Αναλυτική κριτική για τις Λεύγες στο περιοδικό Κοράλλι

Κριτική στις «Λεύγες» (2016) από τον Ζαχαρία Κατσακό στο περιοδικό Κοράλλι.

1/3/2018

Κριτική
Ρούβαλης, Βασίλης (2016). Λεύγες. Κορώνη: (.poema..) εκδόσεις

Του Ζαχαρία Κατσακού

Το βιβλίο Λεύγες του Βασίλη Ρούβαλη είναι μια λιτή ποιητική σύνθεση που συγκροτείται από εννέα μέρη. Σε αυτά ο ποιητής επιχειρεί μια καταβύθιση στον εσώτερο εαυτό για να ερμηνεύσει την οντολογική του υπόσταση και τον κόσμο. Πρόκειται για μια υπαρξιακή αναζήτηση μέσα από την εμπειρία της ζωής και την κατακτημένη γνώση της Ιστορίας. Η προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να ανιχνεύσει το «αίτιον» της δικής του ύπαρξης δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς την προσέγγιση της «ουσίας» του κόσμου που το περιβάλλει.

Ο ποιητής μοιάζει να ισορροπεί με ταλαντώσεις ανάμεσα στο ποιητικό αίσθημα και την ποιητική ιδέα. Ο κλυδωνισμός αυτός είναι επικίνδυνος γιατί μπορεί να καταλήξει σε έναν αυθεντικό και πηγαίο λυρισμό της ποιητικής ιδέας, όπως την περιέγραψε γενικότερα ο Σολωμός, είναι όμως δυνατόν να καταπέσει σε μια περιστασιακή αισθηματολογία. Ουσιαστικά στο επίκεντρο αυτού του ποιητικού εγχειρήματος εδράζεται  ακροβασία αυτή.

Στο ποιητικό αυτό βιβλίο αναδεικνύεται ένας σπειροειδής λόγος με αρκετά νοηματικά κέντρα που συνοδεύεται από έναν ώριμο και πολυσυλλεκτικό λυρισμό, γύρω από τον οποίο συστρέφεται η οντολογική περιπέτεια του ποιητικού υποκειμένου.

Η λεύγα είναι μονάδα μήκους για τη μέτρηση θαλάσσιων αποστάσεων. Η τιμή της δεν είναι ίση σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές. Η γεωγραφική και χρονική αυτή μεταβλητότητα υποδηλώνει τα επίπεδα καταβύθισης στο υγρό θαλασσινό περιβάλλον, με μιαν άλλη όμως πρόσληψη εξεικονίζει τα στρώματα καταβύθισης του ποιητή στον «νου» της ψυχής και στην ψυχή του «νου». Στρώματα από διαρκή υποθαλάσσια ρεύματα σαν ωστικά κύματα δημιουργούνται από τη ροή της καταβύθισης, εν προκειμένω από τη ροή της ποιητικής συνείδησης, στρέφονται με πίεση και αμβλώνουν το ποιητικό υποκείμενο. Η έκταση και το μήκος της καταβύθισης αυτής δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν έχει μέτρο και αριθμό. Είναι μόνο «λεύγες», διαρκείς και υγρές, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό το βαθύ και τραχύ ταξίδι – περιπλάνηση στην περατότητα και απερατότητα της γέννησης και του θανάτου. Οι Λεύγες λοιπόν σηματοδοτούν την ίδια τη γέννηση και την κάθαρση, διαδηλώνουν το ταξίδι στη μήτρα της γης και της ζωής, τέλος συσχετίζονται αναλογικά με την κατάβαση του Οδυσσέα  στον Άδη (Οδύσσεια, Νέκυια). Οι Λεύγες είναι η επιστροφή στην κόλαση της ύπαρξης, είναι όμως και η κάθαρση που θα οδηγήσει, ενδεχομένως, στην ανάγκη μιας νέας ταυτότητας – συνείδησης του ανθρώπου και του κόσμου.

Ο ποιητής ανιχνεύει τη φύση και τον θεό, μελετά τον ειλικρινή και ανέφικτο λόγο, προσεγγίζει τη γνώση και την ιστορική διαδρομή της μέσα από την εξέλιξη της σκέψης, ανακαλεί μνήμες και σιωπές, αναπαριστά εκ νέου τη δομή του κόσμου, ελέγχει την ιστορικότητα του ατόμου – μονάδας, προσπαθεί να προσεγγίσει τα κατηγορήματα και τις επαγωγές της ζωής, συγκροτεί το ποιητικό περιβάλλον μέσα στο οποίο το άτομο θα αποκτήσει συνείδηση της ύπαρξής του μέσω της σχέσης του με τη συλλογική μνήμη και συνείδηση.

Καίριο ερμήνευμα της ποιητικής ιδεολογίας του βιβλίου αποτελεί ο στοχαστικός και κριτικός έλεγχος των ιστορικών φαινομένων και συμφραζομένων. Ο Βασίλης Ρούβαλης διατυπώνει ποιητικές κρίσεις για να μετατρέψει την Ιστορία σε αίσθημα και συγκίνηση με ιδεολογικό υπόβαθρο. Αντλεί συνεπώς από την αρχαία ελληνική παράδοση μετατρέποντας τον άνθρωπο σε ον που εκπίπτει διαρκώς μέσω της «ύβρεως». Ο άνθρωπος τελικώς είναι παράγωγο της «ύβρεως», αλλά και δημιουργός της. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος είναι τραγικό ον.  Η καταβύθιση λοιπόν του ποιητικού υποκειμένου στον εαυτό δεν είναι παρά η επιστροφή στη μνήμη της συλλογικής συνείδησης για να εξαγνιστεί από την «Ύβρι». Άλλωστε, όπως εγγράφεται, «Όλα είναι αλλιώτικα, εκπίπτουν στο άλλο. / Θα ανατραπούν στο τέλος, με όπλα σιδερένια / μπηγμένα στα στήθη, από την Ύβρι, / με την άγνωρη δύναμη των προγόνων / και μετρημένη την ώρα της λύσης».

Ο Βασίλης Ρούβαλης εκβάλλει τον ποιητικό στοχασμό του στη βυζαντινή θεογνωσία, αναζητώντας τον θεό ως λανθάνουσα αφήγηση της ανθρώπινης ύπαρξης, απογυμνώνοντάς τον από τη θεολογική του υπόσταση και ευγονία. Άλλωστε «Τώρα θα καταδικαστεί, ως θνητός». Η αναζήτηση του ποιητικού υποκειμένου διέρχεται και αποδέχεται την Ιστορία ως ανάγκη της ύπαρξης. Οντολογία χωρίς την ιστορικότητα της ύπαρξης και της ανθρώπινης συνείδησης δεν υπάρχει, δεν συγκροτείται και δεν μνημειώνεται. Ο ποιητής θα επιχειρήσει λοιπόν και μια περιδίνηση στη νεώτερη σκέψη. Οι ποιητικές κρίσεις που διατυπώνονται συναποτελούν μια σχεδόν οικουμενική θέαση του δυτικού στοχασμού, αλλά και μια προσέγγιση του αδιεξόδου της δυτικής σκέψης.

Συνεπώς οι έννοιες αγάπη και ομορφιά εκφέρονται ως αποκαλυπτικό ύψιστο, το υγρό στοιχείο διατυπώνεται ως συνεχής επιστροφή στη μεταβαλλόμενη έννοια της ύπαρξης και του χρόνου, η γυναίκα ως διαρκώς καταδυόμενη και αναδυόμενη μορφή και δομή στη «φυσική» θεωρία και πρόσληψη της ζωής. Η γυναικεία επίσης παρουσία έχει εκλεκτικές συγγένειες με τον σολωμικό ιδεαλισμό, προσεγγίζει περισσότερο την εικόνα μιας Donna Velata, λιγότερο μίας Δαντικής Beatrice. Εγγράφονται επίσης, η ένθεη φύση των πραγμάτων ως εκπίπτον ανθρώπινο δημιούργημα, η ύπαρξη ως έμπνευση, ζείδωρος ανάταση και κριτική άρνηση, η τραγική ανθρώπινη φύση ως πολυδύναμο αίτιο της ιστορικής κινητικότητας, η γλώσσα ως ατελής έκφραση του νου, τελικώς ως κέλυφος της υλικής σύστασης του κόσμου, το «Εγώ» ως αντίληψη της θνητότητας, αλλά και ως «μέλαινα» δομή της Ιστορίας, ο χώρος ως ανυσματικό μέγεθος της ιστορικής δράσης του ανθρώπινου όντος, ο λόγος ως πολυεστιακή, ταυτοχρόνως ως καθολική μονάδα ανασυγκρότησης και ανασύστασης του κόσμου.

Στην ποιητική αυτή σύνθεση επιχειρείται επίσης μια «συνομιλία» με τις εκδοχές της σκέψης άλλων δημιουργών. Εμπεριέχεται η αριστοτελική οντολογική αρχή περί της ολότητάς της, η ηρακλείτεια μεταβλητότητα, καθώς και η καντιανή διαλεκτική σχετικά με τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Ο λόγος επίσης εγγράφεται ως ολοκλήρωμα της σκέψης και όχι ως απόσπασμά της («λέξη»). Ο λόγος δηλαδή «είναι» στοιχειώδης δομή για την καθολική ερμηνεία του «νοητού» και μη «νοητού» κόσμου. Όπως στον Emmanuel Lévinas το κακό ερμηνεύεται μόνο δια του λόγου, έτσι και στις Λεύγες διατυπώνεται ως καθολικότητα γιατί «Είναι ο λόγος, όχι λέξη. Κατανοεί, / δίνει συγχώρεση, μετονομάζεται σε θαύμα».

Το βιβλίο Λεύγες του Βασίλη Ρούβαλη είναι μια ποιητική δοκιμή. Συσσωματώνει χαρακτηριστικά αποσπασματικού λόγου, βιωματικής αντίληψης, μαρτυρήματος και μονολογικής αφήγησης. Ο ποιητής γίνεται ενίοτε προφήτης, άλλες φορές αφηγητής της Ιστορικής μνήμης, μερικές φορές παρατηρητής των ανθρώπινων ενεργημάτων. Μέσω των προσωπείων αυτών επιχειρείται η ανασύσταση «του ποιητικού εαυτού», ο αναστοχασμός και η πνευματική αναζήτηση, «Γυρεύοντας εσένα / στη δροσιά της μέλαινας ιστορίας, διαρκώ».

Η ενσυνείδητη καταβύθιση του εαυτού (πνεύματος και σώματος) στο σκοτάδι του υγρού στοιχείου (μήτρα) και παράλληλα η ανάδυση στο φως της σκέψης, διατυπώνεται αρχικώς σαν την περιδίνηση στην κόλαση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Είναι όμως και η προσπάθεια για αναζήτηση μιας νέας Εδέμ. Πολύ περισσότερο όταν η αναζήτηση του εαυτού εκκινεί από την προσωπική ανάγνωση και καταλήγει στο αντικείμενο και στην πραγματικότητα της Ιστορίας. Ο εαυτός γίνεται το βίωμα της Ιστορίας, γίνεται η χοάνη μέσα στην οποία το ανθρώπινο υποκείμενο μεταμορφώνεται, αναπαρίσταται, αλλοτριώνεται, κορυφώνει το δράμα του, οδηγείται τελικώς στην πνευματική κάθαρση και αναβάπτιση.

Στην πορεία αυτή το ανθρώπινο και παράλληλα ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται και βιώνει τις αυταπάτες, γίνεται όμως κριτής της ιστορικής αλήθειας και πραγματικότητας. Ο αναδυόμενος ποιητικός λόγος εγγράφεται ως αντήχηση της γλώσσας. Η μονολογική «φωνή», εγγραφή ενός ήχου – λόγου που αντηχεί στο αδιάλειπτο και διαρκές κενό του κόσμου, διαστέλλεται και λαμβάνει αισθηματικό όγκο. Η ποιητική ιδέα μοιάζει να πάλλεται παροξύνοντας το αίσθημα που αποκαλύπτει η χρήση της γλώσσας. Η τονικότητα και η μουσικότητα του στίχου αποκτούν δραματικότερη εκφορά μέσα από την οικονομία της μορφής του και με την άτακτη χρήση του ιάμβου, του τροχαίου και του ανάπαιστου.

Η αποσπασματικότητα επίσης που διαγιγνώσκεται μέσα από τη ροή της αφήγησης, αλλά και τον ειρμό και συνειρμό των εικόνων, δεν είναι εκείνη του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, αλλά αυτή της μορφής – περιεχομένου που διατυπώνει και ανασύρει παύσεις και σιωπές. Το κενό μεταξύ των ελεύθερων στροφών στις «Λεύγες» είναι νόημα και παράλληλα σιωπή (σημειολογικός κώδικας, περιεχόμενο), αλλά και παύσεις – ανάσες λόγου για να προσδιοριστεί το ευμετάβλητο χρονικό «πριν» και «μετά». Ποτέ το «τώρα», γιατί αυτό είναι ήδη ιστορικό παρελθόν.

Ο Βασίλης Ρούβαλης με τις Λεύγες γίνεται ένας από τους εισηγητές της οντολογικής περιπέτειας στη νεοελληνική γραμματολογία. Τι μπορεί να ωθεί έναν ποιητή στην καταβύθιση και ανάδυση του εαυτού σε μιαν εποχή κατά την οποία όλα διατυπώνονται και όλα αποδομούνται;

Το βιβλίο αναδεικνύει το αδιέξοδο και ίσως το μεταβατικό στάδιο της δυτικής σκέψης. Η «Οντολογία» όχι μόνον ως φιλοσοφία, αλλά και ως καίριο ιδεολόγημα και δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος, έθεσε στην Ιστορία της σκέψης το θεωρητικό της αρχέτυπο για την ερμηνεία της υπαρκτής πραγματικότητας και της προσπάθειας για ανακάλυψη και αποκάλυψη της αλήθειας. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός αρχικώς, λίγο πριν τον Διαφωτισμό, προσέλαβε αυτό το θεωρητικό μοντέλο για να ανασυγκροτήσει ουσιαστικά την ανθρώπινη σκέψη. Υπήρξε όμως σύγκρουση ρευμάτων. Τα κυρίαρχα ρεύματα της σκέψης στη δύση άρχισαν να ερμηνεύουν τον Αριστοτέλη με βάση τις ανάγκες της οργάνωσης του κράτους, άντλησαν επίσης από τον Πλάτωνα την ιδέα μιας ουσιαστικά ανύπαρκτης πολιτείας για να εξιδανικεύσουν τα αδιέξοδα της πολιτικής – κρατικής οργάνωσης. Με άλλα λόγια η κυρίαρχη διανόηση της Ευρώπης χρησιμοποίησε και αφομοίωσε από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και από την Οντολογία όλα εκείνα που είχε «ανάγκη», χωρίς να αξιολογήσει συνθετικά τη ρίζα της ευρωπαϊκής σκέψης. Υπό την έννοιαν αυτή μιλάμε για ευρωπαϊκό αδιέξοδο. Ο ποιητής λοιπόν βιώνει ενδεχομένως το τέλος της «Οντολογίας» έτσι όπως ιστορικά προσδιορίστηκε σπερματικά ήδη από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, φτάνοντας έως τον Διαφωτισμό. Και εάν ο Διαφωτισμός υπήρξε όντως το άνοιγμα στη σκέψη, διαπιστώνεται και σε αυτόν αδιέξοδο. Ο μετέπειτα εργαλειακός ορθολογισμός δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει, για άλλους λόγους, την «οντολογική» αυτή κρίση. Το πρόσωπο του σύγχρονου ευμετάβλητου παγκόσμιου οικοδομήματος είναι ουσιαστικά ένα από τα αποτελέσματα αυτής της «Οντολογίας», η οποία, στη διαδρομή της για τη μελέτη της υπαρξιακής αγωνίας, κατέληξε σε μια μελέτη του αδιέξοδου και του παράλογου.

Αν συμβαίνει, για να διαβάσω ξανά τον Τερτυλλιανό, credo quia absurdum est (πιστεύω επειδή είναι παράλογο), αλλά και αν credibile est, quia ineptum est (γίνεται πιστευτό καθότι είναι γελοίο), τότε η σύγχρονη σκέψη δοκιμάζει τα όριά της και κάθε υπαρξιακή ή οντολογική αρχή ακυρώνεται.

Αυτό ακριβώς το αδιέξοδο ωθεί το ποιητικό υποκείμενο στην κατάδυση του εαυτού, στην κατάδυση δηλαδή της σκέψης, ώστε να αναδυθεί τελικώς σε μια πραγματικότητα των βεβαιοτήτων και αβεβαιοτήτων της ζωής και της ύπαρξης. Το ποιητικό υποκείμενο αναζητά τελικώς μια νέα «ηθική» της Οντολογίας.

Ο Βασίλης Ρούβαλης αντιπαρατίθεται με το «είναι» της Οντολογίας, το «είναι» που υπάρχει και δεν υπάρχει, με το μηδέν που δεν είναι ουδέν, με τη λογική του Martin Heidegger και το τριαδικό «νους, θέληση, μνήμη» του Ιερού Αυγουστίνου. Αντιπαρατίθεται με την ανάγνωση του Μηδενός και του Ενός, αντιπαρατάσσεται ποιητικά δηλαδή με την κόλαση, ψάχνοντας τον ποιητικό παράδεισο, την πέμπτη εποχή όπως ο ίδιος ονομάζει στις «Λεύγες» τη νέα πρόταση της λογικής.

Στην ωριμότερή του ποιητική κατάθεση με το βιβλίο Λεύγες, ο Βασίλης Ρούβαλης εκφράζει, και με τον τρόπο αυτό, αδιέξοδα, προβληματισμούς και ανησυχίες που εγείρονται γενικότερα γύρω από το ποιητικό φαινόμενο. Οι αναλογίες εμφανείς επίσης με το πολιτισμικό οικοδόμημα και την κρίση την οποία αυτό διέρχεται. Η μεταμοντέρνα λοιπόν και αβέβαιη εκδοχή τής σύγχρονης ποιητικής έκφρασης αντιπαρατίθενται με τις Λεύγες που εκφράζουν την καθαρότητα ενός ποιητικού λόγου με στόχο και τεχνική στρατηγική. Ο ποιητής απέφυγε τις ακραίες νεορομαντικές μορφές και την πλαστή συγκίνηση που προκαλεί ό,τι δεν επιβιώνει τελικώς στο χρόνο. Δεν επέλεξε μια εξεζητημένη φόρμα και δεν γέμισε το στίχο με κτερίσματα και ποιητικούς πλατειασμούς. Εκτιμώ ότι ανέδειξε καίρια στοιχεία της ποιητικής του, όπως είναι η ισορροπία ανάμεσα στο λυρισμό και τη δραματικότητα, η ιδέα που είναι παραγωγός «ποιητικού» νοήματος, η ισορροπία ανάμεσα στο εγωτικό και συλλογικό, η μονοφωνική έκφραση με την underground αφήγηση προσωπείων, η διακειμενικότητα (χωρίς εκτεταμένες αναφορές που κάνουν τον ποιητικό λόγο επιστημονικό σύγγραμμα), η ουσιαστική συνομιλία με το χρόνο, η ιδιότυπη επιγραμματικότητα, η αποφαντικότητα της ιδέας, η βραχυλογία, η ροή της γλώσσας που μοιάζει να αποκτά «συνείδηση» εν δυνάμει, η συνύπαρξη ετεροτήτων με ζεύγη αντιθέτων. Εκτιμώ, τέλος, ότι οι «Λεύγες» είναι βιβλίο – τομή για τον ίδιο τον ποιητή και για την έως σήμερα πορεία του στα ελληνικά γράμματα.

Αν η ανθρώπινη ευφυΐα μετριέται με το πόσες βεβαιότητες και αβεβαιότητες μπορεί να αντέξει, τότε, όπως λέγει ο Βασίλης Ρούβαλης, «’Αλφα του υπάρχοντος και ωμέγα της βεβαιότητας». Και σε μιαν αυθαίρετη ίσως ανάγνωση, όπου Άλφα το Μηδέν και όπου βεβαιότητα το Ένα, αλλά και «αυτό το Ένα δεν υπάρχει» για να προσλάβουμε και με αυτό τον τρόπο την Ασκητική του Νίκου Καζαντζάκη.