«7+1 ποιήματα για τον Σεπτέμβριο»

Συμμετοχή στην ανθολογία με δύο αποσπάσματα από τον «Όρμο»

7 + 1 Ποιήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) ποιητές και ποιήτριες που με δόκιμο τρόπο ο καθένας και η καθεμία με το δικό τους τρόπο συνομιλούν με την ποιητική τέχνη. Σε αυτή την ενότητα καταγράφουμε ποιήματα που δεν τα έχουν δημοσιεύσει ακόμα οι δημιουργοί τους.

Οι συμμετέχοντες ποιητές και ποιήτριες για τον μήνα Σεπτέμβριο είναι: Ελένη Δεληβοριά, Ειρήνη Ιωαννίδου, Χρήστος Κατρούτσος, Δημήτρης Κοσμόπουλος,Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, Χρύσα Παπαδημητρίου, Βασίλης Ρούβαλης, Ἀλέκος Ε. Φλωράκης.
Ο καθένας και η καθεμία τους με τον τρόπο τους έχουν καταγραφεί στη σύγχρονη Λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας. Έχουν διαφορετική βιολογική ηλικία και Λογοτεχνική ιστορία. Ανήκουν σε διαφορετικές λογοτεχνικές τάσεις και “γενιές”, έχουν όμως τον δικό τους “μύθο” όταν συνοδοιπορούν με την τέχνη του Ομήρου.

 

Βασίλης Ρούβαλης

Όρμος: σκηνική ποιητική αφήγηση

ΠΡΙΝ

Βρίσκομαι στον μετά-χρόνο,
απ’ εκεί τους μιλώ, έτσι τους νιώθω.

Θυμάμαι τις χειρονομίες, τα ρούχα
τα χρώματα τ’ ουρανού —
εμένα θυμάμαι, όλους, εσένα
τον ήχο από τις ξεριζωμένες πέτρες

το θάμπωμα των φαναριών στον τοίχο
τη χαρά μου και τον άνεμο,
μετέωρος ανάμεσά τους, διάφανος
και έτσι αδιάφορος, αλλά…

Προτιμώ την ημέρα ν’ αναφέρω
–στην τέρψη του παρόντος– όταν αγαπούσα
συνετές στιγμές και πράγματα που οι άλλοι,

διαρκώς, νοιάζονταν λιγότερο,
και τότε έλεγα ότι η νιότη μου θα διαρκέσει,
την πίστευα: θα με δικαιώσει ως τρελό
και θα δώσει αιωνιότητα αγαλμάτινη

στα τεντωμένα στήθη
(αφώτιστα, αλλ’ υγρά,
για να λαμπυρίζουν στο πρασινωπό βλέμμα μου),

και θα με οδηγήσει σε δρόμους χωρίς ταμπέλες:
προς τον πόνο και την περιπέτεια
τη σακατεμένη ευπείθεια
τη μεγαλοπρέπεια που έτρεφα από παιδί,

τα σώματα που ευκίνητα ήθελα
(θέλω, θα θελήσω, θα έχω θελήσει),

τον ύφαλο στην αμμουδιά που γεννήθηκα,
την κάθε αρχή στ’ ανθρώπινα, την πραγματική,

τις συνήθειες με διάρκεια και δίχως αντιθέσεις
(γι’ αυτό ευτυχής τις αποφεύγω)
τα δίστιχα τα πνευματώδη που σου διαβάζω φωναχτά
όταν θυμάμαι ζηλόφθονα τον φίλο μου κ. Χαίλντερλιν
ή τις λέξεις μου όταν τις ποθήσω,
εγωιστικά, απέναντι σε γάμπες τεντωμένες, υγρές
πτυχές και βογγητά, μ’ απάρνηση του άλλου κόσμου,
τις λέξεις αυτές ατόφιες κι αστραπιαίες,
έτοιμες, κατακτημένες προτού μου δοθούν ή μου τις κλέψεις…

ΠΙΟ ΠΡΙΝ

Δεν αντικρίζω καινούργιες στέγες

ή σήμαντρα
δεν επιθυμώ άλλες εμπειρίες,

όπως ακούω να μου λες…
ούτε πρόσωπα, ειδήσεις και γεύσεις,
και συζητήσεις με αγνώστους για φιλοσοφία ή ποίηση,
εκτάσεις θαλασσινές, στέππες νωχελικές, αιώνιες,
και απεικονίσεις γι’ ανώνυμα πηδήματα
σε δωμάτια κρύα, ούτε ψιθυρίσματα
με νόημα σύντομο,
χωρίς μορφασμούς ή λόγια μισερά,
όλ’ αυτά που αηδιάζω και αποκρούω
όλ’ αυτά που με πείθουν
να προσευχηθώ (αλλά βλασφημώ)
όλ’ αυτά που ζηλεύω στη μοναξιά μου
κι έπειτα ξεχνώ,
όλους τους σοφούς και τους αδαείς που έγιναν διάσημοι,
ούτε τις ωραίες τραυματικές νύχτες
τ’ αρώματα από πεύκο, την υφάλμυρη υγρασία
τα ξεχασμένα καλοκαίρια ανάμεσα σε φθηνά δώρα
τις πρώτες καταγραφές πάνω στο χαρτί
(γιατί ήμουν ντροπαλός)
ούτε μνημεία ή τελετές για νίκες στρατιωτικές,
τους ήρωες που χάθηκαν για να σωθούν οι δειλοί,
και τους δρόμους που ξεχάστηκαν
με το παράπονο-σιωπή σε κάθε βήμα
(γιατί έτσι τους νιώθω και τους συμπονώ),
ούτε κλάματα ψεύτικα κι αγάπες ξαφνικές
για όσα μέχρι χθες αδιαφορούσαν,
ούτε όσα μ’ έμαθαν

να τα λέω
«όμορφα», «νοσταλγικά», «δικά μου»,
ούτ’ εσένα ούτ’ εμένα ούτ’ εμάς
ούτε την ψευδαίσθηση

στο μερίδιο μιας κάποιας ανάσας —
αυτής που δεν θα μας ανήκει
ποτέ, ποτέ, ποτέ…

Γι’ αυτό το λίγο δεν επιθυμώ,

αυτό το λίγο.

::