1/11/2012
Κριτική
Βασίλης Ρούβαλης, Βασίλης. (2011). Φωνές. Αθήνα: Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Του Δημήτρη Τανούδη
Πρέπει το βιβλίο να ξαναδιαβαστεί, καθώς, σε μια πρώτη ανάγνωση, μένει η εντύπωση ενός ποιητικού εγχειρήματος που αποτελεί αρμονική σύνθεση νοηματικών και αισθητικών στοιχείων, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτεται η βαθύτερη κεντρομόλος αιτία αυτής της συναρμογής. Αργά, βαθμιαία, σε μια δεύτερη απόπειρα, αναδεικνύεται η προσεκτική τοποθέτηση των λέξεων και η συνεπαγόμενη βαρύτητά τους εντός του γλωσσικού παζλ –μόλις 37 αραιές σελίδες–, ενώ τα αισθητήρια του αναγνώστη συγκλίνουν πλέον με ενάργεια στην πρόσληψη μιας –άλλοτε φρενήρους, άλλοτε νηφάλιας– επέλασης του επικού: μιλάει ο Χρόνος, το Όλον, ο Θεός, το Διαχρονικό Στόμα, το φάντασμα του Μπωντλαίρ. Κι έπειτα, στον απόηχο των φωνών –στους ομόκεντρους δακτύλιους της πρώτης φωνής–, μια ακτινωτή σιαλώδης διάσπαση σε ιστορικές επικράτειες και υπαρξιακές σφαίρες, συνειρμικά εκκριμένες, ανάκατες, περιπλεγμένες, όπου μία από αυτές απορροφά όλες τις υπόλοιπες ως συμπαντική απόληξη ή, αντιστρόφως, ως πηγή της δημιουργίας τους (: η «αρχέγονη μνήμη», το «μυστικό άπειρο», ο «πλανητικός μύθος», το «ωραίο», οι «φωνές» καθ’ εαυτές).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι το φύλο του προσώπου στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό εγώ δεν είναι ξεκάθαρο· υποθέτουμε ότι πρόκειται για γυναίκα· είμαστε στερεοτυπικά προδιατεθειμένοι από την πληροφορία ότι γράφει άντρας. Αλλά αυτή ακριβώς η απεύθυνση στο υποτιθέμενο θηλυκό –λόγω της απουσίας ψυχαναγκαστικής (ως είθισται) σαφήνειας, λόγω της ανοιχτής ερμηνείας–, υπερπηδά τον σκόπελο του ποιητικού κλισέ περί ετερόφυλης απεύθυνσης, ενώ μπορεί και να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή, επιτρέποντας την αλλαγή των φύλων: το φύλο όποιου μιλάει και το φύλο όποιου ακούει (τις φωνές).
Η διακειμενική ελευθερία, για να επιστρέψουμε στην αισθητική, δεν μπορεί παρά να ελκύει ιδιοσυγκρασιακά όποιον πειραματίζεται με το σύγχρονο ποιητικό ύφος· υπάρχει εδώ ένα είδος «λυρικο-σουρεαλισμού», εντός του οποίου εκτείνονται παντοειδείς μεταφορικές συναρτήσεις της ζωής με τη ζωή (όλα περιέχονται δυνητικά σε όλα –το παν εγκιβωτίζει νοερά το παν–), φέρνοντας έντονα στο μυαλό κάποια καταγωγική συγγένεια με την ποίηση του Οκτάβιο Παζ.
Ψηλαφώντας πιο στενά τις μορφικές λύσεις που διατρέχουν το βιβλίο:
οι εναέριες τελείες, τα αποσιωπητικά, τα πλάγια, τα αραιά κεφαλαία, η μονή παύλα στις αιχμές των λέξεων (κατά το πρότυπο των πεζών του Ρίλκε) και τα κεφαλαία εν τη απουσία τελείας, έρχονται να ρυθμίσουν τη σχέση φωνής και σιωπής· ωστόσο: τα κεφαλαία σε λέξεις-έννοιες («Μεγάλη Στιγμή») υποδεικνύουν συνήθως ένα ίχνος σολιψισμού, ανάγοντας τη λέξη, μέσω συμβολιστικής, σε μια ευρύτερη ή καθολική ιδέα, την οποία οικειοποιείται ο ομιλών εγκέφαλος του ποιητή, βεβιασμένα κατεβάζοντας στα δικά του μέτρα αυτή την εννοιακή διεύρυνση ή καθολικότητα (παρεκτός ποιητών ή πεζογράφων –όπως οι Μαγιακόφσκι ή Γκομπρόβιτς– που χρησιμοποιούν το τέχνασμα ως μέσο διαστροφής της κυριολεξίας, με ειρωνικό ή περιπαιχτικό τρόπο)· άλλωστε, το εν λόγω τέχνασμα, είναι εδώ περιττό, όχι γιατί δε συνάδει υφολογικά με το βιβλίο (η διακειμενική πλέξη θα το επέτρεπε), αλλά επειδή μιλάει εδώ (φωνάζει) μια οντότητα η οποία, ούτως ή άλλως, νομιμοποιεί (φωνοποιεί) το απόλυτο μέσα από την επική αύρα του ίδιου του λεκτικού της μορφώματος.
Στους κύκλους των φωνών:
το διφορούμενο, μισοεξαγγελτικό-μισορομαντικό προοίμιο, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί και κατακλείδα / ο διαχωρισμός των υποενοτήτων εν είδει αυτόνομων συριγμών του λόγου / τα εικονοπλαστικά σχήματα πάνω στη σελίδα (: καταφανώς υπηρετούν το «σπάσιμο» της πύκνωσης αλλά και διευθύνουν τις μαιανδρικές αλλαγές του ρυθμού) / η ριζική ανατροπή της φόρμας στις τελευταίες σελίδες· ύστατη νύξη της μεταμορφωτικής επίδρασης που ο ποιητής ασκεί στις φωνές του / η εισαγωγή μικρών αφηγήσεων, σαν απ’ το χέρι ενός «πιο ποιητικού Γονατά», στα ποιήματα που κλείνουν το βιβλίο, εναρμονίζοντας, ως μια κατ’ επίφασιν αντίφαση, το μακροσκοπικό του «πρώτου μέρους» με τη «γείωση» αυτών των ιστορικών καρέ (– τα οποία, σημειωτέον, αντλούν την εικονοποιία τους από την τέχνη της όψιμης βυζαντινής περιόδου, αποδίδοντας μια αίσθηση ιστορικού αντίλαλου μες απ’ το τούνελ των αιώνων).
Εντύπωση, μετά και την τρίτη ανάγνωση, παραμένει ο διχασμός περί της έκτασης του βιβλίου. Από τη μία, κάποια υποψία για την αναγκαιότητα του απόντος που βασίζεται στη συγγραφική αντίληψη ότι όλες οι αισθητικές και νοηματικές θέσεις θα μπορούσαν να προκύψουν ευκρινέστερες μέσω της επανάληψής τους στον χώρο περισσότερων σελίδων. Έπειτα, το άλλο μισό: οι «Φωνές» –ψιθυρίσματα, ολολυγμοί, εκπνοές: ένα πλήθος εκφορών που δουλεύτηκαν μία προς μία, υπό το χειρωνακτικό άχθος ενός σκαπανέα, χωρίς την ευκολία «μεταβατικών» ή άλλων «διαχειριστικών» στίχων–, αντικρούουν το αίτημα για μεγαλύτερη έκταση, εφόσον, στο πλαίσιο της ελάχιστης φόρμας, τα επιμέρους στοιχεία, οι λεπτομέρειες της τομής νοήματος-μορφής, οι διακυμάνσεις της υπόγειας μελωδίας, η κάθε λεπτή συναρμογή της εν γένει ποιητικότητας, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για το μικροσκόπιο του ποιητή: υπόκεινται στο φίλτρο της άκρατης αφαίρεσης και τον οδηγούν σε μια λογική χρυσοθήρα· τη λογική αναζήτησης ενός πολύτιμου αποστάγματος: μια εξαντλητική επεξεργασία μεμονωμένων όψεων της συνολικής εικόνας που θα είναι το ποιητικό βιβλίο.
Σημασία, ωστόσο, δεν έχει τόσο η δική μου στάση απέναντι στο ζήτημα της έκτασης ενός ποιητικού βιβλίου, όσο το γεγονός ότι, εξ αφορμής «Φωνών», τίθεται και πάλι το διττό αυτό ερώτημα, το όλο και πιο ζωτικό για τη σύγχρονη ποίηση: είναι άραγε μοιραίο η διευρυμένη έκταση να απλώνει, να υπονομεύει, να εκφυλίζει την ποιότητα του ταλέντου, επιτρέποντας παράλληλα μια σειρά από αβασάνιστες καταφυγές; και: είναι τελικά αναπόφευκτο η μικρότερη έκταση να αναγκάζει σε μια άλλης φύσης, πιο επικεντρωμένη και πιο συνειδητή, πιο κοπιαστική αλλά πιο ψύχραιμη, πιο αγωνιώδη αλλά πιο στοχαστική εξόρυξη της καθεμίας από τις λέξεις, οι οποίες, διαδοχικά ξετυλιγμένες, απαρτίζουν το ύψιστο αυτό καλλιτεχνικό δημιούργημα που ενστικτωδώς αποκαλούμε «ποίηση»;