Βαθύς και αυθεντικός μονόλογος

Κείμενο του δοκιμιογράφου και κριτικού Σπύρου Γεωργίου για τις «Λεύγες»

Ο Σπύρος Γεωργίου προσεγγίζει με στοχαστική πρόθεση τις Λεύγες. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μανδραγόρας» (τ. 56, Ιούνιος 2017)

Όταν ο άνθρωπος στρέφεται προς τον εαυτό του μια άβυσσος ανοίγεται
έτοιμη να τον καταβροχθίσει.
Την βλέπει ο υπάρχων άνθρωπος και η αγωνία του φέρνει ρίγος – γιατί
με την κίνηση προς τον εαυτό του, έμπασε το μηδέν μέσα στην ύπαρξη.
Αλλά στο σημείο αυτό γίνεται μια αποκάλυψη που σηματοδοτεί
την ύπαρξή του: η αποκάλυψη του “ανοιχτού”».

ΝΤΙΜΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, 1909-1962
(Ο μύθος του ελληνικού έθνους, Νέα Εστία 884, 1964)

«Ακατάσταση περιφέρεται η ουσία της ύπαρξης» σημειώνει, ποιητικά, εξαρχής ο Βασίλης Ρούβαλης. «Κ’ ιδού το ανθρώπινο δράμα. Οι ρυτίδες από την εναλλαγή, η ποινή και η πτώση. (…) Όλα θα ανατραπούν στο τέλος (…) με την άγνωστη δύναμη των προγόνων».  Ποια είναι η «δύναμη των προγόνων», η ανατρεπτική αυτή δύναμη αν όχι «η αρχαία αφή (που) δεν ακυρώνεται»; Στις ράγες τούτης της αφής σημαίνεται ο λόγος˙ και «ποτέ δεν θα κορεστεί ο λόγος», τονίζει με παρρησία ο ποιητής.

Ο λόγος του ποιητή; αναρωτιέται κάποιος. Ο λόγος του ποιητή με το «στόμα των φιλοσόφων» και χάρη στην ισχύ που έχουν «εν τέλει οι παλιές αφηγήσεις» – αποκρίνεται ο νοητός συνομιλητής. Ο συνομιλητής ο οποίος αρθρώνει τον λογισμό του επισημαίνοντας ότι είναι: «O ενικός αριθμός πρώτα».

Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο Λεύγες, ο Ρούβαλης έτσι συν-ομιλεί˙ και επιχειρεί την κατάδυση στον αβυθομέτρητο εσωτερικό κόσμο, μετρώντας με λεύγες το τόλμημά του και δηλώνοντας ανεπιτήδευτα: «Στέκομαι εδώ» – «στον βυθό, χωρίς προσωπείο» (…) «Τα μάτια θολώνουν στο άπειρο». Με μονάδα μέτρησης τις λεύγες –μονάδα μήκους με διαφορετική τιμή από τόπο σε τόπο– και «χωρίς προσωπείο» στέκεται αντίκρυ/δίπλα ο ποιητής. Μόνος και μαζί μας, αναδεικνύει με τη γραφή του όσα συμβαίνουν στου εαυτού τα βάθη. Βέβαια, κανένας άνθρωπος, στο βάθος του εαυτού του, δεν εκπροσωπεί άλλους. Εκεί κάτω, στον βυθό του πηγαδιού είναι ο καθένας ολομόναχος. (Ωστόσο) τα στοιχεία, που κατοικούν στα βάθη του εαυτού μας, δεν είναι όλα μόνο ατομικά. Τα πολύ ατομικά, που κάνουν τον καθένα μας να μην είναι άλλος, συζούν –εκεί στα βάθη– με τα πολύ ανθρώπινα, με ό,τι είναι γενικά ανθρώπινο˙ με τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν τη μοίρα όλων των ανθρώπινων όντων. Όποιος (λοιπόν) «γράφει» για τη μοναξιά ‒που είναι η μοίρα του ανθρώπινου βάθους‒ δεν μπορεί παρά να επιδιώκει έτσι να νικήσει την περατότητα. Θέλει να συμβάλει στη νίκη επί του χρόνου˙ επιθυμεί να νικήσει ο άνθρωπος τη λήθη που επιφέρει η φθαρτότητα και να διεκδικήσει την α-λήθεια  πέρα από τα όρια που θέτει η διάρκεια ζωής.

Γράφει λοιπόν ο Ρούβαλης – στις πρώτες κιόλας σελίδες της ποιητικής συλλογής του: «Κρατώ σημειώσεις για την επιθυμία, την ισχυρή διάρκεια και την απάτη, το θυμικό». Κρατώντας με τα λόγια την επιθυμία αναζητάει το επιπλέον που διαρκεί – καθώς γνωρίζει ότι είναι αναπότρεπτη «η συντριβή και το κενό»˙ και χωρίς δισταγμό, με οπλισμό την πείρα και την παίδευση, μας λέει: «Δηλώνω το προφανές για να ξορκίσω τ’ απροσδιόριστο».

«(Περισυλλογή Βούληση Μύηση Ανάδυση Οδοιπορία Αποκάλυψη Αναγνώριση Κατανόηση Συγκίνηση Τέλεση Θυσία Ανάσταση)». Με αυτήν (ή/και με κάποια άλλη) σειρά ‒ανάλογα τον αναγνώστη‒ τούτα είναι τα ουσιαστικά της διαδρομής που ακολουθεί ο ποιητής στο έργο του. Και μάλιστα (όλα αυτά τα ουσιαστικά) τα σημαίνει ο ποιητής χωρίς παύλες ή κόμματα – απνευστί˙ για να  φανεί το πόσο επώδυνη και δύσκολη είναι η διαδρομή. Για να δειχθεί  ο μόχθος εκείνου που πορεύεται αναζητώντας˙ εκείνου του οποίου το βάρος της ύπαρξης και η συνειδητοποίησή του τον παρωθούν να πει και να γράψει: «Ψελλίζω τον κόπο, τον αμφίβολο τρόπο, το έθος. Ατελής κι αιώνιος, φερέφωνος γίνομαι». Και ταυτόχρονα, με ύφος αγωνιώδες να κραυγάσει – σαν ναυαγός ριγμένος σε μια ανοίκεια στεριά: «Την ενοχή περιφέρω, τη στοργή αναπολώ. Καθηλώνομαι. Είμαι ο Άνθρωπος».

Ο Ρούβαλης δομεί έντεχνα θέματα οντολογικά˙ ζητούμενα της ύπαρξης τα οποία αναπότρεπτα μας έλκουν αφού το προσωπικό συνταιριάζει αβίαστα με το καθολικό – μέσω της ποιητικής του φωνής. Ο ποιητής συγγράφει/θεμελιώνει/εξακτινώνει τη γραφή του στο πεδίο του στοχασμού της υπόστασης. Χαράζοντας τη ρότα του, με τους όρους του υπαρξισμού, διαπλέει το αρχιπέλαγος των ανθρώπινων θεμάτων με λέξεις ακριβείς˙ λέξεις μετρημένες – όπως οι λεύγες. Με ατόφια επίγνωση του εγχειρήματος ανοίγεται στην αχανή και βαθιά θάλασσα της θεματικής του και ποιεί – με πρόθεση αυθεντική και με σκοπό να «δείξει» ως μάρτυρας/δημιουργός κι όχι να υποδείξει ως μέντορας, ως ταγός ή ως ειδικός.

Το ποιητικό έργο του δεν θα πρέπει λοιπόν να εγκιβωτιστεί στο πλαίσιο μιας (τυπικής) κριτικής αλλά αξίζει ν’ αποτιμηθεί ως ένα όλον που σημαίνει «κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών του». Αυτό το «περισσότερο» που (ορισμένως) υπαινίσσεται (και) ο τίτλος: την ανοικτή πορεία, του καθενός, στα ωκεάνεια βάθη της ύπαρξης˙ μια πορεία που προσομοιάζει με μονόλογο κι η οποία ενδεχομένως μόνο με την «τέχνη του λόγου» να μπορεί ν’ αποδοθεί. Ιδίως μάλιστα με (και μέσα από) την ποιητική τέχνη που τόσο ανόθευτα υπηρετεί (και) με τούτο το σπουδαίο βιβλίο του ο Βασίλης Ρούβαλης.