Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ και το έργο του Λάκωνα λογοτέχνη έχουν βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ανανεωμένου και απαραίτητου, τόσο για την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους φιλολόγους-ερευνητές και τους λογοτέχνες όσο και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, χάρη στη φετινή ανακήρυξη του «Έτους Βρεττάκου» από το Υπουργείο Πολιτισμού. Παρ’ όλα ταύτα, το αποτύπωμα του Νικηφόρου Βρεττάκου δεν υφίσταται εν γένει στη «συνομιλία» της νεότερης γενιάς ποιητών με τις προηγούμενες, και ειδικότερα με εκείνους της λεγόμενης «γενιάς του ’30». Το διακύβευμα στη διαμόρφωση της σύγχρονης ποιητικής έγκειται αφενός στη συνολικότερη διάθεση συγχρωτισμού με τους κορυφαίους αυτής της καθοριστικής ομάδας ποιητών και παράλληλα την προσέγγισή τους ωφέλιμα για την καλλιέργεια της διακειμενικής σχέσης τους. Αφετέρου, οι σύγχρονοι νεότεροι δημιουργοί διατηρούν αποστάσεις, κατά το μάλλον ή ήττον, από τους άμεσους προγόνους τους (εκείνους τους ποιητές που καθιερώθηκαν στα νεοελληνικά γράμματα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης), σε μια ενδεικτική προσπάθεια απαγκίστρωσης κι ανανέωσης, όπως εξάλλου είθισται εκ φύσεως από γενεά σε γενεά.
Σ’ αυτό το γύρισμα του αιώνα ανατροπών, αναδιανομών και αναθεωρήσεων, και ενώ φαίνεται ότι οι σημαίνουσες στιγμές που συνθέτουν τον ιστορικό χρόνο επαναπροσδιορίζονται και ιεραρχούνται διαφορετικά στο τρέχον παρόν, γίνεται φανερή η έλευση μιας «era moderna» της νεωτερικότητας1, η συνύφανση μιας απροσδιοριστίας εύκαρπης και αντιπροσωπευτικής για την εξακτινούμενη εύρεση πηγών, ή αλλιώς εύρεση κοινών σημείων με την παράδοση, με το σώμα της νεοελληνικής ποίησης αλλά και με τις πρόσφατες εξελίξεις και τις παγιωμένες εκφραστικές τάσεις στον αγγλοσαξωνικό λογοτεχνικό ορίζοντα κυρίως. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η οικειοποίηση των παλαιότερων ποιητών ‒όπως στην προκείμενη περίπτωση‒ από τους νεοτέρους επαφίεται στη σχέση που αναπτύσσουν οι τελευταίοι με τον κόσμο εκείνων, τόσο τον ποιητικό όσο και τον βιωματικό, τον της «ζωντανής ζωής». Το θέμα είναι εάν «συμβαίνει» κάτι και τι, στη μεταξύ τους επαφή, εάν το χάσμα σμικρύνεται και υφίσταται μια κατάσταση έλξης.
Εάν η πραγματικότητα ‒για κάθε ποιητή‒ σημασιοδοτείται κι οριοθετείται μεταξύ εμπειρίας και ηθελημένης εκδοχής της, ο κόσμος είναι πράγματι πολυδιάστατος. Το ποιητικό μήνυμα του Βρεττάκου αναγνωρίζεται ως τέτοιο και μετουσιώνεται μέσα από τις πολλαπλές ερμηνείες του˙ είναι αξιοποιήσιμο από τη νεότερη γενιά και εγκολπώνεται στις συντεταγμένες της (αντίληψη ροής του χρόνου και κατάστασης του χώρου, δημιουργικός παλμός, ιδεολογίες, πνευματικές ζυμώσεις, ηθικές αξιώσεις, προστάγματα αλλά και προεκτάσεις του ρόλου ενός ποιητή).
Σ’ αυτή την εν δυνάμει προοπτική, μπορεί να συζητηθεί ένα από τα σταθερά ειδολογικά στοιχεία της βρεττακικής ποιητικής. Συγκεκριμένα, η διαδικασία αντίληψης του φωτός είναι μια μακρόπνοη κι επίπονη προσπάθεια. Ο Βρεττάκος ξεδιπλώνει την παιδικότητα (βλέπε: αγνότητα) του βλέμματός του στον ορίζοντα, υφαρπάζει τις χρωματικές εναλλαγές, την ένταση και τις φωτοσκιάσεις, για να δημιουργήσει ένα σκηνικό πλαίσιο. Σ’ αυτό «χωρούν» ο συναισθηματικός κόσμος, τα ερεθίσματα της Φύσης, η διαπάλη της ζωής με τον θάνατο. Ο καταλύτης είναι το φως ‒ σ’ αυτό ακριβώς το σημείο πρέπει να επισημανθεί η ελληνικότητα, ως όρος μέσα στον οποίο επιβιώνει η γλώσσα, ο λόγιος νους, η τέχνη της ποίησης, αλλά και ως όρος που επιφαίνεται και προσδιορίζει τη συμπαντική αλήθεια του ποιητή. Η ιδιοτυπία του Βρεττάκου, στη σχέση του με το φως, αποτελεί «δελτίο ταυτότητας»: το τι είναι ρεαλιστικό, το τι είναι υπερβατικό, διαχέεται ανάμεσα στους στίχους του και αναμειγνύεται με τον τρέχοντα ιστορικό χρόνο (τη συλλογική και ατομική ιστορική συνειδητοποίηση) και τις συντεταγμένες ενός τόπου με ουσία, σάρκα και ανάσες. Κι ακόμη, το φως ρυθμίζει τινί τρόπω τη λυρική διάσταση της προσωπικότητας και της ποιητικής του: ο Βρεττάκος διακρίνει τα φαινόμενα και τα νοούμενα, ζυγιάζει τις αντανακλάσεις τους στο είναι, δίνει μορφή στο παιχνίδισμα ‒ή μάλλον στην εναρμόνιση‒ των άπειρων αντιθετικών συσχετισμών της ύπαρξης.
Από αυτή την άποψη, γίνεται αρωγός σ’ όλους εκείνους τους κατοπινούς ποιητές, τους σύγχρονους, τους λεγόμενους «νεότερους»2 με επίγνωση του ρόλου τους, που φαίνεται ότι δυσκολεύονται να εντοπίσουν τη φλέβα της ύπαρξης η οποία ακτινοβολεί και δίνει ορμή στον λόγο τους, εξαιτίας του σύγχρονου διχασμού μεταξύ πραγματικότητας και αλήθειας. Ο Βρεττάκος νουθετεί με τη σιγαλή παρουσία του, με την ισορροπία ύφους και νοηματοδότησης ενός εκάστου ποιήματός του. Αναφέρεται και αυτοπροσδιορίζεται ως ιδαλγός του εντόπιου πολιτισμού, θαυμάζει το σμίλευμα της λέξης από τον Ησίοδο έως τον στιχουργό του παρόντος, εμπνέεται από τον «Ελλήνων χρόνο», προσθέτει τη δική του μεταφυσική αντίληψη στα απτά μνημεία του. Επιπλέον, οραματίζεται μια επόμενη ημέρα για την ποίηση και τον στοχασμό, θέτοντας συνεχώς παρονομαστές για το ανείπωτο: η ποίηση είναι η αναγκαία ανάσα χάρη στην οποία θα συνεχίσει να ζει ο ποιητής. Ο ποιητής υπηρετεί την ποίηση διαισθητικά. Η ποίηση αποσκοπεί στην αποκάλυψη του μη λελογισμένου καλώντας τον ποιητή να αναλάβει τη δράση αυτή και να την αναστρέψει σε λελογισμένο. Ο ποιητής είναι ο έμμονος υπερασπιστής όλων των εκκρεμοτήτων της ποίησης απέναντι στον άνθρωπο ως μονάδα και ως σύνολο, οφείλοντας να είναι διακριτός, σαφής, επιλεκτικός, συγκροτημένος και ταυτόχρονα ορμητικός… Γράφει αποφθεγματικά: «Το σύμπαν ολόκληρο είναι έν’ όστρακο / που εκκολάφτηκε μέσα του τ’ ακριβό / μαργαριτάρι ο άνθρωπος».
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η ειδοποιός διαφορά που προκύπτει στο βρεττακικό σύμπαν, όπου πιστοποιείται η σχέση του λόγου του με την εποχή, με τις προσλαμβάνουσες των νεοτέρων, με την εξομοίωση που αυτοί επιδιώκουν στην ποίησή τους. Συγκεκριμένα, οι απανωτές ιστορικές διαψεύσεις επέδρασαν καταλυτικά στον τρόπο που ο Βρεττάκος καταγράφει την υπαρξιακή αγωνία του και την αμφιβολία της βιωτής, την ανάλωση στην καθημερινότητα, τη δυσκολία συνύπαρξης με το πρέπον και το δέον… Εζησε εκ του σύνεγγυς τα καταλυτικά γεγονότα που σημάδευσαν την ανθρωπότητα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η μικρασιατική καταστροφή των παιδικών χρόνων, η δικτατορία Μεταξά, η πολεμική εμπειρία στα βουνά της Ηπείρου, η συμμετοχή στην Αντίσταση, ο Εμφύλιος, η μετεμφυλιακή παρακρατική εκδικητικότητα, η αυτοεξορία στα χρόνια της χούντας, ο μετεωρισμός της μεταπολίτευσης σε συνάρτηση με τη ραγδαία επιδείνωση και διάψευση του σοσιαλιστικού συστήματος στην ανατολική Ευρώπη, συναποτελούν βιωμένα στοιχεία Ιστορίας τα οποία διαχειρίστηκε απτά ο ίδιος. Βέβαια, εντάσσεται σ’ αυτή τη φουρνιά ποιητών που έμελλε να τροχιοδρομήσουν τη δημιουργική μοίρα τους στον χωροχρόνο της πατρίδας τους κι εντός του διεθνούς χάρτη. Άλλο τόσο όμως κλήθηκε να υπερασπιστεί την άλλη πλευρά της εγχώριας μισαλλοδοξίας, τους ηττημένους, τους εξακολουθητικά τιμωρούμενους αυτής της συγκυρίας, μέσα από το έργο του. Με αυτή την ιδιότητα στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων ζυγίζοντας το «καλό» και το «κακό», το λυτρωτικό «ενδιάμεσο» αυτού του διπόλου, και προσπάθησε να φέρει σε πέρας την ποιητική αποστολή του.
ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΑ, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η νέα γενιά ποιητών τώρα διασχίζει την πρώτη ευθεία διαδρομή της στον ιστορικό χρόνο. Η Πτώση του Τείχους σημασιοδοτεί τη σταδιακή απάλειψη του αποστήματος από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Για τούτη τη γενιά το βάρος δίδεται στο συνεχώς εκκολαπτόμενο παρόν. Το μέλλον είναι μια αμήχανη παραχάραξη πορείας, όπου η λογοτεχνία και η Ιστορία συντάσσονται παράλληλα. Η συζήτηση μετακυλάει βεβαίως στα ζητήματα που προκύπτουν από τη σημαίνουσα χρονολογία, το 1989, με την κατεδάφιση των ανατολικών καθεστώτων, την ανάδυση εθνικιστικών τάσεων και αιμόφυρτων αποσχίσεων εντός της Ευρώπης, τη στιγμή ακριβώς όπου η παγκοσμιοποίηση διεισδύει επιδραστικά, με όχημα την ελεύθερη οικονομία, στην κοινωνική δομή και στην εξέλιξη της ατομικής σκέψης, και ήδη αλλάζει τον «ρυθμό του κόσμου». Με αυτή τη σημασιοδοτημένη αφετηρία, επομένως, ο σύγχρονος ποιητής καλείται να προσδώσει στην τέχνη του ένα σημείο επικοινωνίας με την πραγματικότητα ή, αλλιώς, με τα λόγια του Βύρωνα Λεοντάρη, να επιδιώξει «να κάνει την πραγματικότητα ποίηση και την ποίηση πραγματικότητα».3 Αξίζει να σημειωθεί ότι ετούτη η γενιά (αποκαλούμενη σποραδικά ως «γενιά του 2000»)4 δεν υπερασπίζεται κάποιον από τους ισμούς των προηγούμενων, δεν διαθέτει ένα μορφοποιημένο δίπολο πολιτικής αντίληψης, κοινωνικών σχηματισμών, διανοητικών κι αισθητικών στοιχημάτων, ώστε να οφείλει ν’ αντιπαλέψει για κάτι εμφανές, βεβαιωμένο, σταχυολογημένο ως πρέπον ή ειδεχθές. Ο κόσμος έχει πλασθεί νωρίτερα και προς το παρόν αναπτύσσει νέα δεδομένα – αυτοαναιρείται ή ξεπερνιέται με εξωφρενική ταχύτητα, όπως ποτέ άλλοτε στην Ιστορία της Τέχνης.
Ωστόσο, η νεότερη γενιά ποιητών, που δεν πρωταγωνιστεί ακόμη στο καθεστωτικό πλαίσιο της σύγχρονης λογοτεχνίας και δεν είναι βέβαιο ότι ακόμη επιθυμεί την υπαγωγή της σε γενεαλογικούς κανόνες5, διακρίνεται από διάθεση απόκλισης ως προς το γλωσσικό ύφος, την πολυσπερμία θεμάτων, την επιλογή της εξωστρέφειας και τη διατύπωση ενός συγκεκριμένου πολιτικού λόγου. Σε αντίθεση με το ποιητικό πρόταγμα του Νικηφόρου Βρεττάκου, οι νεότεροι ετεροκαθορίζονται σε σχέση με τον επιτελεστικό ρόλο6 που ζητούσε η κοινωνία τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και με τη αναγκαία στοιχειοθέτηση απαντήσεων σε ουσιώδη ερωτήματα της τρέχουσας χρονικής περιόδου.
Η αμφισημία του παρόντος, παρ’ όλα ταύτα, δεν αναιρεί τις βασικές συνιστώσες της υπαρξιακής ταυτότητας. Ακροώμενος ο ποιητής την ανθρώπινη φύση του αντιλαμβάνεται ότι ένα δημιουργικό πνεύμα δύναται να παρέμβει, ν’ ασκήσει επίδραση με την ουσία της τέχνης του στο πολλαπλό γίγνεσθαι του κόσμου. Δεν ξαστοχά πιστεύοντας στην υπερβατική δύναμη του λόγου και στην –κατά Τζορτζ Στάινερ– «ιδέα της ανταπόκρισης»7, όπου το ακροατήριό του ευαισθητοποιείται και αντιλαμβάνεται τη στιγμή της «σύνταξης» ενός νέου λόγου για ένα νέο όραμα, μια νέα πράξη, για το άτομο και το σύνολο. Σ’ αυτό το σημείο συγκλίνει η βρεττακική με τη σύγχρονη ποιητική αντίληψη, για ό,τι αφορά τον ρόλο της ποίησης: το ποίημα είναι καρπός μιας φυσικής νομοτέλειας,8 υλικό του ποιήματος είναι οτιδήποτε συμβαίνει, οι αλήθειες της ποίησης είναι σταθερές κι ανέγγιχτες, η γλώσσα δεν αρκεί για τον εμβαθύνοντα ποιητή ως εκφραστικό όχημα, η αίσθηση ανεπάρκειας και ατελέσφορης προσπάθειας καθηλώνει τον ποιητή στην υποστήριξη του έργου του, η συνειδητοποίηση του βάρους που φέρει η ανάληψη ενός ποιητικού έργου αποδεικνύεται μαρτυρική και αείχρονη. Ο Βρεττάκος, επιπλέον, ξεπερνάει σταδιακά την προσδιδόμενη σ’ αυτόν εικόνα ενός στερεοτυπικά συμπαθούς, θετικού και δίχως εξάρσεις και διαφοροποιήσεις λογοτέχνη, την οποία εξέλαβαν αμφίθυμα στην πλειονότητά τους οι νεότεροι ποιητές από τα σχολικά εγχειρίδια της τελευταίας εικοσαετίας.9 Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι εξέλιπαν οι χρηστικές εκδόσεις του ποιητικού και άλλου έργου του, γεγονός εύλογο βάσει τις σύγχρονης εμπορικής πολιτικής των εκδοτικών οίκων, με συνεπαγόμενη τη δυσκολία στη στοιχειοθέτηση μιας συνολικής θεώρησης της πνευματικής προσφοράς του, με εμπεριστατωμένες φιλολογικές επισημάνσεις καθώς και ανάσυρση σημαντικών πτυχών της ανέκδοτης εργογραφίας του από το προσωπικό αρχείο του.
Ο Βρεττάκος παραμένει παρών στο ποιητικό δρώμενο και απροκάλυπτα στηρίζει τη σύγχρονη πνευματική δημιουργία και την ιδέα της ποίησης ως ένα διαρκές ανάχωμα ουσίας μέσα στον εμπόλεμο κόσμο των όντων και των μη όντων. Γι’ αυτό και η επαναθεώρηση της προσφοράς του στην ελληνική λογοτεχνία μπορεί να αποκαλύψει, στον καθέναν ξεχωριστά, μια διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας και να αναδειχθεί η ματιά του ποιητή στα φαινόμενα και τα νοούμενα της ζωής, που αφορούν όλους διαχρονικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Υπονοείται η αναφορά σε εποχές μετασχηματισμών, όπως
διαφαίνεται η τωρινή όπου τα συστήματα σκέψης, πολιτικής και οικονομικής,
επιδρούν άμεσα στην πνευματική δημιουργία. Βλ. Μario Vitti, Γραφείο με θέα, Αρθρα
& Ομιλίες, Εργογραφία με Αυτοβιογραφικό σχόλιο, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006, σελ.
192-193.
2. Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Η ποίηση των νέων:
προσωρινές παρατηρήσεις πάνω σε ένα εντελώς καινούργιο θέμα», Ποίηση, τχ. 25 (άνοιξη-καλοκαίρι 2005),
202-205. Ο κριτικός προβαίνει σε κατ’ αρχήν επισημάνσεις καταλήγοντας στην
«…πλήρη επίγνωση τόσο των αποθηκευμένων υλικών όσο και του μεγέθους ή του
γένους της παιδιάς η οποία μπορεί να οργανωθεί τριγύρω τους. Και την επίγνωση
αυτή δεν μπορώ παρά να την ονομάσω ωριμότητα και μετριοπάθεια…».
3. Βύρων Λεοντάρης,
Κείμενα για την ποίηση, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 2001, σελ. 104.
4. Τιτίκα Δημητρούλια, «Οι ποιητές της νέας χιλιετίας»,
Η Καθημερινή, 6/4/2008.
5. Αλέξης Ζήρας, «Στοχασμοί και αναστοχασμοί για τα
όρια της νέας ποίησης», στο Hellenica: Το καινούργιο εντός ή πέραν της
γλώσσας. Ανθολογία Νέων Ελλήνων Ποιητών, εισ.: Αλέξης Ζήρας, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2009, σελ. 19. Σε
απόσπασμα από την εισαγωγή του τόμου σημειώνει ότι «ο πυρήνας της ποιητικής
τους, έτσι πολύμορφος και άκρως πολυγλωσσικός που παρουσιάζεται, μου φαίνεται
πως αρνείται ή, πάντως, κάνει δύσκολη την ευταξιακή επιθυμία της κριτικής
ματιάς».
6. Κώστας Βούλγαρης, «Ποίηση και κρίση», Αυγή, 9/7/2011. Ο κριτικός κάνει
επισκόπηση στη σύγχρονη ποιητική κατάσταση, αλλά ειδικά για τους
νεοεμφανιζόμενους των τελευταίων ετών επισημαίνει: «…πρώτα απ’ όλα να εξέλθουν από το
ατομικό τους σύμπαν, αναγνωρίζοντας συνοδοιπόρους και συντρόφους, συνάφειες και
ταυτίσεις μέσα από τις διαφορές, διαχωρίζοντας τα ασήμαντα εφήμερα από τα
σημαντικά και διαρκή, αναγνωρίζοντας τις χαώδεις και διαρκείς αντιπαλότητες με
το παλιό, αλλά και με τις επιβιώσεις του που μας κατακλύζουν, αναλαμβάνοντας
την ευθύνη της ιστορικής τους θέσης, κάνοντας δηλαδή ό,τι έκαναν οι
προηγούμενοι που αξιώθηκαν αυτό το ρόλο»).
7. Τζορτζ Στάινερ, Η
σιωπή και ο ποιητής, εισ.: Μάριος Μαρκίδης, μετ.: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,
Ερασμος (σειρά: Δοκίμια, 12), Αθήνα, 1997, σελ. 34.
8. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Ο διάλογος του Νικηφόρου
Βρεττάκου με την ποίηση», στον τόμο: Φώτα
και Φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου – Τρία χρόνια από την εκδημία του, Τετράδια Ευθύνης, αρ. 33 (1994) 20-45.
9. Λένα Καλλέργη, «”Σα να ‘μαι ένας αιώνιος
παρατηρητής…”: Μια πτυχή της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου», (.poema..), τ. 17 (Οκτώβριος 2012 – Ιανουάριος 2013).
