεδιάλυτη με τη μετρήσιμη, ρητή διάσταση του τώρα, ζητείται επίμονα, ικετευτικά, υπερήφανα είτε σιωπηλά. Είχε λησμονήσει τη δυνατότητα των φαινομένων: η ώρα δεν νιώθεται αλλά το βίωμα προαισθάνεται. Στους ορίζοντες απλωνόταν η θολότητα της παρηγορίας με τις φωνασκίες άπειρων παιδικών βεβαιοτήτων όπως στους θρύλους για τη φύση. Τα σώματα ταλαντεύονταν σαν να επρόκειτο να εξαϋλωθούν. Η φωτιά τρεφόταν από τη φωτιά τους, απαιτούσε με βούληση το σύνολό τους. Σ’ αυτή την αλλόκοτη ευτυχία, εμβρόντητος, ατένιζε τη δοκιμασία και την άκουγε πιο κοντινή και φοβερή. 

Τα σώματα κινούνται σε τεθλασμένες γραμμές, ακανόνιστα και μετέωρα σαν εμβρυακές απορίες. Οι αποχρώσεις γύρω τους αλλάζουν διαρκώς. Η έκρηξη αναμένεται: η διάχυση από τις ροδαλές σκιές, μια συντέλεια. Είχε την εντύπωση ονείρου. Τα παράταιρα αντικείμενα μετουσιώθηκαν σε ιερά όργανα. Πρόσεξε την κίνηση της σκιάς του. Εισήλθε στο θνητό σύμπαν, το εμπλούτισε και το περιχαράκωσε. Τότε αντιλήφθηκε τη δύναμη του λόγου: ήταν το σύμβολο που αναζητούσε. Άρχισε να τονίζει λέξεις όπως έχνη, εγγυμασία, έριτα, ενήδονη, εβίσκη, εύχειλη, εσωχειρί, ειδέα, να τις προφέρει ψιθυριστά ωσότου απεικονιστούν, να τις σμιλεύσει στο μαύρο φόντο. 

 

5.

ΣΤΗΝ ΑΚΡΑΙΑ ΑΠΟΛΗΞΗ αυτών των λογισμών κοντοστάθηκε. Ο δροσερός κουρνιαχτός στο πρόσωπο νότισε την ανάμνηση της ανθρώπινης ευτυχίας, που προηγουμένως λησμονούσε. Ζωντάνευσε, ρίγησε στα σωθικά η προσμονή. Μ’ έναν πρώτο αναστεναγμό έσπρωξε τη μακρόβια δυσπιστία, που φωλιάζοντας στο στέρνο και στα πόδια εμπόδιζε τον βηματισμό του. Στην αφετηρία, η σκιώδης λεπτή γραμμή. Στον τερματισμό, η απογυμνωμένη άβυσσος της θέλησης. Στις αντενεργές δυνάμεις του κόσμου στρέφεται ενάντια το εγώ. Και τ’ ωφέλιμο φανέρωμα της ζωής επισκιάζει τ’ αφανέρωτα. Ύψωσε το κεφάλι αποζητώντας την ήρεμη, μετρήσιμη απόσταση από το σημείο…

Με συνείδηση ανοιχτή, ήσυχη και καθόλου δόλια, επίστευσε πάλι. Χωρίς αλήθεια δεν θα ζούσε πάλι τις απέριττες λέξεις, τις απορίες και τις άλλες κινήσεις που κεντρίζουν το πνεύμα και μετατρέπουν το ανθρώπινο κορμί σε φωτερό αντικείμενο. Ανάλαφρος, προσηλωμένος στο πραγματικό, προσπάθησε να ερμηνεύσει τους παλιούς πόνους και να σπουδάσει εκ νέου τη χαρωπή αιωνιότητα. Είναι διαβολική, ψεύτικη ή άραγε μια μεγάλη σοβαρότητα που κρύβεται στην ανδρική φύση του; Εξέπνεε η παροδικότητα, αφυπνιζόταν ο ίδιος, το αίνιγμα θα λυνόταν είτε θα ’χανε τον εαυτό του στον μετρημένο χρόνο της αναπνοής. Της εμπιστεύτηκε την αξία αυτής της ενέργειας, της εμφύσησε τη δύναμη, τη συνεπήρε στο απερίγραπτο.

Θαυμάσια μυθολογία, ευρύτερη της φαντασίας μου…, λογίστηκε. Την αρμονία επιζητούσε. Κάθε ορμή είναι σπουδή για την ύπαρξη όπως και η σκέψη που ακούραστη δημιουργεί ζωή. Στον αγώνα του αίματος δεν επιτρέπεται η αστάθεια: ο έρωτας και ο θάνατος απαιτούν την τόλμη, τη δόξα. Βλέποντας το κενό, άλαλος, προτίμησε να κινηθεί προς το βάθος, εκεί που αναβλύζει η γνήσια προσπάθεια, ο αγώνας της διαύγειας, ο διάπυρος λόγος της παρουσίας του σ’ αυτό το σκηνικό. Το πάθος του ήταν αρρώστια ή ευλογία, δεν γνώριζε διότι δεν ήταν θεός. Προσδοκούσε τις αιώνιες μορφές, τη συνδρομή τους, για ν’ ανταποκριθεί στην ανομία του χρόνου. 

Παραμιλούσε για την αξία της ελευθερίας, τον έμπρακτο στοχασμό που θα στρεβλώνει την ανήθικη πρακτική, την ισχυρή πεποίθηση ενός πάγκοινου υπερεγώ ‒ εννοούσε την αγωνία για την έκβαση αυτής της συνθήκης: θα έβγαινε πάλι στην επιφάνεια αλώβητος και εναργής, θα τολμούσε να διαβεί τους θαλάμους της δοκιμασίας προς την ολότητά του, είτε, καταδικαστικά, θα συνέχιζε έμπειρος της μοναχικής ήττας του σ’ αυτό το πέραν. Παραμιλούσε ακινητώντας… Ήθελε υπόκωφη την περιβάλλουσα σιωπή. Το παιχνίδι της συνθηκολόγησης τον προσήλωσε, πιο αυστηρά, στη ίαση από την ασθένεια του θανάτου. Ήθελε να διαπεράσει το κρύσταλλο της λύτρωσής του, να καθρεφτιστεί στην επιφάνειά του.

Μηχανεύτηκε ιδέες, καινοτόμες φράσεις, τρόπους για την αισιοδοξία. Ο αγώνας δεν ήταν μάταιος. Κατέβαλλε προσπάθειες, εμπνεόταν από την ημέρεια πραγματικότητα. Ήθελε το δράμα των λέξεων ν’ αποτελέσει πεδίο προσώπων. Η πλησμονή κ’ η απαντοχή επιχρωματίζουν τις καμπυλωτές απολήξεις τους. Όταν όλα θα έχουν συντελεστεί, όταν εκείνος θα έχει εμπεδώσει το θέατρο της ζωής του στην αυλαία, δεν θα χρειάζεται το σώμα, δεν θ’ απαξιώνεται η σιωπή σαν τώρα, κανένας αυτοματισμός ή όποια επιστροφή στα ίδια δεν θα τραυματίζει τη φλόγα της θέλησης. Θυμήθηκε αυτά που αγνοούσε και θαύμασε τα απροσδόκητα…

6.

EΚΛΙΝΕ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ που ερχόταν το φως. Μονάχα μερικές νότες δικαίωναν τη σιωπή στον χώρο. Όλα τα μάτια είχαν συγκεντρωθεί σ’ εκείνο το μηδενικό σημείο που άγνωρο κυματίζει στη ζωή και ζητάει την αποτύπωση σε λέξεις. Παράξενη η πραγματικότητα. Οι μαύρες γραμμές τετραγωνίζονται και κλειδώνουν σε μικρά μεταλλικά πλαίσια το όλον του. Εκλιπαρούσε το φως να διαπεράσει την ύλη, να τον γλιτώσει. Ένιωθε δίψα και αναζητούσε την αφή. Σαν από θαύμα συμβαίνει το ανείπωτο: ελευθερώθηκε σχίζοντας τα πλέγματα, πάσχισε και κατανίκησε τον προσωπιδοφόρο δισταγμό. Αγαπάει.


::