Ρούβαλης, Βασίλης. (2013). Επιστολές σε ποιητή. Θεσσαλονίκη: Σαιξπηρικόν
11/5/2014
Κριτική: επιστολές στο ιστορικό παρόν
Του Κώστα Βούλγαρη
Ο ποιητής Βασίλης Ρούβαλης σκηνοθετεί ένα λεύκωμα επιστολών σε νεκρούς (πλην ενός) ποιητές, το οποίο λεύκωμα είναι ταυτόχρονα χειρονομία αγάπης, ποιητική συνομιλία και κριτική προσέγγιση. Τέτοια πεζά κείμενα, με προσεγμένες διακυμάνσεις του ύφους, και ταυτόχρονα εύστοχα, αλλά και αναστοχαστικά, νομίζω πως είχαμε καιρό να δούμε. Οι παραλήπτες των επιστολών είναι οι ποιητές: Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Νικηφόρος Βρεττάκος, Νίκος Γκάτσος, Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Νίκος Καρούζος, Κλείτος Κύρου, Τάσος Λειβαδίτης, Γιάννης Ρίτσος, Μίλτος Σαχτούρης, Νίκος Φωκάς.
Η κάθε επιστολή, παρ’ ότι σύντομη (κάτι περισσότερο από μία σελίδα), καταφέρνει να εστιάζει σε πολλαπλά σημεία, τα οποία ισότιμα φωτίζουν το πρόσωπο του παραλήπτη, δίνοντάς μας εικόνες πολυπρισματικές. Αλλά το κάθε σημείο είναι κι ένα αυτόνομο συμβάν, το οποίο φωτίζει μεν το πρόσωπο του συγκεκριμένου ποιητή, όμως όλα μαζί συνθέτουν, ψηφίδα την ψηφίδα, την εικόνα τού εν γένει ποιητή.
Να ένας από τους τρόπους που ανακαλείται ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Τη μυρωδάτη αίσθηση της αρρενωπότητας τη θεάσαι εύχαρις, όπως και τη διάφανη εικόνα της αμαρτίας· αυτή είν’ η ουσία της νύχτας. Και την ποίηση με την υπογραφή σου την ψηλαφίζουν τα νέα παιδιά, που μαθαίνουν από τα λόγια σου ότι τίποτε δεν μας αλλάζει στη ζωή, ούτε μας μεταμορφώνει η πολυκαιρία – είμαστε η φλέβα που κάτι μέσα μας κυλάει και μας διατηρεί. Γιατί μου σκοτίζεσαι λοιπόν;
Χαρακτηριστική, και αντιπροσωπευτική θα έλεγα, η αμηχανία της ποιητικής συντεχνίας απέναντι στον Νικηφόρο Βρεττάκο: Αγαπητέ Νικηφόρε, πέρασε τόσος καιρός γι’ αυτή την ανεπίδοτη επιστολή, που τη φυλάω μισογραμμένη, ακόμη, σε φάκελο με τ’ όνομά σου.
Η επιστολή προς τον Νίκο Γκάτσο γειώνεται, ως οφείλει, στη γενέθλια αρκαδική γη της Ασέας, με το επιστολογράφο νεώτερο ποιητή να αναζητά τα ίχνη του προγόνου: …από το Φραγκόβρυσο απάνω προς την ανηφόρα… Κατέβηκα από το αυτοκίνητο μουδιασμένος. Περπάτησα στο χωριό. Κοίταξα τριγύρω στην πλατεία. Εδώ σε γέννησε η μάνα σου, βογγώντας στην κάμαρη με το γαλάζιο χρώμα ανάμεσα στις τράβες. Δεν έκλαψες ούτε στιγμή, το ‘λεγε πάντοτε.
Η επιστολή στον Μιχάλη Κατσαρό νομίζω πως φωτίζει με ενδιαφέροντα τρόπο σημερινά ριζοσπαστικά αιτούμενα των νεωτέρων, δηλαδή βοηθά στο να κερδηθεί γόνιμος χρόνος, εκείνος ο χρόνος που ο Κατσαρός τον έχασε, άπαξ διά παντός… Αγαπητέ μου Μιχάλη, …Είσαι ένας υμνωδός, ο εναλλακτικός Προφήτης Ηλίας με την «πρόθεση» να μας δείξεις το φρέαρ της αρετής και της σοφίας. Κακώς έφυγες, εσύ ένας ποιητής. Έπρεπε να παραμείνεις κι οφείλαμε να σε κρατήσουμε με σθένος και εν ανάγκη να σε αγιοποιήσουμε, σαν τους καλόπιστους χριστιανούς, για να πεισθείς.
Μιλώντας στον Τάσο Λειβαδίτη, ο Ρούβαλης μιλά πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό του -αφού υπήρξε επί πολλά έτη δημοσιογράφος-, αλλά και για τη συνθήκη της εφήμερης δημοσιότητας:
Αγαπητέ κύριε Τάσο, όποτε περνάω από τα γραφεία της «Αυγής» σε ανακαλώ στο μυαλό μου. Η μυρωδιά του μελανιού και του σαπισμένου χαρτιού στον χώρο αναδίδει παλιότερες ειδήσεις που ήταν αδύνατον να έχουν κάποια σημασία στην ανθρώπινη μικροϊστορία. Όλος ο μετρήσιμος χρόνος έμεινε έξω από τις σελίδες της εφημερίδας. Γι’ αυτό δεν αγάπησες –είμαι βέβαιος- τίποτ’ άλλο πέρα από τα βιβλία που τύπωνες.
Με αυτή την τεχνική, ο Ρούβαλης ψηλαφεί ταυτόχρονα το ποιητικό γεγονός αλλά και τους κοινωνικούς όρους της ύπαρξής του. Τη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης από τα χρόνια του πολέμου μέχρι σήμερα, αλλά και τη σημερινή ποιητική συνθήκη. Χαρακτηριστική η επιστολή στον Γιάννη Ρίτσο: Αγαπητέ Γιάννη, αυτή τη φορά καθυστέρησα με την καθημερινότητα, τους φιδωτούς δρόμους του Μορέα, τους αλλόφρονες ελαιώνες στο μυαλό μου. Το μνημείο λαξευμένο από δύσκολη πέτρα, σου ανήκει. Ταξιδεύεις ακίνητος πια, με τα μάτια στραμμένα στο δύστυχο σταχτί, στο καπνισμένο κίτρινο, στις ρίζες κάτω από τα φουστάνια των νεαρών γυναικών. Το δικό μας βλέμμα εστιάζεται στην καμπάνα που κρεμασμένη στους ώμους ενός κυρτωμένου παλιού βράχου, μοιάζει με δικό σου παιδικό δώρο.
[Υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος της αριστεράς στην Πελοπόννησο, στη γενέθλια Μεσσηνία, ο Βασίλης Ρούβαλης συνοψίζει, με τη μικρή αυτή έκδοση και με την όλη παρουσία του, πολύ περισσότερα από μια χειρονομία].