Παπαδάκη, Νάνα, (2023). Αρχέγονη, Αθήνα: Μελάνι
«Αυτό που κινεί τον εαυτό του, έχει τη γνώση./ Αυτό που είναι ακίνητο, έχει την τρέλα./ Αυτό που σκέφτεται και νιώθει, έχει, δεν έχει, είναι».
Ο λόγος της Παπαδάκη έχει διαμορφωθεί σε μια σταδιακή, εξελικτική πορεία της ανάμεσα σε ποιητικές αφορμήσεις. Κι ακόμη, ας ειπωθεί αναλυτικότερα, με την εκφραστική διάθεση σε στιγμιαία διαδικασία, αλλά κατά το πλείστον γύρω από τη «φωνή» της δρώσας σκέψης, της αφηγήτριας αυτών των ψελλισμάτων. (Ως προς αυτόν τον χαρακτηρισμό, πρόκειται ασφαλώς για τη διατύπωση μιας ισχυρής νοηματοδότησης σε ολιγόστιχα ποιητικά σχήματα, όμοια με σύντομες ηχητικές φράσεις).
Είναι η τέταρτη απόπειρα επίσημης, εκδοτικής παρουσίας της συγγραφέα. Όπως στις πρότερες προτάσεις της, από το 2011, φροντίζει να οριοθετήσει την υφή των στίχων της ως ένα σύνολο λογισμών, απ’ όπου εκτυλίσσεται ο συμπαγής ψυχισμός της. Ετούτο κάνει πιο ενδιαφέρουσα την αναζήτηση της πορείας της. Το σκηνικό φόντο που επιθυμεί, διαφέρει σε κάθε προηγούμενη περίσταση. Αναζητείται κάθε φορά η ορθότερη διατύπωση της ποιητικής της: ο θάνατος «αντιστέκεται» με το εγχειρίδιο του φόβου, η προσδοκία της ζωής αναπνέει αναλλοίωτη καθώς η γνώση του Είναι διευρύνεται μέσα από την εμπειρία του κόσμου. Οι στίχοι εδώ (ΚΔ, σ. 32), επιβεβαιωτικοί:
«Μα, δεν μιλάς./ Μιλιέμαι από εμένα./ Συμβαίνει μες στον λόγο./ Η σάρκα μου λέει τον εαυτό της./ Η σκηνή είναι ο τόπος μου./ Είμαι όλη μια άσκηση θανάτου».
Το ένστικτό της ποιήτριας κινείται μακρύτερα. Επιβεβαιώνει την έννοια του χρόνου, μέσα από το πρίσμα της κατακτημένης ή προσεγγίσιμης γνώσης, όπου η αλήθεια του μετασαρκώνεται σε συνείδηση. Μέσα από τον απλό, κοφτό τόνο καταγραφής αυτής της στοχαστικής θέσης η Παπαδάκη δηλώνει (ΚΣΤ, σ. 34):
«…Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι μόνο τρόποι να/ κοιτάμε/ την ύπαρξη, το αίνιγμα της ζωής και του θανάτου»
και
«Η νύχτα θρέφει το δέντρο» (Μ, σ. 48).
Το τρίπτυχο της χρονικής διάρκειας, το ατέρμονο στοιχείο της ύπαρξης καθορίζει συνολικά το πλαίσιο της ποιητικής της. Δεν είναι εύκολη η διαχείριση αυτή, καθώς στις δύο προηγούμενες συλλογές διασταυρώνονται τα δεδομένα στα οποία επικεντρώνεται: στην έκδοση των Δώρων της Αγρύπνιας (Αστάρτη, 2013) είναι αδιευκρίνιστη έως έναν βαθμό, αταυτοποίητη ίσως, η συναντίληψή της για το δώρο του Εγώ – στην προηγούμενη (Encore. Το πένθος της Οδύσσειας, 2018) επανέρχεται το σημείο μηδέν που είναι ο θάνατος ενώ η στιγμή έχει συγκεκριμένες, αναλλοίωτες, «ακίνητες» συντεταγμένες στην εσωτερική περιπλάνηση. Όμως, στην Αρχέγονη, η ωριμότερη διαχείριση της εκφραστικής ανάσας της Παπαδάκη είναι περισσότερο απτή, η πρόθεσή της σταχυολογημένη όπως και διαυγέστερη πλέον η προσέγγισή της από τον συστηματικό αναγνώστη.
Το βιβλίο προκρίνεται, επιπλέον, ως μια αδιάλειπτη σκηνική παρουσίαση. Τα «ψελλίσματα», ως αρχικός χαρακτηρισμός της στιχουργίας της Παπαδάκη, αποτελούν μια καθόλου τυχαία αίσθηση μιλημάτων ανάμεσα σ’ ένα αχρωμικό πλαίσιο και μια φιγούρα κινούμενη ή στατική όπου τονίζει τις βεβαιότητές της. (Είναι κάτι που οι συνήθως φιλολογίζουσες κριτικές αποτιμήσεις κατανοούν δύσκολα σε περιπτώσεις ανάλογων προθέσεων). Η συγγραφέας γράφει ποιήματα, ωστόσο, με τον καλλιτεχνικό ψυχισμό της να κυριαρχεί η θεατρική πράξη του λόγου. Κι ετούτο δεν δύναται παρά να επηρεάζει την όψιμη ποιητική φυσιογνωμία της στην Αρχέγονη και δευτερευόντως στις υπόλοιπες τρεις συλλογές της (πρώτο βιβλίο: Ποιήματα +1, 2011).
Η Παπαδάκη διανύει τον κύκλο της τέχνης του λόγου με αναντίρρητες επιρροές από τα αναγνώσματά της – τον Σέξπιρ, τον Μπέκετ, τους άλλους ολιγόλογους μα πολύνοους συγγραφείς, που διαβάζει με ανάσες στα χρόνια της παρουσίας της στη σκηνή ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτιδα. Ο λυρισμός της είναι μετριασμένος, με ισορροπίες μεταξύ νοήματος και γοητευτικής άφεσης στη δύναμη των λέξεων. Ενώ, η σύντομη και πυκνή διαχείριση της στόχευσής της στην έκταση του κάθε στίχου, φαίνεται προϊόν της τριβής με ποιητές ωσάν τον Ιβάν Γκολ, τον Ε.Χ. Γονατά ή τον Αργύρη Χιόνη και τον Τσέζαρε Παβέζε (ενδεικτικά αναφερόμενοι, ως αντιστοιχήσεις του τρόπου που επιλέγει η ποιήτρια).
Κάθε βήμα στη συνέχεια θα είναι στιγμή εξέλιξης της φωνής της Παπαδάκη, εφόσον οριστεί αυτή η συλλογή ως σημείο εναρκτήριο μιας διαδρομής με ακέραιο παρονομαστή. Αυτό, περίπου αυτό, υπόσχεται σ’ ένα από τα στιχουργήματά της (ΜΣΤ, σ. 54), όπου σημειώνει:
«Είναι ζωντανή./ Έχει σώμα, νόημα και εαυτό./ Γεννάει το κεφάλι της στον κρότο».
::
Θάνογλου, Ελευθερία. (2023). Οι τίμιοι ψεύτες. Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου. Αθήνα: ΑΩ Εκδόσεις
«Γνώριζαν καλά/ πως η μισή νίκη είναι οι υποσχέσεις/που δίνονται πριν απ’ αυτήν/υποσχέθηκαν/ φωτιές χωρίς καπνούς/ πουλιά που θα σκοτώνουν κυνηγούς/ θεούς που θα φοβούνται τους ανθρώπους».
Ο καταγγελτικός λόγος δεν είναι δεδομένος στη σύγχρονη βιβλιογραφική καταγραφή της ελληνικής ποίησης. Αν μη τι άλλο, στην περίσταση της κοινωνικής εξέλιξης, του πολιτικού γίγνεσθαι, της ευαισθητοποίησης ή «ξύλινης» αποστασιοποίησης από το ψυχοπνευματικό σύμπαν του ατόμου εντός της υπερτροφικής πραγματικότητας της εποχής, η ποιητική προσέγγιση φαίνεται έμμεση είτε ελλιπής. Διαβάζοντας την πρόσφατη συλλογή της Θάνογλου διαπιστώνει κανείς με έκπληξη και έκδηλο ενδιαφέρον τον εστιασμό της σ’ αυτό το ανοιχτό πεδίο θεματικών.
Ο υπότιτλος του βιβλίου (Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου) δηλώνει ακριβώς τη νοηματοδότηση που επιδιώκει η συγγραφέας. Είναι η επιδίωξή της, το αφετηριακό σημείο κατανόησης του προβληματισμού γύρω από τα «ισχυρά τεκταινόμενα» μίας φωνής που εντοπίζει, παρατηρεί και δεν στρεβλώνει, διαβλέπει και επισημαίνει. Το διακύβευμα κρίνεται δύσκολο, καθότι πολύσημο. Η Θάνογλου καταπιάνεται με ζητήματα όπως ο παραλογισμός του πολέμου, οι λεπτομέρειες από τη συνάρτηση του ατομικού και του συλλογικού, η κατάπτωση που ονοματίζεται νηνεμία, η εμπειρία του παρελθόντος ως κρίσιμο εργαλείο διαχείρισης του παρόντος.
«Μα εγώ δεν μπόρεσα να ξεγελάσω/ τον εαυτό μου, κύριοι,/ όταν εσείς γελούσατε με τις γκριμάτσες/ και τις γκάφες μου./ Όσο εσείς οι σπουδαιοφανείς/ με προσβολές κεντρίζατε την ηθική μου,/ τόσο εγώ υπέφερα διπλά,/τόσο πλησίαζα στη λογική με μια δόση τρέλας…».
Δεσπόζουσα στη συλλογή, η εντύπωση ενός μονολόγου, ο οποίος θα μπορούσε να εκτείνεται ατέρμονα όσες και οι θεματικές πτυχές προς κάλυψη. Η Θάνογλου υιοθετεί την αφήγηση (οριακά πεζολογική) εις εαυτόν, προσπαθώντας να απευθυνθεί πληθυντικά, να θίξει και να σχολιάσει, να προκαλέσει έγερση της σκέψης και ίσως, κάποτε, της αντίδρασης. Τέτοιο δείγμα είναι το ποίημα «Κρέας στο νύχι» (σ. 47):
«Πιστέψτε στα γρυλίσματα των χοίρων/ πιστέψτε στους στοχαστικούς παπαγάλους/πιστέψτε ακόμη και στο λάλημα ενός σφαγμένου κόκορα// Μην πιστέυτε στην ακινησία/ των νεκρών// σκεφτείτε// ένα ξεραμένο φύλλο μπορεί και να θροΐζει/ απ’ το σκουλήκι που κινείται από κάτω του».
Από μιαν άποψη, ένας κριτικογράφος θα στεκόταν στο σχήμα κάποιας εμφατικής πολιτικής γραφής. Ωστόσο, η ποιήτρια αφήνει να διαφανεί η εσωτερική αγωνία που τη διακατέχει για τον εξωτερικό χωροχρόνο, για τα «εμείς» και τα «αυτοί» της σύγχρονης ζωής. Αυτός είναι ο προφανής λόγος της κάπως ατημέλητης υφολογίας στη στιχουργική της (που σαφώς επιλέγει προσεκτικά). Γράφει, για παράδειγμα («Το μάθημα», σ. 11):
«Άθελά μου κάποτε/ στο μάθημα Γεωγραφίας/ μπέρδεψα την υφαλοκρηπίδα/ με την κωλοτρυπίδα/ Το αστείο πια είχε παραγίνει…».
Ο προσεκτικός αναγνώστης θ’ αφουγκραστεί το ποιητικό ζητούμενο ως παράθεση τοποθετήσεων στη γενικότητα της σύγχρονης συνθήκης. H Θάνογλου δοκιμάζει ένα παιχνίδισμα μεταξύ των προβληματισμών ενός καθημερινού ανθρώπου για την αίσθηση του πρόσφατου βιώματος, των δύο τελευταίων δεκαετιών, και κατάδειξης του γίγνεσθαι στα διάφορα αδιέξοδά του. Εκθέτει πλαγιοτρόπως τις αναρωτήσεις της για την έκβαση του παρόντος δίχως να προτείνει. Και σαφώς, δεν πολιτικολογεί («Τυφλόμυγα», σ. 36):
«Γραπωνόμαστε από την κουπαστή του φόβου/ γιατί ένας άλλος φόβος καραδοκεί πιο κάτω./ Ίσως αυτό να μας οδηγεί τελικά στην πλήρη/ παράλυση που έχουμε υποστεί ως ζωντανά όντα./ Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός μιας/ τέτοιας προσμονής και ακινησίας για το/ ομολογουμένως αναπόφευκτο της εθελουσίας τύφλωσης».
Βιαστικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Θάνογλου επιλέγει την πόζα διατύπωσης στοχευμένων ιδεών για τον χωροχρόνο με «φίλτρο» τη χαμηλότονη συνομιλία με τον αναγνώστη, την ήπια, σχεδόν ανέξοδη καταγραφή. Αυτό το τελευταίο στοιχείο παρ’ όλα ταύτα -η συγκροτημένη κατάθεση συλλογισμών δίχως μεγαλοστομίες ή ιδεοληψίες- πιθανώς θ’ αποτελέσει το εργαλείο για την εξέλιξη της ποιητικής της. Ο λόγος της, μέσα από τις θεματολογικές επιλογές της στα βιβλία που έχει κυκλοφορήσει έως στιγμής (Οι πέντε εποχές του κόκκινου, 2017 – Αναπαράσταση, 2019 – Ο θάνατος των πτηνών, 2021), δεν αυτοπεριορίζεται. Και πάντως, δημιουργεί αναμονές για μια ποιητική ταυτότητα, με πρόσημα και νοηματοδοτήσεις (που γενικώς απουσιάζουν στην «πλημμυρίδα» συλλογών των τελευταίων χρόνων).
::
Λιόντακης, Χριστόφορος. (2021). Ένεκεν της ανωνυμίας σου. Αθήνα: Κείμενα
«Σ’ εκείνο το στενό χωρίς λόγια./ Νύχτα με βροχή να περπατάς πάνω κάτω/ στην ταράτσα της Θέωνος/ με θέα την Ακρόπολη./ Να γελάς για να μη φαίνεσαι…».
Η ποιητική του Λιοντάκη περιγραμματοποιείται από τον βασικό άξονα των ποιητών της λεγόμενης «γενιάς του εβδομήντα». Μοντερνισμός προκεχωρημένος, προσαρμοσμένος στο ελληνικό πλαίσιο της συντηρητικής οπτικής ως προς την επιδραστικότητα του ποιητικού λόγου. Ανάμεσα στα προτάγματα της διεθνούς λογοτεχνικής συνθήκης, στους διπολισμούς των διεθνών σχέσεων, της μικρής ανάσας για δημοκρατική επαναφορά στη χώρα κι αλλού, στην αισιοδοξία μιας «φιλελεύθερης» διαχείρισης του νοός και της πραγματικότητας.
Ο ποιητής -και αισθαντικός μεταφραστής του Ρεμπό- κινητοποιήθηκε σ’ αυτό το πλέγμα διαμορφώνοντας την ατομική παρουσία του: αυτόνομη μολονότι ενταγμένη, διαφοροποιήσιμη έστω αν εκλαμβανόμενη από τα κύρια μοτίβα των ομηλίκων του ποιητών. Πρόκειται για μια «παρέα» που συναντήθηκε χωροχρονικά και που ενστικτωδώς θέλησε να πλάσει δικά της σχήματα στην ενατένιση της ζωής. Άλλο τόσο βεβαιώθηκε για τους κοινούς προσανατολισμούς στην πρόσληψη της μοντέρνας ποίησης όταν «συγκρούστηκε», τουλάχιστον τύποις, με τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, δηλαδή τους ποιητές που ανδρώθηκαν κατά τα μέσα της πρώτης δεκαετίας ύστερα από τον μεγάλο πόλεμο και τον Εμφύλιο.
Αυτές οι κατατεθειμένες σκέψεις για τον Λιοντάκη και άλλους όπως ενδεικτικά ο Γ. Βαρβέρης, ο Γ. Κοντός, η Τζ. Μαστοράκη, δεν συνεπάγονται μια κοινή συνιστώσα, μια κάποια ιδεολογική στάση τους στα κρίσιμα ζητούμενα κατά τη διάρκεια της χούντας, της Μεταπολίτευσης, της πτώσης του Τείχους και των καθεστώτων μετά το 1989. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως η κριτικογραφία των τελευταίων δεκαετιών επιμένει στην αυτοαναφορικότητα της γενιάς αυτής, στον κρυπτικό τόνο καταγραφής της ατομικής αλήθειας, στην αμηχανία του Εγώ έναντι του Εμείς (που τόσο ανάγκη είχε ο ποιητικός λόγος στον παραλληλισμό του με τις εναλλασσόμενες ζυμώσεις της κοινωνίας και των ιδεών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα).
Ο Λιοντάκης δεν φέρει το «βάρος» του ψόγου ή του επαίνου για αυτή τη φουρνιά ποιητών, η οποία, σημειωτέον, εξακολουθεί να προσδιορίζει τις επιλογές και να κατατέμνει τις διαθέσεις και τη διαθεσιμότητα των κατά πολύ νεότερων δημιουργών στο σημερινό παρόν. Ο ίδιος διεκδίκησε τη συνείδηση μιας ποίησης απαιτητικής, ως προς τα υλικά, τη δόμηση και την απεύθυνσή της. Αναγνώστης άμεσος του Σολωμού, μύστης του ελυτικού μυστηρίου, σαφώς κλίνων προς το καβαφικό ιδεώδες, αλλ’ επίσης αμφισβητίας της μεταμοντέρνας συνθήκης… Ετούτα όλα, ως σημειώσεις επί των συλλογών του, κρίνονται εμφανή και απτά από τους κριτικογράφους και τους επερχόμενους μελετητές του.
Η συλλογή Ένεκεν της ανωνυμίας σου αποτελεί μια έκδοση ad hoc, με την έννοια της εκτύπωσής της από την αφορμή του αδόκητου θανάτου του. Εξ ου και η πρώτη εκτός εμπορίου, ολίγες ημέρες αργότερα. Το ειδικό βάρος αυτής της κυκλοφορίας περαιτέρω, το 2021 από τις εκδόσεις Κείμενα, εστιάζεται συμβολικά στο γεγονός ότι αποτέλεσε έσχατο κείμενο του Λιοντάκη. Ως τέτοιο, το βιβλίο θα διαβαστεί εύκολα, με συγκινησιακή επιφόρτιση και σημασιολογικούς ιριδισμούς. Η ουσία όμως βρίσκεται στην ιδιαιτερότητα της λιοντάκειας ποιητικής: ο «αφηγητής» στα δεκαοχτώ κεφάλαια απευθύνεται στον ανώνυμο νεαρό άνδρα που, σύμφωνα με το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, εξακολούθησε να βρίσκεται πλησίον του Ιησού Χριστού παρά την κατακραυγή και τον χλευασμό από το πλήθος της Ιερουσαλήμ.
«Ωστόσο η ανωνυμία σου με την τόση ευρυχωρία της με βοηθά να κάνω άλματα στο χρόνο και το χώρο, να σε αναζητήσω δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, και αργότερα ίσως, σε ανύποπτες στιγμές, να σε συναντήσω κατά πρόσωπο» (σ. 10).
Σ’ αυτό το πυρηνικό γεγονός, στο πρόσωπο αυτού του περιθωριακού ανθρώπου, του άνευ όρων πιστού, του διακινδυνεύοντος να θεωρηθεί παραβάτης ή και στασιαστής από την ηθελημένη πραγματικότητα των ενάντιων στον θεάνθρωπο, ο Λιοντάκης στοιχειοθετεί μια εξελισσόμενη ιστορία. Σε μια επίδειξη προφορικότητας στο ύφος και με ψήγματα θεατρικού μονολόγου μ’ απεύθυνση στον κύριο χαρακτήρα, ο ποιητής καταθέτει στιγμιότυπα-περιγραφές ενός ανθρωπότυπου γυρολόγου και κοσμοπολίτη, αδαούς και επιφανούς, ταπεινωμένου και διεκδικητή του εαυτού του. Η φιγούρα του «περιφέρεται» ως άλλος μαγικός ρεαλιστικός ήρωας στον χώρο και στον χρόνο του ποιητή – μεταξύ Εξαρχείων και Παρισιού, έξω από το Πολυτεχνείο και στα στενάκια της Ασίζης, ζητιάνος ή αντάρτης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τοκογλύφος της τρυφερότητας, ψάλτης, πρόσφυγας, προσκυνητής, θεατής εν γένει του κόσμου…
«Σε είδα/ Εκεί όπου φοβόσουν, το αύριο μην το μάθει προπαντός./ Να καταργείς την εξουσία του κάθε ανόητου/ Να σβήνεις τις προσβολές που δέχτηκαν/ οι αδύναμοι και ταπεινοί./ Μέσα στην ηδυπάθεια, με θλιμμένη σάρκα./ Να σκύβεις το κεφάλι σου στις αμφιλεγόμενες/ φιλοφρονήσεις./ Να θεωρείς τις αμαρτίες μεταμφιεσμένες αρετές…» (σ. 26).
Ο Λιοντάκης σκηνοθέτησε στο ολιγοσέλιδο συνθετικό έργο του μια κάτοψη της «άλλης πλευράς», μιας ανείδωτης οντολογικής κατάστασης που κρίνεται από τους ευνοημένους, εκείνης που μόνον ποιητές και ζωγράφους ίσως ελκύει ως αξιοπερίεργα αυθεντικής κι ευάρεστης. Σκηνικό φόντο, η βρόμικη, συγκαλυμμένη πόλη. Με βλέμμα δοξαστικό και λόγο δημόσιο και ποιητικό (εξ ου και η επαναλαμβανόμενη φράση-μοτίβο στην έναρξη κάθε χωρίου «Σε είδα»), όπως στις αγιογραφίες ή και σαν τις καβαφικές νύξεις απέναντι στα άγνωστα μυστήρια της εμπειρίας.