Ρούβαλης, Βασίλης. (2004). Νότος. Αθήνα: Κέδρος
1/10/2005
Κριτική στο περ. Ποίηση, τ. 26 (φθινόπωρο-χειμώνας 2005)
Του Γιώργου Λίλλη
«Η σύνθεση της ποίησης», γράφει ο Αύγουστος Σλέγκελ, «δεν είναι παρά ο αιώνιος τρόπος του συμβολίζειν: είτε αναζητούμε ένα εξωτερικό κάλυμμα για κάτι πνευματικό είτε καλύπτουμε με κάτι εξωτερικό το αφανές εσωτερικό». Ο Βασίλης Ρούβαλης στην ποιητική του σύνθεση Νότος οικειοποιείται τον παραπάνω ορισμό αναλύοντας ένα εσωτερικό διαλογισμό με εξωτερικά υλικά.
Ο Νότος, γεωγραφικά, εμπερικλείει τις ακτές της Μεσογείου, τον «αυγουστιάτικο κάμπο στην προγονική Απουλία», το Πόρτο Πιμ με τα πλακόστρωτα σοκάκια και τους κυνηγούς φαλαινών, «Πορτολάνους σε γενοβέζικες αρμάδες», τη «σπηλιά της Ναυσικάς», τη «Νάπολη και την Γλαρέντζα αλλοτινών καιρών», τις «ξέρες του μακρινού Καργκέζε», τις «σκιές του Βιλαγκράντε», την «Ύδρα Λαμπεντούζα Έλβα Δονούσα Νιο Μινόρκα Μελέντα Ντία Αμοργό». Οι αναφορές του ποιητή σε συγκεκριμένα μεσογειακά τοπία εκδηλώνει αρχικά την οριοθέτηση ενός χώρου ως σκηνικού. Εξωτερικά διακριτικά γνωρίσματα στοιχειοθετούν ένα υπαρκτό τοπίο. Οι ονομασίες και τα τοπωνύμια απεκδύονται τον αρχικό τους προσδιορισμό ως απλές ονομασίες πόλεων και χωρών και ανακατασκευάζονται στη σύνθεση ως στίχοι που συμπληρώνουν ή προεκτείνουν τη θεματική στην οποία κινείται. Με απέριττο ύφος, έκδηλο λυρισμό, καλοδουλεμένο στίχο, ο Ρούβαλης προσδιορίζει τι έμεινε και τι χάθηκε μέσα στο χρόνο:
όπως έζησες
όπως φαντάστηκες τον έρωτα
όπως τον ήθελες στις παιδικές προσευχές
όπως δεν τον ομολόγησες ποτέ
Οι λεηλατημένοι μύθοι σε μια εποχή όπου το θαύμα έχει εκλείψει, η ποιητική ευδαιμονία της υπάρχουσας ελπίδας, η μνήμη ως υλικό αυτογνωσίας, οι μυρωδιές που ξυπνούν την χαμένη παιδική ηλικία. Ο Ρούβαλης εισβάλει με τη σοφία ενός μινιμαλιστή στο κύτταρο της ποιητικής πράξης:
Το τίποτα ειπωμένο αλλιώς μοιάζει με καταιγίδα
είναι τ΄ αληθινό παρόν που τώρα τραγουδώ
Επιδιώκοντας τη μέγιστη κορύφωση του αισθητικού αποτελέσματος ενσωματώνει στην ποιητική του σύνθεση το λυρικό στοιχείο. Αμυντικός στόχος ενάντια σε μη ποιητικά στοιχεία, όπως περιγραφικά, διδακτικά ή αφηγηματικά,τα οποία νοθεύουν τον ποιητικό λόγο και χρησιμεύουν απλώς σαν καλές ευκαιρίες για τις ποιητικές εκφορές του αισθήματος του ποιητή ή των εφευρημένων χαρακτήρων του. Ο Ρούβαλης είναι πολύ προσεκτικός στην οικονομία του λόγου του, τον κατευθύνει σ΄ έναν ενιαίο ρυθμό, γνώστης και μελετητής της ποιητικής παράδοσης.
Πιστεύοντας ότι η ποίηση πρέπει να είναι πιστή όχι στο αντικείμενο αλλά στην ανθρώπινη συγκίνηση επενδύει τον λόγο του σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Καθοδηγεί τη γλώσσα να προσαρμοστεί στη μορφή των πραγμάτων. Ένα μικρό παράδειγμα. Εντάσσει τον συμβολικό χαρακτήρα του ρόδου στον στίχο «δεν έσπασες το ρόδι» σαν μίτο ελπιδοφόρας συλλογιστικής που δεν πραγματοποιήθηκε. Το ρόδο, πέρα από την πολλαπλή κοινωνικοπολιτική σημασία του, εδώ υπαινίσσεται πως συμβολίζει την προσδοκία της αφθονίας αγαθών, το οποίο όταν σπάζοντας παύει να υπάρχει η ατυχία. Το ρόδι στο ποίημα δεν σπάει, επομένως η ευτυχία εκκρεμεί στο μέλλον. Η χαρακτηριστική αυτή αναφορά θέλει να δείξει πως στον «Νότο» έχει μελετηθεί η παραμικρή λεπτομέρεια στοχεύοντας στον επαναπροσδιορισμό των συμβολισμών:
Ξεστρατημένο φως
της θύμησης λευκότητα
αλάτι στην πηγή
θα επιστρέψεις
Αν σ΄ αρνηθώ
νερό κι αλάτι.
Κατά τον Φίλιπ Σίντεϋ μόνο «ο ποιητής που δεν καταδέχεται να δεσμευθεί από τα έργα της φύσης και ελευθερώνεται με τη δύναμη της δικής του επινοητικότητας,ωριμάζει σε μια άλλη φύση, είτε κάνοντας τα πράγματα της φύσης καλύτερα είτε πλάθοντας νέες μορφές…». Ο Νότος είναι ένα βιβλίο ποιητικής γνώσης και επαναμάγευσης του ανθρώπινου κοσμοειδώλου. Ο φυσιοκρατισμός του είναι μόνο η αφετηρία, η πρώτη μαγιά. Το βιβλίο πλαισιώνεται και από το ιστορικό φόντο του Μεσαίωνα, ιδιαίτερα του Βυζαντίου καθώς και από τη Γυναίκα, ερωτικό και μητρικό σύμβολο. Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποτελεί τη συνέχεια της ιστορίας του Ελληνισμού στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Είναι ο κρίκος που συνδέει την κλασική αρχαιότητα με το νεότερο Ελληνισμό, δίνοντας έτσι μία ξεκάθαρη εικόνα της αδιάσπαστης συνέχειας, ζωής και δημιουργίας του Ελληνισμού στο χώρο της Μεσογείου για περισσότερα από 2.500 χρόνια. Η βυζαντινή τέχνη εγκαταλείπει το ενδιαφέρον για την εξωτερική απόδοση της μορφής, το κάλλος και την αρμονία και στρέφεται στην αναζήτηση ενός εσωτερικού, πνευματικού περιεχομένου. Μ’ αυτόν τον τρόπο παύει να αναζητά την ποικιλία και στρέφεται στην συντήρηση των παραδομένων μορφών, μορφών που σιγά σιγά καλύπτουν και καθορίζουν το σύνολο των δυνατοτήτων έκφρασης του καλλιτέχνη.
Σε τραγουδούν για να ξορκίζουν τους σαρακηνούς
με καντηλέρια των Παλαιολόγων
τις τούρκισσες κυράδες στ΄ απόρθητα καστέλλια
ή
Δεν πίστεψες δεν είδες
της Ερωφίλης τα μαλλιά ν΄ αποσπερίζουν
στη Συρακούσα τον μούστο βεντεμίζουν
Το ποίημα βρίθει μεσαιωνικών λέξεων, πλαισιώνοντας την ιστορική μνήμη στην ανθρώπινη αγωνία για την κατάκτηση της αιωνιότητας, στίχοι που εμπεριέχουν την μαγική διάσταση ενός χαμένου κόσμου, ξαναγεννημένου όμως με τη γραφίδα ενός έμπειρου ποιητή: «Την Κορώνη η καραντίνα σφίγγει, στο Νουορέζε μαλωτές ιππότες βλαστημάνε», «Στο Δρόγγο των Σκορτών ξένη λαλιά γρικούσαν οι μανάδες «ε ντουμάνε ντινού ιν κόρε μεϊού τζι σαράι του..», «Στρόπες και γρατίλια στο σκοτάδι».
Ανάμεσα σ΄ αυτό το πολυδιάστατο σκηνικό επιλέγεται η Γυναίκα να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ενώ στις μέρες μας επικρατεί υποτίμηση της αξίας του έρωτα λόγω της εκχυδαϊσμένης μορφής του, ο Ρούβαλης πιστεύει στην τελετουργική του αξία και όχι καθαρά στην ηδονική του πλευρά. Απομακρύνεται από τον στείρο σεξουαλισμό και διεισδύει στην ανιδιοτελή και αρχέγονη εικόνα του έρωτα. Ξεφεύγοντας από τη φθορά που μας υπαγορεύει ο χρόνος, η ερωτική μας πλευρά σκορπά ζωή – στρέφεται εναντίον του θανάτου:
Με κράτησες βαθιά στα μελαψά σου πόδια
στη δίνη που ζαλίζει τον θυμό
θρόισμα
χαμόγελο που τ’ όνειρο το σβήνει
ή
Ποθητή με ξέπλεκα μαλλιά
κλίνες ατλαζένιες νυφικές
το καλημέρα βουλιάζει στο μετάξι
μεσ΄ από χάλκινους καθρέφτες δίνεις προσταγές
Ένα ερωτικό (αρχετυπικό) ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, αναζητώντας την αλήθεια. Ο σύγχρονος ρομαντισμός των παραπάνω στίχων εμπεριέχουν τον δυναμισμό ν΄ αντιστέκονται σε μια εποχή όπου οι μύθοι έχουν εκλείψει. Αυτή η αίσθηση, ότι είμαστε εγκαταλελειμμένοι στο έλεος της πραγματικότητας οδηγεί τον ποιητή στην κατασκευή ενός ιδεώδες κόσμου όπου μπορεί να συνυπάρξει ο ρεαλισμός με το όνειρο. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο Ασκληπιός τούς θεράπευε την ώρα που κοιμόντουσαν. Εμφανιζόταν στο όνειρο των ασθενών, τους ετοίμαζε θεραπευτικά μίγματα που έπιναν, τους έβαζε επιδέσμους και καλούσε τα ιερά φίδια να γλείψουν τις περιοχές του σώματος που έπασχαν. Τα όνειρα είναι βαλβίδες ασφαλείας, με τις οποίες οι ασυνείδητες επιθυμίες μπορούν να μεταμφιεστούν σε σύμβολα και φρουρούν τον ύπνο μας.
Ονείρου αλφαβητάρι κελάρυσμα
διαβάζεται στο φως
Υγρή σελήνη σβησμένος ήλιος
Μπρος στον άγγελο απαρνιέμαι το παρόν
Όσο και ακατανόητα να ζούμε δεν έχουμε άλλες επιλογές. Κρεμόμαστε από αυτή την ίδια την οντότητα που μας προσδιορίζει και μας ορίζει μες στο σύμπαν. Έτσι όπως έχει μέχρι τώρα εκτυλιχθεί η ζωή, είναι πασιφανές πως δεν έχουμε λύσει τα βασικά προβλήματα της ύπαρξης. Κι ίσως γι΄ αυτόν τον λόγο να πειραματιζόμαστε με τόσες μεθόδους εξήγησης των όσων μας συμβαίνουν, και παρ΄ όλα αυτά να νιώθουμε πως ξεκινάμε πάλι από την αρχή. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, το συνειδητό εγώ δεν είναι παρά μια σημαδούρα που επιπλέει στην απέραντη θάλασσα του ασυνείδητου και τραβώντας,με μεγάλη τόλμη, τα πέπλα του ανείπωτου, πίσω από τα οποία αναταράζονταν οι ανήσυχες σκιές της απωθημένης σεξουαλικότητας, του θανάτου, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Έτσι και το φαινόμενο που αφορά στο ανθρώπινο σύμπαν –τη γέννηση, την εξέλιξη, τον έρωτα, τη δημιουργικότητα– πρέπει να το αντιπαραβάλλουμε με τη σκοτεινή του πλευρά (το θάνατο), για να ανακαλύψουμε,ίσως, ότι αυτό που μας περιορίζει και μας προδίδει μπορεί κάλλιστα να είναι και αυτό που μας καθορίζει και μας αποκαλύπτει. Ο Βασίλης Ρούβαλης πετυχαίνει ν΄ απαντήσει στους παραπάνω προβληματισμούς με την ποιητική του τέχνη. Δεν προσφέρει λύσεις, αλλά βοηθά να συνειδητοποιήσουμε την αλήθεια του κρύβουμε μέσα μας:
Είπες:
«….Μια φορά κι έναν καιρό,
ήταν ένα μαργαριταρένιο πουλί
-γέννημα από δάκρυα στο λευκό πανί-
φτερούγισε στον ουρανό
δεν ματαγύρισε να το φιλήσω….»
Οι επιθυμίες μασκαρεμένες
Οι βασκανίες στον τοίχο κεντημένες
Ότι άδολο μοιάζει
προσωρινό:δηλαδή ωραίο
Κι ό,τι γεμίζει το πέλαγος είναι ζωή –
και το φως κατάπληκτο
την εξατμίζει.