Η τέταρτη ποιητική συλλογή του Βασίλη Ρούβαλη, Φωνές, απαρτίζεται από τέσσερις «λόγους» και τρία «ιντερμέδια», «πρόλογο» και «επίλογο», και ακολουθούν τα «παροράματα» με τρία συνοδευτικά κείμενα. Ο ποιητής μάς πληροφορεί ότι ακολουθεί τη δομή του κρητικού θεάτρου, άττο και ιντερμέδιο, πράξη και διάλειμμα, επεισόδιο και χορικό, ας πούμε, σύμφωνα με την ελληνική τραγωδία.
Τίτλος της συλλογής, λοιπόν, Φωνές. Το θέμα είναι, τίνος οι φωνές; Ποιος μιλάει; Στον πρόλογο ο Χάροντας και στον επίλογο ο Έρωτας, μας λέει ο ποιητής. Ο πρώτος συνοψίζει σε λίγες προτάσεις το μάταιο της δόξας, του πλούτου, της διασημότητας. Ο δεύτερος όμως σαν να ανατρέπει αυτή τη ιδέα, δίνει στον Έρωτα το λόγο, για να μιλήσει για την «έκταση του κόσμου» και για την αιώνια «μουσική των σφαιρών». Σαν να λέμε πως το μικρό εξαφανίζεται στο μέγα, αλλά το μέγα επιβιώνει αφομοιώνοντας το μικρό. Να μισοκρύβεται εδώ «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» του Οδυσσέα Ελύτη;
Και πάμε στους «Λόγους». Σε δεύτερο πρόσωπο, άγνωστο ποιο, απευθύνει το λόγο του ο ποιητής. Και ο «Λόγος» αυτός, όπως και οι τέσσερις, βεβαίως, συντίθενται από ένα μωσαϊκό πραγμάτων και ιδεών, συναισθημάτων και εντυπώσεων, ένα σύνολο εικόνων και αισθήσεων, γεγονότων και μύθων, που η κυριαρχική αίσθηση της μνήμης έχει αποταμιεύσει, για να αξιοποιήσει τώρα και να αναδείξει τα πράγματα ή καλύτερα να υπενθυμίζει ποια έχουν τη μεγαλύτερη, ή είναι η μεγαλύτερη, αξία.
Αξίες λοιπόν: το μητρικό γάλα, το χάδι, το φιλί, η αραβική θηλιά στον αλογίσιο λαιμό, το νερό από το ίδιο ποτήρι, μια τσαλακωμένη φωτογραφία, ένας φόβος παιδικός, ένα μπαντονεόν, το φως, η μυρωδιά του χώματος, η γλώσσα, τα παιδιά, τα δέντρα. Αυτά είναι μερικά από τα πολύτιμα ενθυμήματα. Πράγματα πανάκριβα της ψυχής που καμιά αξία δεν έχουν στο χρηματιστήριο αξιών των κοινών θνητών.
Στα ιντερμέδια, ο ποιητής κατά μέτωπον στον αναγνώστη του, σαν εξομολόγηση, καταθέτει «τις φωνές, τις φωνές, τις φωνές» και ορίζει την αλήθεια που προκύπτει από ό,τι έψαυσε και ό,τι ο νους συνέλαβε:
«ορίζω ξανά την αλήθεια – αυτήν που πίστευα μόνο με τα δάχτυλα
και τον νου»
(σεφερική κληρονομιά, θα λέγαμε). Φωνές που χάθηκαν τα ίχνη τους, έμεινε όμως η ουσία τους, φωνές πολλές και ποικίλες. Γιατί οι φωνές δεν βγαίνουν μόνο από ανθρώπων στόματα αλλά και από τα ίδια τα πράγματα, που και αυτά μιλούν και λένε την ιστορία τους ή εκφράζουν στοχασμούς απλούς και σύνθετους και σπουδαίους:
«Οι άγιοι στους τοίχους, έτοιμοι για την αναμέτρηση».
Οι «φωνές» του Ρούβαλη δίνουν την αίσθηση ότι προεκτείνουν τις «αγαπημένες φωνές» του Καβάφη, όμως ο Ρούβαλης δεν ακούει μόνο τις φωνές των ανθρώπων, όπως ο Καβάφης, αλλά και τις φωνές των πραγμάτων, τη φωνή της γης και του σύμπαντος, όπως ο Σικελιανός και ο Ρίτσος. Και αυτά είναι απλά, αλλά πολύτιμα επί της ουσίας υλικά για να συνθέσει την ποίησή του. Το μυστικό σύμπαν που ανακαλούν οι στίχοι του μοιάζει με ανταπόκριση στη δική του αγωνία και επιθυμία, «Η αγωνία ταιριάζει στην επιθυμία», μας βεβαιώνει.
Ο ποιητής κάνει επιλογές, έχει τα δικά του εσωτερικά ερείσματα. Τις δικές του μνήμες. Και οι μνήμες του εξακτινώνονται σε κείμενα και εικόνες από την ελληνική και ξένη δημιουργία. Δεν μπορώ να μη συνδέσω το «μπαντονεόν», το απομακρυνόμενο από τον επόμενο στίχο, «Για ν’ απομακρύνεται η σιωπή», με την καβαφική «τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου» («Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον») στην Αλεξάνδρεια που φεύγει ή που χάνει ο Αλεξανδρινός ποιητής. Όπως δεν μπορώ να μη συνδέσω το στίχο «ανάμεσα σε κόκαλα» με το στίχο «ανάμεσα στα κόκαλα εδώ» από το ομώνυμο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, ούτε μπορώ να μην αναγνωρίσω τον «Αυτοτιμωρούμενο» του Σαρλ Μποντλέρ, «είμαι η πληγή και το μαχαίρι!/ το μάγουλο κι ο ραπισμός του!/ η ρόδα και τ’ αποκομμένο χέρι!/ τ’ αθώο θύμα κι ο δήμιός του» (μετάφραση Γ. Σημηριώτη), στο στίχο του Ρούβαλη «Είσαι αγκάθι και δάχτυλο τρυπημένο».
Και φτάνουμε στα «παροράματα», όπου ο ποιητής αξιοποιεί δημιουργικά τα έργα της ύστερης βυζαντινής περιόδου της κρητικής αγιογραφίας (Γεώργιος Κλόντζας, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Αντώνιος Βασιλάκης), αποκαλύπτοντας τη μυστική, εσωτερική σύνδεση με τις αφετηρίες της έμπνευσής του και τις μυστικές διαδρομές του. Ας λέει ο ποιητής ότι η «Via dell’Amore δεν οδηγεί πουθενά», εν αντιθέσει με την «Ville d’Avray» του Ελύτη (Δυτικά της Λύπης) με τις «ευρείες λεωφόρους» και τις «ποδηλάτισσες». Και η μία και η άλλη οδηγούν στην ψυχή, στη «νοσταλγία», στο «θαύμα ενός ήλιου βυθισμένου στα σύννεφα», στη «συγκίνηση», στην «ομορφιά απροσδιόριστη» και «τη γενναιοδωρία». Μας αρκεί ο στίχος
«Οι προσόψεις των σπιτιών είναι μάρτυρες της ιστορίας».
Γιατί η ιστορία, όπως και η σύγχρονη πια συνήθεια, απέδειξαν του στίχου το αληθές, τα τεράστια γράμματα στους τοίχους είναι η φωνή κάθε καταπιεζόμενου. Το «χέρι» στο Άξιον Εστί που «με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», είναι κι αυτό μια φωνή.
Εχω την αίσθηση ότι ο Ρούβαλης, με αστραπές της μνήμης του εκλεκτικές, επιθυμεί να εντάξει στη συλλογή του τον ελληνικό και παγκόσμιο πολιτισμό, ως στοιχείο αναγνωρίσιμο από τον αναγνώστη αλλά και ως στοιχείο υπαινιγμών μιας εσωτερικότητας πλούσιας με ποικίλες εξακτινώσεις και συμπαραδηλώσεις. Η ματιά του εκκινεί από τα πράγματα, τη φύση, τις εικόνες και τα αισθήματα για να κατευθυνθεί προς τις ιδέες. Από τα αισθητά στα νοητά, ακολουθώντας, νομίζω, την πλατωνική οδό προς τον κόσμο τον ιδανικό. Τον κόσμο της ουτοπίας, που ο ποιητικός λόγος έχει τη δύναμη να πραγματώνει με τα δικά του μέσα. Σ’ αυτόν το λόγο υποφώσκει διακριτικά μια, με την ευρεία έννοια, θρησκευτικότητα, γι’ αυτό και ο βηματισμός της πρότασής του, του δικού του «Λόγου» και της δικής της «φωνής» είναι τελετουργικός, ιεροτελεστικός και, σεμνά, αισιόδοξος:
«Οταν η μνήμη δεν ξεθωριάζει, τα πρόσωπα κοιτάζονται
κι ανάμεσα φωτίζεται η έκταση του
κόσμου· αφουγκράζονται τη μουσική των σφαιρών
έως το τέλος των αιώνων».