Ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος συνδυάζει τρία συσχετιζόμενα βιβλία σ’ ένα κριτικό σημείωμα, στην Εφημερίδα των Συντακτών (5 Απριλίου 2015). Η προσέγγισή του αναδεικνύει τα γνωρίσματα των τριών έργων, τις στοχεύσεις τους.
Κώστας Κουτσουρέλης, Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Περισπωμένη, σελ. 32, 2014 & Δημήτρης Κοσμόπουλος, Κατόπιν εορτής, εκδ. Ερατώ, σελ. 40, 2014 & Βασίλης Ρούβαλης, Επιστολές σε ποιητή, εκδ. Σαιξπηρικόν, σελ 32, 2013
Εν μέρει δικαίως και εν μέρει αδίκως η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη έχει ταυτιστεί στη συνείδηση των αναγνωστών του (και ακόμη περισσότερο στη συνείδηση των μη αναγνωστών του) σχεδόν αποκλειστικά με τη φωτεινή όψη της ζωής, με την ομορφιά και με το θάμβος ενώπιον της πραγματικότητας. Κι ας ανατρέπει συχνά πυκνά ο ίδιος ο ποιητής αυτή την αντίληψη, συνοψίζοντας, φερ’ ειπείν, τη ζωή του με τον στίχο «Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος». Ο Κώστας Κουτσουρέλης, στο μακρύ –λυρικής και δραματικής πνοής– ποίημα που εν είδει επιστολής απευθύνει στον ποιητικό του πρόγονο Οδυσσέα Ελύτη, «Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη», αυτήν ακριβώς τη διάσταση μεταξύ του μαύρου και του λευκού, μεταξύ του κάλλους και της ασχήμιας, μεταξύ της τραχύτητας και της τρυφερότητας συζητάει, σε μια προσπάθεια να δοκιμάσει τη δύναμη και τη διάρκεια του ενός και του άλλου· αλλά συγχρόνως και την αντοχή του ποιητικού λόγου.
«Πεθάνετε επιτέλους, για να ζήσουμε εμείς!», θυμάμαι να έχω ακούσει (μα δεν ξέρω κατά πόσον αληθεύει) πως ένας νεότερος ποιητής αναφώνησε κάποτε, με σεβασμό μαζί και αγανάκτηση, προς έναν επιφανή εκπρόσωπο της γενιάς του 1930. Παραπλήσια εμφανίζεται κάποιες στιγμές και η διάθεση του Κουτσουρέλη προς τον Ελύτη: «σας καταμαρτυρούμε», του λέει, «ότι εσείς / οι νεκροί Ποιητές / είστε τόσο σκληροί / μ’ εμάς που ακόμη ζούμε. // Ότι οι λέξεις οι δικές σας δηλαδή, / με κάποιο τέχνασμα / μυστήριο ίσως / ούτε στιγμή / δεν σταματούν…». Ο νεότερος ποιητής θέτει εν αμφιβόλω την ποιητική σοφία του Ελύτη (χωρίς ωστόσο σε καμία περίπτωση να αρνείται το ποιητικό του κατόρθωμα), ο οποίος αρνείται το μαύρο και την ασχήμια και επιλέγει να κοιτάξει κατάματα και να υμνήσει το φως. Η εποχή μας, υποστηρίζει ο Κουτσουρέλης σε αυτό το ποίημα, κυριαρχείται απ’ τον φόβο και τη βία, τη φρίκη και το μηδέν κι η μόνη ειλικρινής στάση, η μόνη, ίσως, δυνατή πια στάση απέναντι σε αυτά είναι η χωρίς δειλία αντιμετώπισή τους. Για να καταλήξει, αφού προηγουμένως έχει συνθέσει ένα είδος Ωδής της αηδίας: «τίποτα δεν υπάρχει εδώ / άξιο να σταθεί / δίπλα σ’ ένα σας στίχο. / Δεν έχει δόντια και λαρύγγι η ομορφιά – / δεν έχει γλώσσα καν / δική της να μιλήσει. / Πάρτε το απόφαση λοιπόν, / βγάλτε επιτέλους τον σκασμό / κι αφήστε το Μηδέν να τραγουδήσει!».
Διαφορετική είναι η διάθεση και η πρόθεση του Βασίλη Ρούβαλη στις δικές του ανεπίδοτες επιστολές προς έντεκα αγαπημένους του ποιητές, «Επιστολές σε ποιητή»: τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Νίκο Γκάτσο, τον Ε.Χ. Γονατά, τον Νίκο Καρούζο, τον Κλείτο Κύρου, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μίλτο Σαχτούρη και τον –μοναδικό ζωντανό αλλά δυστυχώς ποιητικά σιωπηλό πια– Νίκο Φωκά. Ο Ρούβαλης απευθύνεται στους παλαιότερους αυτούς δημιουργούς ως νεότερός τους συνάδελφος στην τέχνη, με σεβασμό, αγάπη και θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητά τους, επιχειρώντας ταυτόχρονα να ερμηνεύσει τη γραφή τους, να παρακολουθήσει τον βίο τους, να εξετάσει την ηθική τους, να στοχαστεί πάνω στη δραστικότητα του παραδείγματός τους και στην αντοχή του λόγου τους.
Ό,τι χαρακτηρίζει τις επιστολές αυτές είναι η τρυφερότητα της ματιάς, η συντροφική διάθεση του Ρούβαλη προς τους ομοτέχνους του και η σχέση μαθητείας που σε μεγάλο μάκρος χρόνου φαίνεται να έχει αναπτύξει μαζί τους – και η οποία μεταδίδεται αριστοτεχνικά στον αναγνώστη. Από τις γραμμές των επιστολών, οι οποίες αρθρώνονται σε πεζό λόγο αλλά με ποιητική ελευθερία στην ανάπτυξή τους, περνάνε στιγμές τόσο της καθημερινότητας όσο και της ποίησης των αποδεκτών τους, επισημαίνεται ιδιαιτέρως η βαθιά σύνδεση καθενός απ’ αυτούς με τη γενέθλια γη ή με τον τόπο όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και τονίζεται, παρηγορητικά και με εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη του χρόνου, η αθανασία που μέσω της τέχνης κερδίζει ο ποιητής. Διαβάζουμε λόγου χάρη στην επιστολή προς τον Κλείτο Κύρου: «Τα ψιθυρίσματα από τους στίχους, τώρα που διαβάζω πάλι τα ποιήματά σου, είναι ταιριαστά στους συγχρόνους. Αρνούνται να σε διαβάσουν διότι προβάλλεις την αλήθεια τους σε ευθεία αντίστιξη με ό,τι επιθυμούν να είναι. Σε αποδέχονται σιωπηλά όμως, σε αναγνωρίζουν μέσα τους».
Και ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, στην όγδοη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Κατόπιν εορτής», συνομιλεί επίσης με αγαπημένους του νεκρούς ποιητές. Μια μορφή έκφρασης, η ποιητική συνομιλία, που ο ποιητής αυτός πολύ συχνά υιοθετεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση συναντάται με τον Διονύσιο Σολωμό, τον Κώστα Κρυστάλλη, τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Μιχαήλ Μητσάκη, τον Ρώμο Φιλύρα, τον Ιωσήφ Μαντελστάμ, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Δ.Π. Παπαδίτσα, τον Χρήστο Μπράβο, τον Νίκο Καρούζο, τον Γιάννη Ρίτσο και τον Ηλία Λάγιο. Και μόνο τα ονόματα, έχω την εντύπωση, αρκούν για να φανεί η διάθεση του Κοσμόπουλου: πρόκειται για παλαιότερους κυρίως δημιουργούς οι περισσότεροι εκ των οποίων –όχι όλοι όμως– βασανίστηκαν στη ζωή και πέθαναν νωρίς· στα σανατόρια, στα φρενοκομεία, στα νοσοκομεία ή κι απ’ το ίδιο τους το χέρι. Άλλων πάλι το έργο διαβάστηκε στρεβλά και η ουσία της προσφοράς τους παραμένει ως σήμερα στα αζήτητα της γραμματολογίας μας και της συνείδησής μας.
Στα ποιήματα που τους αφιερώνει ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, αυστηρής μορφής τα περισσότερα απ’ αυτά, σονέτα κυρίως, και τολμηρού εκφραστικού εύρους, δεν σέβεται πάντα ούτε τη λογική ούτε τη χρονολογική τάξη. Μεταφέρει τον Κρυστάλλη στο 2013 και τον Λάγιο στο 1895, βάζει τους ποιητές να μνημονεύουν ο ένας τον άλλο, ανασταίνει, γιατί αυτό κάνει η αγάπη, τους πεθαμένους για να μπορέσει να συνομιλήσει μαζί τους. Για ν’ απονείμει δικαιοσύνη εκεί που η κοινωνία και η ζωή την αρνήθηκε και για να βρει ο ίδιος παρηγοριά, να διδαχθεί το μάθημα των προγόνων. «Το παράθυρο διάπλατο στα σκότη. / Δροσιά κοιμητηρίου στα κόκκαλά μου. / Δέντρα ζοφερά, μυστηριώδη / άγνωστα δάση πνίγουν τα μυαλά μου».
