Η ΑΠΟΔΗΜΙΑ σημαντικών προσωπικοτήτων αποτελεί συνήθως μιαν πρόχειρη, ή μάλλον παρένθετη, υπενθύμιση του ανύσματός τους σε πρώτο επικοινωνιακό επίπεδο, και βεβαίως άσχετη με το εύρος της ακαδημαϊκής δράσης, του έργου και των ωφέλιμων ημερών τους στο σύγχρονο πνευματικό γίγνεσθαι. Στην περίπτωση του Στυλιανού Αλεξίου (γέννηση: 1921, Ηράκλειο Κρήτης), ο οποίος αναπάντεχα απεβίωσε την περασμένη Τρίτη, δεν μπορεί να υποστηριχθεί μια διαφορετική εκδοχή προσέγγισής του από τη μέριμνα και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης ή και των ταγών από τον χώρο της λογοτεχνίας και των ανθρωπιστικών επιστημών˙ πόρρω δε εκ του γεγονότος ότι πρόκειται για έναν από τους σημαίνοντες μελετητές του «έως πρότινος άγνωστου κόσμου» της Κρητικής Αναγέννησης, και παρά τ’ ότι εξελίχθηκε σ’ έναν καίριο ερευνητή και σκαπανέα της προκλασικής αρχαιολογίας και, συνολικά, σ’ έναν στυλοβάτη των κρητολογικών σπουδών στο πλαίσιο του Πανεπιστήμιου Κρήτης.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια περιφερειακή περίπτωση «λογίου» που κινείται άνετα σ’ ένα περιορισμένο, βολικό θεματικό πλαίσιο. Ο Στυλιανός Αλεξίου γεννήθηκε και εκκολάφθηκε στους κόλπους οικογένειας με γερές μορφωτικές κι επιστημονικές βάσεις, κάτι δεδομένο για την κατοπινή κυρίαρχη παρουσία του στην έρευνα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Η σύνολη δραστηριότητά του τόσο ως αρχαιολόγος αρχικά, όσο και ως φιλόλογος κατόπιν, εκτάθηκε από την ποιότητα και την έγκριτη τοποθέτησή του σε σημαντικά ζητήματα, χρίζοντα θέσεις, απόψεις, έμπρακτες λύσεις. Ως εκ τούτου, εισέπραξε κυριολεκτικά την καθολική αποδοχή με την «ανάσα» που προσέφερε ως άρχον στέλεχος στην υπόθεση λειτουργίας και ανάδειξης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου˙ υπηρέτησε ένθερμα την αναγκαιότητα τοποθέτησης ενός ακόμη –και βεβαίως με τις δικές του επιστημονικές ιδιαιτερότητες και σπουδαστικές κατευθύνσεις– πανεπιστημίου στον ελληνικό ακαδημαϊκό χάρτη κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970˙ θεώρησε επιβεβλημένη τη συνεισφορά του στην υπόθεση της αναδίφησης, αποκατάστασης και ανάδειξης (με πολλαπλά οφέλη για τις επόμενες γενιές συγγραφέων, φιλολόγων και ιστορικών) της κρητικής λογοτεχνίας στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στο νησί του.
Ειδικά σ’ ό,τι αφορά το τελευταίο, όπου και η εντρύφηση επί του θέματος από τον υπογράφοντα το σημείωμα, οι σχετικές εργασίες του Στυλιανού Αλεξίου όχι μόνον βρήκαν ανταπόκριση αλλά επιπλέον συνέτειναν σ’ έναν ερευνητικό «πυρετό» τις τελευταίες δεκαετίες με αξιοθαύμαστα επιτεύγματα στις ελληνικές μεσαιωνικές σπουδές. Κατ’ αρχάς, ο «Ερωτόκριτος» του Βιντσέντσου Κορνάρου με τη δική του οριστική έκδοση αποτελεί ένα φροντισμένο εχέγγυο για την αντιμετώπιση της Κρητικής Αναγέννησης, στην ποίηση και το θέατρο, από τους επόμενους μελετητές. Άλλο τόσο, τα υπόλοιπα φιλολογικά του εγχειρήματα («Ερωφίλη» του Γ. Χορτάτση, «Κρητικός Πόλεμος» του Μ.Τζ. Μπουνιαλή, «Η βοσκοπούλα» και «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης» ανωνύμων, όπως και άλλα ευάριθμα πονήματα για μείζονος ή ήσσονος γραμματολογικής σημασίας έργα) εγείρουν γόνιμα συζητήσεις, επιστημονικές διενέξεις, αναβρασμό σ’ αυτό το πλούσιο –κι ακόμη ανεκμετάλλευτο– πεδίο των νεοελληνικών γραμμάτων.
Πέραν όλων αυτών, ο Στυλιανός Αλεξίου ανέδειξε τον κανόνα (έννοια δυσπροσέγγιστη) για καθέναν κινούμενο στη λογοτεχνία και την κοινωνία των πνευματικών ανθρώπων προτείνοντας την αυτοπειθαρχία, την εμβριθή και συστηματική διασταύρωση της γνώσης και της εμπειρίας, την εμπιστοσύνη στο ένστικτο και την έμπνευση: ετούτα δίδαξε στους φοιτητές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Ρεθύμνου, ετούτα διαμηνύει λεπταίσθητα σε κάθε σελίδα από τα βιβλία της εκτενούς βιβλιογραφίας του.
Παρά τα 92 χρόνια του, δούλευε έως τέλους στα επόμενα σχέδιά του, φιλόδοξα όσο και ταπεινόφρονα βεβαίως, αθόρυβα και ουσιωδώς. Ο Ομηρος, ο Σέξπιρ, ο Διονύσιος Σολωμός, ήταν μερικά από τα ονόματα που συνεχώς ψέλλιζε σε συζητήσεις και τον απασχολούσαν δημιουργικά στο γραφείο του σπιτιού του σε μια γειτονιά του Ηρακλείου. Η απώλειά του θα είναι διαρκής.
Από τα χωράφια του Μίνωα έως τη γάργαρη φωνή της Αρετούσας
Άρθρο επικαιρότητας, λόγως της αποδημίας του πανεπιστημιακού δασκάλου Στυλιανού Αλεξίου, στην εφ. «Αυγή» (17/11/2013).